Τουρκία και γεωστρατηγική του Ισλάμ

Του Σωκράτη Αργύρη


«Αυτή η περιγραφή είναι προσβλητική για τη θρησκεία μας. Δεν υπάρχει μετριοπαθές Ισλάμ. Το Ισλάμ είναι το Ισλάμ, τελεία και παύλα».-

Ταγίπ Ερντογάν, ομιλία του το 2007.


Χρόνια στην Ελλάδα διαβάζουμε και ακούμε αναλύσεις για την επιθετική πολιτική της Τουρκίας ανάλογα της πολιτικής τοποθέτησης του κάθε αναλυτή ή της ανάλογης δεξαμενής σκέψης.

Ακούμε επίσης από πρώην και νυν υπουργούς εξωτερικών να είναι φίλοι με τους αντίστοιχους υπουργούς εξωτερικών της Τουρκίας, να συναγελάζονται, να τρώνε, να χορεύουν και να τραγουδούν και στο τέλος οι πιλότοι μας και το Ναυτικό μας να κυνηγούν τα αεροπλάνα και βαπόρια τους…

Αυτό όμως που δεν έχουν καταλάβει [και πώς να το καταλάβουν, αφού ποτέ στην Ελλάδα δεν υπήρχε πολιτική επί των εξωτερικών θεμάτων, αφού πάντα η χώρα ήταν στοιχισμένη πίσω από τις εντολές που έπαιρνε και παίρνει από χώρες – προστάτες], γιατί ανέκαθεν η κινητήριος δύναμη της πολιτικής ζωής της Τουρκίας είναι το Ταουχίντ, όπως στο Ισλάμ ονομάζεται η έννοια του μονοθεϊσμού. Αποτελεί την πλέον θεμελιώδη έννοια αυτής της θρησκείας, [αν και βασική πεποίθηση των μουσουλμάνων είναι ότι το Ισλάμ δεν είναι νέα θρησκεία (μπιντ, σούρα 46,9) την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ αλλά η πρωτογενής θρησκεία, την οποία από καταβολής κόσμου θέσπισε ο Θεός και την έθεσε ως φυσική (φίτρα) θρησκεία στον κόσμο], σύμφωνα με την οποία ο Θεός (Αλλάχ) είναι ένας (wāḥid) και μοναδικός (āḥad).

Γιατί Ισλάμ είναι το τρίπτυχο: ένας Θεός, ένα Κράτος, μια Ούμα (Ummah: η παγκόσμια Ισλαμική κοινότητα). Γενικότερα, κατά την μουσουλμανική παράδοση, ο κόσμος χωρίζεται σε δύο μέρη, τον «Οίκο του Ισλάμ» («Dar al-Islam»), ο οποίος διοικείται από Ισλαμικές Κυβερνήσεις και επικρατεί ο Ισλαμικός Νόμος, και τον «Οίκο του πολέμου» («Dar al-Harb») στον οποίο ανήκει ο υπόλοιπος κόσμος των απίστων. Άρα, μόνο μέσω της σύγκρουσης μπορεί και πρέπει να επικρατήσει η μουσουλμανική κυριαρχία.


Η προσφυγή που διαπιστώνεται στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, το υποκείμενο , όπως θα έλεγε ο Λακάν, επιδιώκει να ανακτήσει «ένα εξιδανικευμένο παρόν, π.χ., την ισλαμική Ούμα, εντός της οποίας επικρατεί τέλεια αρμονία, αδελφική αλληλεγγύη και ηθική αγνότητα».
Στο βιβλίο του «Ισλάμ και Δύση» ο Ιμπραχίμ Καλίν, [αν και είναι πολιτικό και πνευματικό τέκνο του Φετουλάχ Γκιουλέν και του Αχμέτ Νταβούτογλου, άλλαξε στρατόπεδο και είναι εκπρόσωπος της Τουρκικής Προεδρίας και ο εξ απορρήτων άνθρωπος του Ερντογάν.

