Το έλλειμμα ηγεσίας του Μητσοτάκη επιδεινώνει την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά – Σε στρατηγική αμηχανία η ΝΔ, χωρίς την παρέμβαση Καραμανλή

Του Γ. Λακόπουλου

Ας δούμε κατ’ αρχάς κάποιες πλευρές της επικαιρότητας:

Πρώτο: Ο Πρωθυπουργός δηλώνει στη γερμανική «Μπιλντ» ότι «δεν φοβάται» θερμό επεισόδιο στο  Αιγαίο.  Αλλά ο υπουργός Άμυνας τον διαψεύδει: δεν το αποκλείει. Προφανώς δεν συνεννοούνται μεταξύ τους.

 Όπως δεν συνεννοούνται και με τον βουλευτή Ευρ. Στυλιανίδη που ζητάει, περιέργως, να διατεθεί το μαξιλάρι των 37 δισεκ. της οικονομίας για αγορά -αμερικανικών προφανώς- όπλων, ώστε ως ο Μητσοτάκης να πάει στον Τραμπ σαν…πελάτης.

Δεύτερο: Ο Κ. Σημίτης γράφει ένα διχαστικό και ψιλοενοχικό άρθρο εναντίον του Κ. Καραμανλή για τα ελληνοτουρκικά. Η ιδιοκτησίας Μαρινάκη εφημερίδα που το φιλοξενεί αναβαθμίζει την επίθεση  με τον τίτλο της.

Αντιδρά ο αρθρογράφος, αλλά όχι και το σύστημα Μητσοτάκη που αφήνει ακάλυπτο  τον προκάτοχ του απέναντι στον πρωθυπουργό της Μαδρίτης και των Ιμίων. Αν δεν παρενέβαινε ο Γ. Κουμουτσάκος ο Σημίτης θα περνούσε ατουφέκιστος.

Τρίτο:  Ο Πρωθυπουργός μετά την αποτυχημένη συνάντηση με τον Ταγίπ Έρντογάν, στην οποία έβαλε απερίσκεπτα όλα τα θέματα στο τραπέζι, εξακολουθεί να κρατά σε απόσταση τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Έχοντας χάσει την αμερικανική υποστήριξη διακινεί την αυταπάτη της «διπλωματικής ήττας» της “απομονωμένης” Τουρκίας και ποντάρει στο σημαδεμένο χαρτί Μακρόν. Αλλά και στον.. «θρυλικό» ναύαρχο από τη Λιβύη που υπόσχεται να καταποντίσει τον τούρκικο στόλο.

Ένα σενάριο τουρκικής έμπνευσης

Ο Πρωθυπουργός μιλάει διαρκώς για την «άκυρη» τουρκο-λυβική συμφωνία, για την οποία η Ντόρα Μπακογιάννη είπε ορθά: “Δεν είναι κενό γράμμα, αλλά μια συμφωνία που υπεγράφη ανάμεσα στην Τουρκία και σε μια κυβέρνηση αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ».

Αυτή τη συμφωνία προφανώς ο Ερντογάν συνήψε για να την αποσύρει την κατάλληλη στιγμή.

Αυτά τα τρία σημεία δείχνουν ίσως άσχετα μεταξύ τους. Θα ήταν αν στον κοινό παρονομαστή δεν υπήρχε μια ανατριχιαστική διαπίστωση: η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει επεξεργασμένη πολιτική στα ελληνοτουρκικά.  

Η ηγετική ομάδα της αδυνατεί να συνδέσει τις παραμέτρους  της συγκυρίας και  αυτό αναδεικνύει ένα πράγμα:  το έλλειμμα ηγεσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού.  

Χρειάσθηκε να παρέμβει ηχηρά ο Καραμανλής για να ανακτήσει η συντηρητική παράταξΗ τα αντανακλαστικά της της απέναντι στον εξ Ανατολών κίνδυνο. Ουσιαστικά ο Καραμανλής έφτιαξε πολιτική για την ΝΔ. Για την κυβέρνηση είναι άλλος αρμόδιος.

Όπως χρειάσθηκε να συνδέσει ο Τσίπρας την κρίση με την σύγκρουση των αγωγών για να αναδειχθεί το διεθνές παιγνίδι στο Αιγαίο.

