Το Κινάλ ή ΠΑΣΟΚ, η προοπτική “δημοκρατικής διακυβέρνησης” και το αδιέξοδο της “πολιτικής αυτονομίας” ενός κόμματος που δεν ξέρει ούτε πώς το λένε

Του Νίκου Λακόπουλου

Με το 2021 να εκπνέει η Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα μεταβατική εποχή μετά από μια δεκαετία που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Η πολιτική ανατροπή που οδήγησε στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και ένα κόμμα της Αριστεράς στην κυβέρνηση οδήγησε στην παλινόρθωση του παλιού συστήματος με μια κυβέρνηση Μητσοτάκη που περιλαμβάνει στελέχη της Ακροδεξιάς σε υπουργικές θέσεις.

Από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ -σε μια εποχή που το 45% των ψηφοφόρων ψήφιζαν κόμματα της Αριστεράς, κόμματα-κατασκηνώσεις που έφυγαν όπως ήρθαν όταν ψ΄ήφιζες ένα κόμμα και έπαιρνες ένα δεύτερο ή και τρίτο ως δώρο φτάσαμε στην επιστροφή μιας αποενοχοποιημένης Δεξιάς που κόβει και ράβει την Ιστορία στα μέτρα της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως έφερε τα μνημόνια, κατέστρεψε την μεσαία τάξη που υπερφορολόγησε, παρέδωσε μια Ελ΄λάδα κατεστραμμενη. Κι ο Μητσοτάκης επαναφέρει τη χώρα στην “ανάπτυξη” με “μεταρρυθμίσεις” που θα ζήλευε ένα αυταρχικό καθεστώς -χωρίς καμμιά κοινωνική αντίδραση.

Η Νέα Δημοκρατία χάνει πια σε εκλογική επιρροή, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία δεν καρπώνεται την φθορά σε ένα φαινόμενο όπου η κυβέρνηση γίνεται αντιπαθής, αλλά η αξιωματική αντιπολίτευση είναι περισσότερο αντιπαθής.

Το ερώτημα τίθεται πλέον απερίφραστα: θα ξανασχηματίσει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ; Mε άλλα λόγια, υπάρχει η προοπτική “προοδευτικής διακυβέρνησης” ή θα οδηγηθούμε σε μια περίοδο συγκυβερνήσεων στις οποίες δεν θα περιλαμβάνεται το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα;

Το ερώτημα αυτό με άλλη διατύπωση αφορά κυρίως την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ με νέο πακέτο και ηγέτη, την εκλογική του επίδοση και κυρίως την πολιτική ταυτότητα: η άρνηση του να ανοίξει ένα διάλογο για την προοπτική μιας δημοκρατικής συγκυβέρνησης οδηγεί σε μια κυβερνητική συνεργασία με το κόμμα του Μητσοτάκη.

Η προοπτική “δημοκρατικής διακυβέρνησης”

To βασικό ερώτημα τελικά δεν είναι αν θα ανέβει η εκλογική επιρροή του Κινάλ- ΠΑΣΟΚ -αν θα στερήσει μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ ή και από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά αν ο συσχετισμός Δεξιάς – Δημοκρατικής Παράταξης αλλάζει υπέρ μιας “δημοκρατικής διακυβέρνησης”.

Η προοπτική αυτή απαιτεί ένα ποσοστό 47% για τα κόμματα της δημοκρατικής παράταξης -που θα συνεργαστούν για μια τέτοια κυβέρνηση. H άνοδος του Κινάλ -που θα ξαναγίνει ΠΑΣΟΚ- σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν οδηγεί σε μια προοπτική και η συγκυβέρνηση ΄Νέας Δημοκρατίας -Κινάλ μοιάζει μονόδρομος.

Μια τέτοια συγκυβέρνηση ωστόσο, πέρα από μια ανατροπή της ιστορίας ενός κόμματος που γεννήθηκε ως αντιδεξιό, θα σημάνει το τέλος του με συρρίκνωση ή διάσπαση και την αυτόματη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία σε ποσοστά που θα του επιτρέψουν να διεκδικήσει την κυβέρνηση.

