Το ΑΠ, η ελευθερία της κριτικής, ο Τσίπρας και οι άλλοι

Του Γ. Λακόπουλου

Μια από τις αρχές της δημοσιογραφίας ορίζει ότι ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να είναι ο ίδιος είδηση.  Με πρακτικό τρόπο οι παλιοί δημοσιογράφου μας μάθαιναν ότι ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να γίνεται μέρος του θέματος που πραγματεύεται.

Χωρίς να το θέλω ή να το επιδιώκω βρέθηκα να μου συμβαίνουν και τα δυο, με αφορμή την κριτική που άσκησα στον -άγνωστό μου σε προσωπικό επίπεδο- γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Πάνο Σκουρλέτη.

Στην αρχή πληροφορήθηκα ότι πρόκειται για «στοχοποίηση» του Σκουρλέτη από το περιβάλλον του Τσίπρα. Κάποιοι  Συριζαίοι το απέδιδαν στον ίδιο τον Τσίπρα. Έχουν τόσο καλή γνώμη για τον αρχηγό τους ώστε διακινούσαν ότι φωνάζει δημοσιογράφους και τους αναθέτει να γράφουν εναντίον στελεχών του κόμματός του.

Σε μια παραλλαγή της αυτή η θεωρία χρέωνε την παρακίνηση μου στον Νίκο Παππά και όταν άσκησα αντίστοιχη κριτική στον ίδιο, επέστρεψε το σενάριο του Τσίπρα που «κρύβεται» πίσω από όλα αυτά.

Σε διάφορα ΜΜΕ διάβασα ότι η κριτική του στον γραμματέα ήταν «άνευ προηγουμένου επίθεση», ότι «απηχώ απόψεις του Τσίπρα», ότι -δίκην  μομφής- έχω «θετική γνώμη γι’ αυτόν», ότι οργάνωσα ένα «κτύπημα που δεν είναι άσχετο με τις διαθέσεις του Τσίπρα απέναντι στο γραμματέα του κόμματος» και ότι «ο γνωστός για τις σχέσεις του με το περιβάλλον Τσίπρα αρθρογράφος βάζει στο στόχαστρο τον πρώην υπουργό».

Όλα αυτά για ένα απλό άρθρο που έλεγε μάλλον τα αυτονόητα. Όταν ένα κόμμα παίρνει  32%, αλλά μόλις έξι δημάρχους δεν μπορεί παρά να κάνει την αυτοκριτική του ο γραμματέας και εισηγητής του νόμου διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών.

Λίγοι ξέφυγαν από αυτή την συνωμοσιολογική ανάγνωση -όπως το «Βήμα».  Άφησα να τρέξει λίγο ο χρόνος και να σταματήσουν τα γέλια, -αλλά και η απογοήτευση, αν όχι αποστροφή σε κάποιες περιπτώσεις- που μου προκάλεσαν όλα αυτά που δείχνουν την προχειρότητα της δημοσιογραφίας και τη σκοπιμότητα της πολιτικής.

Δεν απηχώ τις απόψεις ούτε του Τσίπρα, ούτε οποιουδήποτε άλλου πολιτικού. Γράφω τη γνώμη μου και με αυτή την έννοια διατύπωσα πολλές φορές τη θέση ότι τα πιο ενδιαφέροντα πρόσωπα του δημοσίου βίου τα τελευταία χρόνια είναι ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κώστας Καραμανλής και εξήγησα γιατί έχω αυτή τη γνώμη.

Δεν δίνω σημασία αν ένας περιθωριακός λέει ότι είμαι “γενίτσαρος του Καραμανλισμού” ή ένας άλλος στον οποίο δεν θα έδινα ούτε το χέρι μου με λέει «μισθοφόρο» του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως θα έλεγε ο Σαββόπουλος: “Απόπειρα εναντίον μου με μαχαίρι. Χτύπαγε τον αέρα, δεν ήμουν εκεί. Τον συγχωρώ».

Αναγκάζομαι όμως να επαναλάβω ότι δεν έχω καμία απολύτως σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε με κανένα απολύτως από τα στελέχη του.  Ως  κοντοχωριανός μου ο Αλέξης Τσίπρας μου κάνει κατά καιρούς την τιμή να συζητεί μαζί μου και σ’ αυτές τις συζητήσεις περισσότερο μιλάω εγώ παρά ο ίδιος.

Εκτιμώ ιδιαίτερα την σπιρτάδα και τη διαδρομή του και θεωρώ ότι η ήττα του από έναν κληρονόμο υπήρξε οπισθοχώρηση  για την πολιτική.

Από εκεί και πέρα ουδέν. Για να μην αναφέρω ότι το Α.Π. παρότι -με τη δική μου αρθρογραφία τουλάχιστον- στηρίζει τον πρώην Πρωθυπουργό τα τελευταία χρόνια – για λόγους που έχω εξηγήσει- είναι η μόνη γνωστή ιστοσελίδα που δεν πήρε ούτε μια διαφημιστική καταχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες διαδοχικές εκλογές. Ούτε ζήτησε άλλωστε.