Απροετοίμαστη η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέναντι στον πραγματικό κίνδυνο ετεροκαθορίζει τη στάση της: το σενάριο στο οποίο παίζει είναι τουρκικής έμπνευσης -όπως επισημαίνουν έμπειροι πολιτικοί και διπλωμάτες.

Αυτό το σενάριο δεν επιδιώκει πλέον την εδαφική επέκταση σε βάρος της Ελλάδας, αλλά την συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο -και θα βρει ακροατήριο όπως είχαν βρει πριν από 25 χρόνια και τα Σκόπια στο θέμα του ονόματος. 

Η εδαφική επέκταση θα είναι προσωρινή και για διαπραγμάτευση. Αν η Τουρκία επιχειρήσει π.χ. την  «κατάληψη» ενός νησιού δεν θα αποσκοπεί στη προσάρτησή του. Θα την αποσύρει για να πετύχει συμφωνία διανομής του ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο.

Δεν πρέπει να υποτιμάται ότι η Τουρκία είναι «βαριά χώρα» και στο πεδίο της ισχύος η Ελλάδα υστερεί. Αλλά επειδή, όπως συνέβαινε πάντα, τον πρώτο λόγο έχει η τουρκική διπλωματία και όχι ο τουρκικός στρατός, η επίδειξΗ της ισχύος της θέλει μια προϋπόθεση: να μην πυροβολήσει πρώτη. Με άλλα λόγια κλιμακώνοντας την ένταση, ποντάρει στο «ατύχημα» που θα προκληθεί από την πλευρά της Ελλάδας.

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό για την Αθήνα το προσδιόρισε η Ντόρα Μπακογιάννη-σε αντιδιαστολή με τις τοποθετήσεις των υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών: η Ελλάδα δεν πρέπει να στρατιωτικοποιήσει την ένταση.

Από τη Μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις  επειδή γνώριζαν ότι «με την Τουρκία δεν κάνεις πόλεμο» πρότασσαν το δόγμα: «δεν διεκδικούμε τίποτε και δεν παραχωρούμε τίποτε». Με την έννοια ότι δεν αναγνωρίζουμε και καμία διαφορά πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.

Το πρόβλημα με τη σημερινή κυβέρνηση είναι ότι ο επικεφαλής της διχάζεται ανάμεσα σ’ αυτό και τον κατευνασμό, στον οποίο τον ωθούν και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού- αλλά και κάποιες φωνές στο εσωτερικό.

Επειδή δεν έχει πολιτική όχι μόνο δεν επιδιώκει, αλλά ίσως ούτε επιθυμεί να διαμορφώσει αρραγές εσωτερικό μέτωπο- πάνω σε μια πολιτική. Αφήνει κενά, όταν δεν τα δημιουργεί κόλας για να καλύψει την αμηχανία του.

Χρειάζεται πολιτική και εθνική συσπείρωση

Αυτή η αμηχανία θα είναι καταστροφή αν απαιτηθούν χειρισμοί σε «θερμό» επεισόδιο. Με δυο άπειρους υπουργούς στα κρίσιμα υπουργεία και μια ομάδα υπαλλήλων στο Μαξίμου, το πρώτο ερώτημα εκείνη τη στιγμή θα είναι η αξιολόγηση του ρίσκου, των κινήσεων. Όχι μόνο διμερώς, αλλά και σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπο στο διεθνή χώρο.

Ποιος θα πάρει τις αποφάσεις; Τα επιτελεία των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, απλώς εισηγούνται. Ο Πρωθυπουργός  αποφασίζει. Αλλά στο προσωπικό  επιτελείο του Μητσοτάκη δεν υπάρχει Μολυβιάτης, ή Χηνοφώτης, που θα τεκμηριώσουν τη μια ή την άλλη επιλογή -πριν υιοθετηθεί πολιτικά.

Εκ των πραγμάτων αυτό κενό μπορεί να καλυφθεί μόνο με τη συνεργασία του Πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης που σημαίνει περισσότερα από τον συμβολισμό της. Σημαίνει καθαρή πολιτική και εθνική συσπείρωση.

Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση μένει χωρίς εξήγηση. Αν δεν παραπέμπει σε αντίστοιχες συμπεριφορές του Γ. Παπανδρέου την περίοδο 2009-10, που του επέτρεψαν να πάρει αποφάσεις για τις οποίες δεν είχε εντολή.