Φιλοδοξία και εμμονή του Καλίν είναι η μετατροπή της Τουρκίας σε ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου, αφού είναι υπέρ της επιστροφής της Αραβικής γραφής με κατάργηση της λατινικής και στο πρόσωπο του βρήκε ο Ερντογάν αυτόν που δημιούργησε το θεωρητικό υπόβαθρο της πολιτικής του αναθεωρωτισμού. [Βέβαια για να μην τον αδικήσουμε, πατέρες του αναθεωρωτισμού είναι οι Γερμανοί, αφού κατάφεραν πρώτοι να ανατρέψουν τις συνθήκες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου δημιουργώντας έτσι Ιστορικό προηγούμενο], επιχειρεί να δώσει την δική του ιστορική εξήγηση για την επιφυλακτικότητα, ίσως και εχθρότητα της Δύσης για τους μουσουλμάνους Οθωμανούς, χωρίς να αναφέρεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επειδή θέλει να τους βάλει ξανά κάτω από την προστασία του, δημιουργώντας την σύγχρονη Ισλαμική κοινότητα, την νέα Ούμα.


Αναφέρει: «Με τον εκσυγχρονισμό-ιμπεριαλισμό, οι μουσουλμάνοι άρχισαν να εξασθενίζουν έναντι της Δύσης δείχνοντας σύμπλεγμα κατωτερότητας. Οι πρώτες ενδείξεις προήλθαν από τις ήττες στρατιωτικής και πολιτικής προέλευσης, ακολουθούμενες από οικονομική και τελικά πολιτιστική υποχώρηση. Με αυτήν την έννοια, ο μουσουλμανικός εκσυγχρονισμός γεννήθηκε άρρωστος επειδή είχε αφετηρία την αποικιοκρατία και τον νέο ιμπεριαλισμό τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Στη σύγχρονη εποχή, η δυτική αντίληψη για τους μουσουλμάνους είναι μολυσμένη, καθώς περιορίζεται είτε στην αντίδραση πλήρους απόρριψης, είτε γίνεται μεταφυσική εμμονή. Είναι δύσκολο να βρεθεί η περιέργεια, η σύνθεση και η κριτική σκέψη της κλασικής περιόδου».

Στη τελευταία του πρόταση αναπολεί την περίοδο ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή και παραπλανητικά αποφεύγει να αναφερθεί στην στρατιωτική ήττα της Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επειδή ακριβώς μόνο την περίοδο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή και του πατέρα του Γιαβούζ Σουλτάν Σελίμ, [του πρώτου Σουλτάνου που ήταν ταυτόχρονα Χαλίφης, αφού πήρε τον τίτλο μετά την κατάκτηση του Χαλιφάτου των Μαμελούκων της Αιγύπτου το 1517], [χρονιά ορόσημα αφού ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκολλεί της 95 Θέσεις του στον καθεδρικό ναό της Βιτεμβέργης], αναπολούν στην Τουρκική Προεδρία.

Η θέση του Καλίν είναι ότι ο Κεμαλισμός είναι ένα intermezzo, μία πολιτική παρεμβολή ή παρένθεση δηλαδή, στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πρέπει η Τουρκία να ξαναβρεί τον αντίστοιχο ρόλο που είχε επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι μόνο ως στρατιωτική δύναμη αλλά αντίστοιχα ναυτική με κυριαρχία τουλάχιστον στην Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι ο άνθρωπος που έπεισε τον Ερντογάν για την μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, καθιστώντας την ως τρίτο πόλο των ιερών Τεμένων για τους απανταχού Σουνίτες μετά αυτών της Μέκκα και Μεδίνας. Μη ξεχνάμε επίσης ότι ο τίτλος των Οθωμανών Σουλτάνων μέχρι το 1922, ήταν: Χαλίφης, Καίσαρας των Ρωμαίων, Υπηρέτης των δύο Ιερών Προσκυνημάτων της Μέκκα και Μεδίνας [αυτό τον τίτλο κατέχει τώρα ο εκάστοτε βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας], Αμίρ αλ-Μου’μινίν, δηλαδή «Διοικητής των πιστών» ή «ηγέτης των πιστών» και Χαν, τίτλος πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας που προήλθε αρχικά από την κεντρική Ασία, για να χάσουν και τον προσανατολισμό (sic) τους.

