Το μέσα μου σκουλήκι

ΒΛΑΣΗΣ ΚΑΝΙΑΡΗΣ
Του Ιωάννη Δαμίγου

Πάντα μ’ έτρωγε το μέσα μου σκουλήκι, το ένοιωθα λες να σκαλίζει,τα σωθικά μου, να μην μ’ αφήνει να ξεχαστώ σαν τους πολλούς. Να είμαι απλά αδιάφορος ήθελα αν όχι χαρούμενος, να βλέπω τα μέτρια ως ωραία και να βολεύομαι μαζί με τους άλλους, τους χωρίς λόγο ευτυχείς. Να περιμένω το Σαββατοκύριακο να διασκεδάσω, μια γιορτή να ξεφαντώσω, χωρίς ένα κράτημα, χωρίς μια σκέψη και να αποδεχτώ το γελοίο ως αστείο και το πονηρό ως έξυπνο.

Εκεί που πάω να τα καταφέρω, την στιγμή της υποχώρησης της λογικής, την για λίγο, να η αιφνίδια κίνηση, σαν βάρβαρος ήχος από ξυπνητήρι, του σκουληκιού του μέσα μου, του παντού, στην καρδιά, στην ψυχή και στου μυαλού μου, ο εφιάλτης. Από τα μικράτα μου το είχα καταλάβει,πως είχα μπλέξει μαζί του άσκημα, από τότε αισθανόμουν πως όχι μόνο κοίταζα, αλλά έβλεπα, πέρα από το είδωλο, σαν μέσα από πρίσμα έβλεπα χρώμα όταν οι άλλοι, οι φίλοι μου έπιαναν την σκουριά. Τις στιγμές εκείνες, το μέσα μου σκουλήκι με άφηνε να χάνομαι ελεύθερος στο δύσκολα ορατό της καλαισθησίας, δεν κουνιόταν να μην με συνεφέρει, να μην διακόψει, διάολε, θαρρείς πως ένοιωθε την μέθη μου. Άλλες πάλι γινόταν φορτικό και επίμονο, καθώς με έβρισκε λάσκα, απλά να ρεμβάζω. Εκνευριζόμουν που λειτουργούσε πιεστικά και με παρέσυρε να επαγρυπνώ, χωρίς λόγο νόμιζα, παιδί, παιδική δικαιολογία.

Μεγάλωνα πέρναγε ο καιρός και μεγάλωνε και το μέσα μου σκουλήκι ασκώντας όλο και πιο πολύ την επιρροή του,που την συνήθισα και άρχισα να εθίζομαι ακούσια στο να βλέπω, να ακούω και να αισθάνομαι,να νοιώθω και να διακρίνω, κάθε φορά στο παραπάνω, το απαγορευμένο, το επικίνδυνο και το άγνωστο. Το αντίθετο του κοινού, του κατεστημένου, του ίδιου στείρου, το προβλέψιμο, μα το της έκπληξης, το αναπάντεχο, το μη μετρήσιμο σε πόντους, σε μέτρα και κιλά. Μα σε αυτό που ερχόταν, το στημένο και έτοιμο, το σχεδιασμένο ύπουλα με χώρο για τους πολλούς, στα μικρά τετραγωνικά τους, ίσα να χωράνε, πιέζοντας ο ένας τον άλλον.

Υπάκουοι σαν στοιβαγμένοι. Τους το’ λεγα, τους το  έδειχνα, και χόρευε το μέσα μου σκουλήκι, σαν να’ θελε έξω να βγει και να κόψει τα χέρια, να μου βουλώσει το στόμα και σταματούσα, Ήδη με χλεύαζαν, ήταν αργά, αργά γι αυτούς και δεν το ήξεραν ακόμα. Δεν το κατάλαβαν ακόμα κι όταν έσπασαν το γυάλινο όνειρό τους σε μετωπική παραβιάζοντας το φανάρι της αλήθειας. Με το μέσα μου σκουλήκι να αντιδρά στην ιδιοτελή ικανοποίησή μου, την ελαττωματική, την απαίδευτα ενστικτώδη. Το σκουλήκι το μέσα μου, να μου επιβάλλει πως, πρώτος εγώ αδαής, να συνυπάρχω με τους άλλους αδαείς πρέπει, άλλο να μην τους παίρνω σοβαρά.

Κάποιος άλλος ίσως γελά μαζί μου, επιμένει το μέσα μου σκουλήκι. Συνείδηση, καπνισμένο τζάμι έκλειψης, σήτα σκέψης, ποθούμενο άγγιγμα ελευθερίας, οι δάσκαλοί μου που ακόμα με κοιτούν ή επινοημένη παραίσθηση δικαιολογίας του εγώ; Θα με φάει ή θα το φάω, το μέσα μου σκουλήκι; Θα απομείνουν στο τέλος κάποια λίγα ρινίσματα ύπαρξης στη ρωγμή του τσιμέντου; Το μέσα μου σκουλήκι αντάριασε πάλι, ανοίχτηκα σε εκούσια σπατάλη και ψήγματα υπεροψίας. Μαζέψου. Αναμένοντας τα αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας, του άνω και κάτω “είμαι” και του χώρου ουτοπίας των ορίων μου.