Το κυβερνητικό στραπάτσο με την αμαρτωλή «λίστα Πέτσα», το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ, η αλληλογραφία ΕΣΗΕΑ-Σκουρλέτη και κάποιες περίεργες θεωρίες για την ενημέρωση και τα ΜΜΕ

Του Γ. Λακόπουλου

Να αρχίσουμε από την ουσία: το σκάνδαλο  της «λίστας Πέτσα» συνιστά κορύφωση της κυβερνητικής φαυλότητας. Πλήττει κυρίως τον κρυπτόμενο Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη- που δείχνει αδύναμος να αντιδράσει. Προφανώς γιατί στην ούγια του σκανδάλου υπάρχουν ονόματα από το Μέγαρο Μαξίμου.

Αυτό το στραπάτσο είναι η πρώτη μεγάλη νίκη του Τσίπρα απέναντι στον Μητσοτάκη και δεν θεραπεύεται. Αντίθετα μπορεί να εξελιχθεί σε πανωλεθρία που θα οδηγήσει κάποιους σε εξεταστική επιτροπή και στη Δικαιοσύνη, αν όπως φημολογείται κατασκευάζεται μια νέα λίστα με ψευδή στοιχεία. 

Αλλιώς γιατί να μην αναρτήσουν εξ αρχής τα ποσά στη Διαύγεια ή να μην δώσουν έστω τώρα τη λίστα;

Στο απέναντι μπαλκόνι οι Συριζαίοι αποκαλύπτουν τη σύγχυση που τους διακρίνει στο θέμα της ενημέρωσης και των ΜΜΕ. Η καθυστερημένη απάντηση που έστειλε στην ΕΣΗΕΑ ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης-για το σποτ και παλιότερη πρόσκλησή  της –  έκανε χειρότερα τα πράγματα.

Λέει ο Σκουρλέτης: «Σε καμία περίπτωση δεν είχαμε την πρόθεση να προσβάλλουμε τον δημοσιογραφικό κόσμο με το συγκεκριμένο video. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι η πλειοψηφία των δημοσιογράφων είναι αδύνατο να ταυτιστεί με ό,τι αντιπροσωπεύει η μορφή που πρωταγωνιστεί σε αυτό».

Αλλά στο διαβόητο σποτ η πρωταγωνίστρια δεν υποδύεται καμία «μορφή» που λέει ο γραμματέας.  Υποδύεται δημοσιογράφο, που της ρίχνουν λεφτά και λιγώνεται με τον «Μωυσή», όπως λέει Πρωθυπουργό.

 Τι ήθος, τι ύφος, τι χιούμορ. Ξεκαρδιστήκαμε. Ευτυχώς που στην αξιωματική αντιπολίτευση υπήρξαν άνθρωποι που κατάλαβαν ότι αυτό το κατασκεύασμα ήταν κακόγουστο και φτηνιάρικο. Δεν πρόσβαλε μόνο τους δημοσιογράφους, αλλά και την αισθητική του  κοινού.

 Η ευθύνη του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην αδυναμία να κατανοήσει ότι η προβολή αυτού του σποτ ήταν πολιτικό λάθος για το κόμμα του και μόνο τους αντιπάλους του εξυπηρετούσε.

 Αν κάποιοι νομίζουν ότι το «επικρότησε το κοινό», το επόμενο να το αναθέσουν στην Πάνια.

Πού πήγαν τα λεφτά;

Για τους δημοσιογράφους μπορούμε να πούμε τα μύρια όσα. Δεν θεωρείται τυχαία από πολλούς… κακόφημο επάγγελμα. Αλλά το σκάνδαλο Πέτσα δεν τους αφορά και συνεπώς το σποτ αποπροσανατόλιζε.

Ομοίως και η επιστολή Σκουρλέτη. Δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι τα 20 εκατομμύρια ευρώ -της  καμπάνιας για τον κορονοϊό – ΔΕΝ πήγε στους δημοσιογράφους, αλλά στους ιδιοκτήτες των μέσων.

 Αυτοί πήραν τα λεφτά, αυτοί έχουν σχέσεις κάτω από το τραπέζι με την κυβέρνηση- και τα κόμματα γενικά- και αυτοί επιβάλουν τι θα γράψουν οι δημοσιογράφοι τους -ασκώντας τους εκβιασμό με το φόβητρο της ανεργίας. 