Για να το πετύχουν στηρίζονται στο Ίδρυμα Ντιγιανέτ δηλαδή την Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας. Όταν το Ντιγιανέτ, ιδρύθηκε το 1924 από το Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, στη θέση του Σεϊχ ουλ ισλάμη, δηλαδή του ανώτατου θρησκευτικού αρχηγού των Οθωμανών, ο Ατατούρκ, πίστευε ότι η θρησκεία πρέπει να βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κράτους και γι αυτό κατάργησε το Χαλιφάτο, κατ’ απαίτηση κυρίως των Βρετανών. Σήμερα το Ντιγιανέτ εξυπηρετεί τους στόχους του Κράτους του Ερντογάν.

Ο προϋπολογισμός του Ντιγιανέτ αυξάνεται κάθε χρόνο: από 11,5 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες (1,15 δισεκατομμύρια ευρώ) το 2020, σε 14,8 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες (1,48 δισεκατομμύρια ευρώ) για το 2023. Το ποσό αυτό υπερβαίνει κατά πολύ τους προϋπολογισμούς των Υπουργείων Εσωτερικών, Εξωτερικών, Ενέργειας, Πολιτισμού και Τουρισμού, Βιομηχανίας, Περιβάλλοντος και Αστικής Ανάπτυξης/Πολεοδομίας, και Εμπορίου.

Περισσότεροι από 130 χιλιάδες άνθρωποι (ιμάμηδες, στελέχη, διευθυντές κ.λ.π.) εργάζονται σε αυτό. Η θέση κατάταξής του στο Πρωτόκολλο του Κράτους και ο προϋπολογισμός αυτής της Γενικής Διεύθυνσης εξαρτάται άμεσα από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος του Ντιγιανέτ βρίσκεται τώρα στη 12η θέση του κρατικού πρωτοκόλλου, πολύ μπροστά από τους εκλεγμένους βουλευτές, τους δικαστές των Ανώτατων Δικαστηρίων και τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Προηγουμένως το Ντιγιανέτ βρισκόταν στην 52η θέση. Επίσης στα Τίρανα το Ίδρυμα Ντιγιανέτ, για να κατανοηθεί η επιρροή του και εκτόςΤουρκίας, έχει κτίσει το τζαμί Ναμαζγιάσε, που είναι το μεγαλύτερο τζαμί των Βαλκανίων, και τον θεμέλιο λίθο τον έβαλε ο Ερντογάν το 2015.

Αν και το άρθρο 2 του τουρκικού συντάγματος ορίζει ότι η Δημοκρατία της Τουρκίας είναι κράτος δημοκρατικό, λαϊκό και κοινωνικό και διέπεται από τους κανόνες του κράτους δικαίου, στις 5 Αυγούστου 1990 όμως, η Τουρκία, ως ιδρυτικό μέλος από το 1969 της Οργάνωσης της Ισλαμικής Διάσκεψης [μεταξύ των μελών είναι η Αλβανία και το Αζερμπαϊτζάν] και ενεργώντας μέσω του υπουργού εξωτερικών της, υπέγραψε την Διακήρυξη του Καΐρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Ισλάμ. Η εν λόγω διακήρυξη περιέχει αντιφατικές δηλώσεις για την ισότητα και τη μη διάκριση μεταξύ των φύλων, και ορίζει, στο άρθρο 25, ότι η ερμηνεία των άρθρων της θα γίνεται αποκλειστικά με σημείο αναφοράς τον νόμο της Σαρία όπως και εν γένει τα νομικά συστήματα στις ισλαμικές χώρες μέλη.