Υπάρχει βέβαια και η φαντασίωση στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι τρίτο κόμμα και το νέο ΠΑΣΟΚ θα περάσει στην δεύτερη θέση και γιατί όχι και στην πρώτη. Αν ένα κόμμα μπορεί να πάει από το 48% στο 4% ή από το 3% στο 36% γιατί να μην μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο;

Μια τέτοια προοπτική προϋποθέτει πως ο βασικός αντίπαλος του νέου ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η πρόκληση για τον Νίκο Ανδρουλάκη είναι μεγάλη: δεν είναι μόνο πως ορισμένες δημοσκοπήσεις φέρνουν το κόμμα-φάντασμα στο 15%, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τον ΣΥΡΙΖΑ με λίγες μον΄άδες να τους χωρίζουν.

Κι όλα αυτά πριν έρθει η “ανανέωση” όπου ο ηγέτης φτιάχνει την ομάδα της νίκης -πίσω δεξι΄ά ο Σκανδαλίδης, μπροστά ο Κατρίνης και άλλες θεαματικές αλλαγές με πρώτη την επιστροφή του Βενιζέλου, όπως διαφαίνεται.

Άλλωστε ο τελευταίος που οδήγησε το κόμμα του στο 4% ήταν ο μεγάλος στρατηγός της τακτικής -για “στρατηγική νίκη” του ΣΥΡΙΖΑ- πως όταν χάνουμε από αριστερά, στρίβουμε το κόμμα προς τα δεξιά και θυμόμαστε πως ανάμεσα στους ηγέτες της παράταξης ήταν ο …Πλαστήρας.

Κέντροαριστερά χωρίς Αριστερά

Ο μόνος δρόμος για ένα ισχυρό κόμμα -έστω της σοσιαλδημοκρατίας- δεν είναι η “πολιτική αυτονομία” που οδηγεί σε μια άγευστη ή νερόβραστη πολιτική εξαφάνισης είναι μια επιστροφή σε ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα -που δεν μπορεί να έχει πολιτική “αυτονομίας” και ίσων αποστάσεων.

Λίγο από δω, λίγο από κει -πάντα “κεντροαριστερά” -μη μας χαρακτηρίσουν δεξιούς ή αριστερούς υπάρχει μόνο το κενό στο οποίο έπεσε το Ποτάμι και παλιότερα το ΚΟΔΗΣΟ του Πεσμαζόγλου.

Η βασική λ΄έξη στον όρο “κεντροαριστερά” είναι η λέξη αριστερά όταν σημαίνει σημαίνει κέντρο+αριστερά κι όχι ούτε κέντρο, ούτε αριστερά. Υπάρχουν κόμματα αριστερά ή δεξιά, σοσιαλιστικά ή συντηρητικά, φιλελεύθερα, οικολογικά ή κομμουνιστικά.

Για κάποιο λόγο στην Ελλάδα δεν ευδοκίμησαν κόμματα σοσιαλδημοκρατικά -που θα μπορούσαν να συνεργασθο΄υν με φιλελεύθερους και οικολόγους -που επίσης δεν υπάρχουν.

Ένα κόμμα χωρίς ιδεολογικό πυρήνα και κοινωνικές αναφορές μπορεί να είναι ευχάριστο για τις δημοσκοπήσεις, αλλά εξαφανίζεται όταν πρέπει να απαντήσει σε κρίσιμες πολιτικές επιλογές με θέσεις κι όχι συνθήματα όπως “πάμε μπροστά”, “να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας” κι άλλα φληναφήματα.

“Η Παράταξη ξανάρχεται” λέει ο νέος πρόεδρος ενός κόμματος που δεν ξέρει καν ποιο είναι το όνομά του. Η Παράταξη όμως ήταν πάντα εδώ γιατί τα κόμματα είναι που ανθούν, αρρωσταίνουν και τελικά πεθαίνουν.

Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου φαίνεται πως το θυμούνται πολλοί, το Κινάλ όχι. Το θέμα είναι αν θυμάται κανείς πως υπήρξε κάποτε ένα κόμμα με ηγέτη κάποιον “νέο” που τον έλεγαν Νίκο Ανδρουλάκη -που τον ρωτάνε τι θα κάνει και απαντά: “Δεν γνωρίζω, δεν απαντώ”.