Ότι πολλοί δημοσιογράφοι νταραβερίζονται με τις εξουσίες, είναι άλλη υπόθεση.

Η άλλη πλευρά του σκανδάλου

Ο γραμματέας αναφέρει τη «διάθεση δημόσιου χρήματος σε ΜΜΕ με αδιαφανείς όρους», από την κυβέρνηση ως «σχέδιο χρησιμοποίησης ΜΜΕ για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης» και μιλάει για «μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο».

Σωστό. Όμως αυτό είναι το μισό σκάνδαλο. Το άλλο μισό έχει δυο σκέλη:

Το ένα το ανέδειξε σύσσωμη η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ ζητώντας εξηγήσεις για την παράλειψη της εφημερίδας  Documento. Από εκεί ξεκίνησε η ανάδειξη του σκανδάλου. Δεν είναι παράδοξο ότι στην επιστολή Σκουρλέτη δεν αναφέρεται;

 Το δεύτερο σκέλος είναι πως η κυβέρνηση ομολόγησε, δια του εκπροσώπου της, ότι χρησιμοποιεί ως κριτήριο διάθεσης δημοσίου χρήματος το περιεχόμενο ενός μέσου– του Documento, εν προκειμένω.

 Ίσως αυτή είναι η πιο κρίσιμη πλευρά. Είναι χειρότερο από λογοκρισία: είναι εκβιασμός. Αλλά ο γραμματέας το παραβλέπει.  

Εργοδότες και εργαζόμενοι

Στην επιστολή αναφέρεται γενικά ως «στρέβλωση» ότι δίπλα στους εργάτες του δημοσιογραφικού μόχθου” –τι σαχλή  διατύπωση!- υπάρχουν «κάποιοι  μεγαλοδημοσιογράφοι με «επιχειρηματική» αντίληψη, η οποία συχνά υπερισχύει της δημοσιογραφικής τους ιδιότητας».

Δεν υπάρχουν «μεγαλοδημοσιογράφοι». Υπάρχουν πρώην δημοσιογράφοι που είναι πλέον ιδιοκτήτες ΜΜΕ. Δηλαδή επιχειρηματίες και εργοδότες- στυγνοί σε κάποιες περιπτώσεις.

Ότι εμφανίζονται ως «δημοσιογράφοι» αποτελεί απλώς  σκοτεινή σελίδα για τους επαγγελματικούς φορείς των δημοσιογράφων που το ανέχονται.

Κατά τα λοιπά η «στρέβλωση» στην ενημέρωση -που λέει η επιστολή, δεν προέρχεται μόνο από αυτούς. Προέρχεται και από τους δημοσιογράφους που λειτουργούν για λογαριασμό κομμάτων. Εξαιρούνται οι εργαζόμενοι -σε  επίσημα κομματικά όργανα.

Ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στην «υπόθεση της πολυφωνίας στην ενημέρωση και την ενίσχυση των ΜΜΕ για την εξασφάλιση της πλουραλιστικής, δημοκρατικής ενημέρωσης των πολιτών».  

 Τι σημαίνει «δημοκρατική ενημέρωση» ακριβώς; Αντιλαμβάνεται ότι ο χώρος των ΜΜΕ δεν είναι ενιαίος  και η λειτουργία τους δεν υπόκειται στους ίδιους κανόνες;

Ποιος κρίνει τα ΜΜΕ

Ο Τύπος είναι ελεύθερος. Ουδείς δικαιούται να επιβάλει κανέναν πλουραλισμό σε μια εφημερίδα ή σε ένα περιοδικό. Όποιος θέλει εκδίδει όσα έντυπα θέλει και υποστηρίζει όποιον θέλει ή επικρίνει όποιον δεν του αρέσει. Γούστο του και καπέλο του. 

Κανείς δεν επιτρέπεται να τον υποχρεώσει να είναι «αντικειμενικός» και «πολυφωνικός». Οι μόνοι που έχουν λόγο είναι οι αναγνώστες  -αποφασίζουν καθημερινά  για την τύχη των μέσων -και η τσέπη του  ιδιοκτήτη. Κανείς άλλος.  