Επίσης με το ψήφισμα αριθ. 4/31-LEG, το οποίο εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της συνάντησης των υπουργών εξωτερικών της Οργάνωσης της Ισλαμικής Διάσκεψης, η οποία διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη, στις 14-16 Ιουνίου 2004, κατήγγειλε το ψήφισμα της ΕΕ το οποίο καταδίκαζε τον θάνατο διά λιθοβολισμού, καθώς και άλλες αποκαλούμενες απάνθρωπες τιμωρίες, οι οποίες εφαρμόζονται από αρκετές ισλαμικές χώρες κατά την εφαρμογή των κανόνων της σαρία.

Επιπροσθέτως, η Οργάνωση της Ισλαμικής Διάσκεψης προχώρησε μέχρι την απαίτηση «τερματισμού των αδικαιολόγητων εκστρατειών που εξαπολύονται από ορισμένες κυβερνητικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες επικεντρώνονται στο αίτημα για την κατάργηση των θεσπισμένων τιμωριών και άλλων ποινών της σαρία υπό το σύνθημα της «προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Αντιθέτως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 13 Φεβρουαρίου 2003 δήλωσε ότι η σαρία είναι ασυμβίβαστη με τη δημοκρατία (η υπόθεση του Refah Partısı «του Κόμματος της Ευημερίας» και άλλων κατά της Τουρκίας). Σε αυτήν την απόφαση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επικύρωσε την αμφιλεγόμενη απόφαση του Τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου για την αφαίρεση των εντολών τριών βουλευτών, επειδή, μεταξύ άλλων, τάσσονταν υπέρ της σαρία στην Τουρκία, παρά το γεγονός ότι όσον αφορά την Οργάνωση της Ισλαμικής Διάσκεψης, η κυβέρνηση της Τουρκίας συμφώνησε να αποτελεί αυτή τη βάση των αρχών της για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αν και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καθορίσει τους όρους (άρθρο 49) και τις αρχές (άρθρο 6, παράγραφος 1) με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται κάθε χώρα που θέλει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Για την προσχώρηση πρέπει να πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Αυτά τα κριτήρια (γνωστά ως κριτήρια της Κοπεγχάγης) καθιερώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993 και ενδυναμώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης το 1995.

Τα κριτήρια είναι: σταθερότητα των θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα του ανθρώπου και τον σεβασμό και την προστασία των μειονοτήτων λειτουργούσα οικονομία της αγοράς και ικανότητα αντιμετώπισης των ανταγωνιστικών πιέσεων και των δυνάμεων της αγοράς στο πλαίσιο της ΕΕ ικανότητα ανάληψης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τους κανόνες, τα πρότυπα και τις πολιτικές που αποτελούν το σύνολο της νομοθεσίας της ΕΕ (το κεκτημένο) και προσήλωση στους στόχους της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Αυτό όμως που δεν έχει ξεκαθαριστεί κατά τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, κατά πόσο η ιδιότητα της Τουρκίας [όπως και της Αλβανίας αντίστοιχα] ως μέλους ενός διεθνούς οργανισμού ο οποίος βασίζεται στην Ισλάμ και στη σαρία όπως η Οργάνωση της Ισλαμικής Διάσκεψης δηλαδή, θα αποτελέσει εμπόδιο σε σχέση με τα αποκαλούμενα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης ως υποψήφιο μέλος της ΕΕ.

Επίσης μη μας διαφεύγει και το γεγονός της οικονομικής στήριξης που πρόσφερε ο Ερντογάν στο καθεστώς Μόρσι της Αιγύπτου, ως μέρους της στρατηγικής του να επιβληθεί στους απανταχού Σουνίτες. Ήταν αρχές του 2011 όταν ξέσπασαν στο Καϊρό οι διαδηλώσεις της «Αραβικής Άνοιξης» που οδήγησαν στην παραίτηση του H. Mubarak. Στην εξουσία ανέβηκαν τον Ιούλιο 2012 οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι με ηγέτη τον M. Morsi. Στην αρχή η κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας προώθησε μια μετριοπαθή ισλαμική πολιτική και έδειχνε ότι θα σεβαστεί τις συμφωνίες με το Ισραήλ. Όμως πολύ σύντομα αυτή η πολιτική άλλαξε προς αυταρχικές και ακραία ισλαμικές κατευθύνσεις, προκαλώντας αντιδράσεις και μαζικές διαμαρτυρίες που οδήγησαν μετά από παρέμβαση του στρατού σε πτώση την κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων τον Ιούλιο 2013.