Με τον Πάνο Σκουρλέτη δεν έχω μιλήσει ποτέ. Δεν έχω ιδέα πώς σκέφτεται. Διατύπωσα μια γνώμη για την θητεία του, την οποία από ό,τι διαπίστωσα εκμεταλλεύτηκε για να εμφανισθεί ως δεχόμενος επίθεση και να ισχυροποιήσει τη θέση του. Δικαίωμά μου.

Πέρα από εκεί αν ο Τσίπρας ή ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι ο Σκουρλέτης είναι επιτυχημένος γραμματέας,  εμένα δεν μου πέφτει λόγος.

Θα λέω όμως πάντα ότι στην πολιτική η ευθύνη είναι αντικειμενική. Είτε πρόκειται για τις εκλογές, είτε για το Μάτι και το Σάμινα, είτε για ανάρμοστες σχέσεις με οικονομικούς παράγοντες.

Αγνοώ από ποιον δέχεται επίθεση ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ την υπεράσπισή του οποίου ζήτησε ο πρόεδρός του κόμματος, όπως εγράφη.

Πάντως όχι από εμένα που δεν επιτίθεμαι σε κανέναν, ούτε υπερασπίζομαι κανέναν. Λέω -με ευπρέπεια πιστεύω- αυτό που θέλω να πω για θέματα και πρόσωπα. Ως  πολίτης. Δεν είναι η δουλειά μου, δεν ζω από αυτό, δεν έχω εργοδότη και δεν επιδιώκω τίποτε.

Ως συνταξιούχος από το 2015 -χωρίς κανένα άλλο εισόδημα- τοποθετούμαι από το ΑΠ -ή από όποιο άλλο μέσο μου ζητηθεί. Δεν υπόκειμαι σε καταναγκασμούς και βάζω την ελευθερία του λόγου πάνω από  όλα. Και φυσικά  δεν απολογούμαι και σε κανέναν, πλην των περιπτώσεων που έχω κάνει λάθος.

Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Π.χ. στη μια παράταξη θαύμαζα τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά δεν ήθελα ως πολιτικός να έχει το δικό του τέλος.

Αναγνώριζα ως προσωπικότητα τον Κώστα Σημίτη, αλλά δεν μπορούσα να κάνω ότι δεν έβλεπα όσα συνέβαιναν επί των ημερών του.

Ξέρω καλά τον Γ. Παπανδρέου και τις εμπροσθοβαρείς αντιλήψεις του, αλλά δεν παραβλέπω ότι πήρε αποφάσεις για τις οποίες δεν είχε εξουσιοδότηση ή ότι διέσπασε το κόμμα που τον έκανε πρωθυπουργό.

Για την άλλη παράταξη αντιλαμβάνονται τις ευθύνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην στρεβλή οικοδόμηση της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά δεν μπορώ να μην του πιστώσω ότι άλλαξε τη μοίρα της με την επιλογή της ΕΟΚ.

Συμφώνησα με την αποτυχία των κυβερνήσεων του νεώτερου Καραμανλή, αλλά δεν ήταν δυνατό να μην αναγνωρίσω το ξεμπρόστιασμα των «νταβατζήδων», ως πηγή της κακοδαιμονίας .

Διακρίνω την ισχυρή βούληση και την ευπρεπή ανατροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά δεν μπορεί να βλέπω πού οδηγεί η πολιτική του. Ακόμη, ακόμη, αποδέχομαι τη σαρωτική εξέλιξη του Άδωνι Γεωργιάδη, αλλά δεν αντέχω το ύφος της δημόσιας παρουσίας του.’

Σε ό,τι αφορά τον Τσίπρα διακρίνω τις αντινομίες του, αλλά δεν παραβλέπω τα πολιτικά προσόντα του και την ικανότητα του να διορθώνει τα λάθη του -που του επέτρεψε να κυλήσει μπροστά τον τροχό της χώρας όσο κυβερνούσε με θεούς και δαίμονες απέναντι.

Και στην τρέχουσα συγκυρία δεν κάνω τίποτε περισσότερο από το να επιμένω στην ανάγκη, στην πεποίθησή μου, για την ανασυγκρότηση της Προοδευτικής Παράταξης με επικεφαλής τον Τσίπρα. Βλέπει κανείς κανέναν καλύτερο;

Δεν ανήκω σ’ αυτούς που γράφουν καθ’ υπόδειξη και όποιος νομίζει ότι θα μου υπαγόρευε ένας πολιτικός πώς να αντιμετωπίσω έναν άλλον δεν έχει παρά να ρωτήσει.

Λυπάμαι όταν διαπιστώνω ότι νέοι δημοσιογράφοι αντί να αγωνιστούν για ελευθερία στη δουλειά τους, για να ανακτήσουν  την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, αντιγράφουν όσα έκαναν τη δημοσιογραφία κακόφημο επάγγελμα και θεωρούν φυσική κατάσταση τις έξωθεν επιρροές, τις προσωπικές ιδιοτέλειες και την εξάρτηση από συμφέροντα και κόμματα.

Ο καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του για τα γραπτά μου και για εμένα προσωπικά. Καλοδεχούμενες οι επικρίσεις και η αποδοκιμασία. Αλλά, παρότι το δοκίμασα, δυσκολεύομαι να τα παρατήσω.