Αν με τον όρο «πολυφωνία» εννοούμε να υπάρχουν ΜΜΕ με διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό, είναι ευπρόσδεκτο. Αλλά δεν νοείται να επιβληθεί δια νόμου ή με παρέμβαση της Πολιτείας. 

Υπάρχουν ιδιοκτήτες συγκροτημάτων που σκίζονται αποκλειστικά για την κυβέρνηση. Ουδείς εμποδίζει άλλους ιδιοκτήτες να σκίζονται για την αντιπολίτευση.

Το ίδιο ισχύει με τα «ιντερνετικά» ΜΜΕ. Ο καθένας μπορεί να έχει μια ιστοσελίδα και να ασκεί όποια πολιτική θέλει. Οφείλει μόνο να κάνει γνωστή την ταυτότητά του και να τηρεί το νόμο.

Η δημοσιογραφική δεοντολογία αφορά τους δημοσιογράφους, όχι τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ. Και σε κάθε περίπτωση η εκάστοτε κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει λόγο στο περιεχόμενο του τύπου ή ενός «ιντερνετικού» μέσου.

Οι κανόνες στη ραδιοτηλεόραση

Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο είναι άλλη υπόθεση, επειδή κάνουν χρήση  δημόσιας συχνότητας, δηλαδή περιουσίας του ελληνικού λαού.

Συνεπώς πρέπει να καταβάλουν αντίτιμο στον ιδιοκτήτη και να τηρούν αναλογίες στον τομέα της πολιτικής ενημέρωσης, ώστε κατά τεκμήριο να καλύπτουν το σύνολο του λαού. Τυπικές αναλογίες στην ειδησεογραφία και τις εκπομπές πολιτικού περιεχομένου.  Η πολιτική γραμμή είναι δικαίωμά τους.

Γι’ αυτό υπάρχει σχετική νομοθεσία και το ΕΣΡ ως εποπτικό όργανο εφαρμογής της.

Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν αφήσει απροστάτευτη τη συγκεκριμένη περιουσία του λαού και τη λυμαίνονταν  διάφοροι, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη νομιμοποίηση του τηλεοπτικού τοπίου που πιστώνεται, χρησιμοποίησε το ανατριχιαστικό κριτήριο:  «Όποιος έχει γερό πορτοφόλι παίρνει κανάλι».

Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι η έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» των ΜΜΕ  -πάλι για τους ιδιοκτήτες μιλάμε- έχει πολλές πλευρές και χρειάζεται περίσκεψη.

Κρατική δημοσιογραφία;

Το κράτος δεν έχει κανένα δικαίωμα ανάμειξης στην ενημέρωση και η ενίσχυση των επιχειρήσεων ενημέρωσης μόνο ως στήριξη των εργαζομένων νοείται.

Η βιωσιμότητα εξασφαλίζεται από την απήχηση του μέσου. Αν την αναλάβει το κράτος θα πάμε στην… κρατική δημοσιογραφία. Αν το κράτος πληρώνει  θα βάζει και τους όρους. 

 Όπως δεν μπορεί η κυβέρνηση να διαθέσει δημόσιο χρήμα για να εξαγοράζει την στήριξη των μέσων, έτσι δεν νοείται να επιβάλλεται σε ένα μέσο να είναι πολυφωνικό. Θα είναι ό,τι θέλει.

Εξαίρεση νοείται μόνο στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ στα οποία η κοινωνία μετέχει ως εταίρος και συνεπώς η Πολιτεία οφείλει να προστατεύει τα συμφέροντά της. Κυρίως με την αναλογική ειδησεογραφική κάλυψη των κομμάτων  -δεδομένου ότι η επιρροή τους στην κοινωνία είναι καταμετρημένη -και  τους κανόνες στην προστασία γενικών κοινωνικών αγαθών. Τίποτε άλλο.

Σε κάθε περίπτωση η ελευθερία είναι ιερή και απεριόριστη στην ενημέρωση. Ο καθένας μπορεί να δίνει στο μέσο που του ανήκει όποιο περιεχόμενο θέλει. Τα υπόλοιπα είναι θέματα των πολιτών και του νόμου.