«Ο Αλλάχ είναι ο στόχος μας. Το Κοράνι είναι το σύνταγμα. Ο Προφήτης είναι ο ηγέτης μας. Το Jihad είναι ο δρόμος μας. Θάνατος για χάρη του Αλλάχ η επιθυμία μας» είναι το σύνθημα Αδελφών Μουσουλμάνων. Η μελέτη των γεγονότων που συνδέονται με την Αραβική Άνοιξη οδηγεί σε ένα συμπέρασμα. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, [η Αδελφότητα αφού περνάει τις «παιδικές ασθένειες» μίας επαναστατικής οργάνωσης υιοθετεί πριν την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, την λενινιστικού τύπου οργανωτική δομή, όπως εξ άλλου είναι πλέον όλα τα πολιτικά κόμματα και στη Δύση], βρίσκονται πίσω από τις εξεγέρσεις που συγκλονίζουν τον αραβικό κόσμος ενώ κατορθώνουν να καταλάβουν την εξουσία στην Αίγυπτο, την μεγαλύτερη και ισχυρότερη αραβική χώρα.

Εάν συνυπολογίσουμε ότι η Αίγυπτος έχει αναγνωρίσει το Ισραήλ τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική των ΗΠΑ στον Αραβικό κόσμο και την Μ. Ανατολή στα μέσα του 2011 έχει δεχθεί ένα πάρα πολύ σημαντικό πλήγμα από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Είναι ίσως η μεγαλύτερη ήττα των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ (και γι’ αυτό αποσιωπάται), γιατί δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος της δυναμικής που είχε αναπτύξει η Μουσουλμανική Αδελφότητα στις αραβικές κοινωνίες ούτε τον κίνδυνο που εκπροσωπεί για τα αμερικανικά συμφέροντα.

Στην Ελλάδα ορισμένοι πιστεύουν ότι οι αρχές του Διαφωτισμού: δημοκρατία, ελευθερία του λόγου και του Τύπου, ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και επιστημονικός σκεπτικισμός, μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες τις κοινωνίες αλλά αγνοούν ότι αυτές οι αρχές είναι αντιφατικές, επικίνδυνες, χωρίς νόημα στις μουσουλμανικές κοινωνίες.

Δυστυχώς ο μαρξισμός έμεινε στα καθαρά ταξικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, αγνοώντας τα πολιτισμικό και θρησκευτικό υπόβαθρο των κοινωνιών ειδικά εκτός Ευρώπης. Ο Σκώτος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ προλόγισε το έργο του «Πραγματεία της ανθρώπινης φύσης», το 1739, με μια φράση του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου: «Είναι μια σπάνια και καλότυχη εποχή όπου μπορείς να σκέφτεσαι όπως σ’ αρέσει και να λες ό,τι σκέφτεσαι». Έτσι εγκαινίασε μια περίοδο στη Βρετανία όπου οι εύλογες ελευθερίες του κοινού ανθρώπου, περιλαμβανομένης της ελευθερίας να αμφισβητεί την ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων, βρήκαν πεδίο αποδοχής και ισχύος. Το ότι αυτή η αλλαγή συντελέστηκε χωρίς πολλή βία ή έστω έντονη δυσαρέσκεια, υπήρξε ο μεγάλος θρίαμβος της νεώτερης βρετανικής ιστορίας. Η διδασκαλία και το παράδειγμα του Χιουμ επηρέασαν σημαντικά το αμερικανικό Σύνταγμα και μεταγενέστερα Συντάγματα που το μιμήθηκαν.

Για τους Μουσουλμάνους όμως το να ανέχεται κανείς τις γνώμες των άλλων ισοδυναμεί με κατρακύλισμα στην αμαρτία. Η εκτροπή από τους κανόνες που επιβάλλουν τα ιερά κείμενα αποτελεί απειλή για τις ψυχές ολόκληρης της κοινότητας σ’ έναν κόσμο που μπορεί να φτάσει στη συντέλειά του από τη μια μέρα στην άλλη. Για το ορθόδοξο Ισλάμ, η ελευθερία έχει την ίδια σημασία που είχε στη Σκωτία πριν από τον Διαφωτισμό. Είναι η ελευθερία να ασκεί κανείς τα θρησκευτικά του καθήκοντα και να εφαρμόζει τις επιταγές της πίστης του χωρίς παρεμβάσεις, εμπόδια ή προσβολές. Εφόσον το Κοράνι και οι βιογραφικές αφηγήσεις για τον προφήτη Μωάμεθ, γνωστές στο σύνολό τους ως Σούνα, περιγράφουν και θεμελιώνουν ένα ακριβές πρότυπο συμπεριφοράς για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές, η επιθυμία ενός μουσουλμάνου να κάνει, να σκεφτεί, να μιλήσει ή να ψηφίσει όπως του αρέσει δεν είναι ελευθερία, είναι απλούστατα ένα σοβαρό λάθος, μια αμαρτία η οποία απειλεί ολόκληρη την κοινότητα με θεία καταδίκη. Αν το λάθος αυτό το κάνει κάποιος γεννημένος μέσα στη μουσουλμανική πίστη είναι αποστασία που αξίζει να τιμωρηθεί με θάνατο.

Σύγχρονη έκφραση αυτής της αντίληψης, η «φετφά» της θανατικής καταδίκης εναντίον του συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί για το βιβλίο του «Σατανικοί στίχοι» που θεωρήθηκε βλάσφημο για το Ισλάμ που τελικά δεν απέφυγε την απόπειρα δολοφονίας. Η αντιπαλότητα ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αντιλήψεις της ελευθερίας έγινε οξύτερη μετά την έναρξη της αποικιοκρατικής περιόδου. Οι Άραβες πρωτάκουσαν τη λέξη «διαφωτισμός», καθώς και άλλες λέξεις όπως «πολιτική ελευθερία» και «δημοκρατία», από αξιωματικούς του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, στα 1798. Οι λέξεις αυτές, και τα νοήματα που εκφράζουν, ήταν πάντα χρωματισμένες από τον συσχετισμό τους με τη δυτική αποικιοκρατική διείσδυση. Ο Ντέιβιντ Χιουμ έζησε ειρηνικά και με όρους καλής γειτονίας με τους Πρεσβυτεριανούς ιερείς της πατρίδας του και, παρότι επέμενε στον αθεϊσμό του, ποτέ δεν επιδίωξε να προσβάλει ή να υπονομεύσει τα πιστεύω τους. Το να επιδεικνύει κανείς αυτού του είδους την ευγένεια μπορεί να αποτελεί παραβίαση της φυσικής ελευθερίας που επαγγέλθηκε ο Διαφωτισμός. Ωστόσο, η αβροφροσύνη αυτή, όπως είχε πει ο φίλος του Χιουμ, ο Άνταμ Σμιθ, στο έργο του «Ο πλούτος των εθνών», δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά «οικοδόμηση ενδιάμεσων τοίχων ώστε να εμποδίζεται η διάδοση της φωτιάς».

Είναι ακριβώς αυτό που δεν θα καταλάβει η Τουρκία αν και ορισμένοι το πιστεύουν στην Ελλάδα και στην ΕΕ, ότι με όρους καλής γειτονίας θα πάψουν να σκέφτονται όπως τους καθοδηγεί η θρησκεία τους.

Υ.Γ.: Στο κέντρο της Αθήνας έχει διαπιστωθεί ένα περίεργο φαινόμενο που περιγράφεται με τη λέξη μουταβίν (mutaween). Πρόκειται για μια ιδιότυπη ισλαμική αστυνομία που εφαρμόζει τους νόμους της Σαρίας στους μουσουλμάνους της περιοχής.