Το Μεγάλο Σχίσμα: Όταν η Ανατολή ξεχώρισε από την Δύση

Του Άγγελου Ρωμανού

Great_Schism (1)Οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν θα λέγαμε άριστες, ώσπου έφτασε στην πόλη ο Άγιος Βονώνιος.  Ο δυτικός μοναχός είχε επισκεφθεί πρώτα την Ιερουσαλήμ και σκέφτηκε να πάει και στην Πόλη δια θαλάσσης, όταν ξαφνικά είδε τους φύλακες του λιμανού να τον συλλαμβάνουν και να τον οδηγούν με τη συνοδεία του στο δεσμωτήριο.  Όταν έμαθε ο αυτοκράτορας τι έγινε τους απελευθέρωσε αμέσως  κι έδωσε διαταγή να πληρώσουν όλα τα έξοδα του ταξιδιού ως την επιστροφή τους.

Το επεισόδιο θα λήξει αν ξαφνικά το 1053 ο πάπας της Ρώμης δεν έπαιρνε  μια περίεργη επιστολή στα χέρια του. Δυο λατινικά έθιμα- έλεγε η επιστολή του αρχιεπισκόπου της Βουλγαρίας Λέοντος- είναι ιουδαϊκά! Ήταν η χρήση αζύμων άρτων στο μυστήριο της θείας λειτουργίας.  Μια πιο σκληρή πραγματεία γραμμένη στα λατινικά κυκλοφορούσε σε όλες τις ελληνικές εκκλησίες. Την υπέγραφε ο μοναχός Νικήτας Στηθάτος ή Πεκτοράτος. Δεν είναι μόνο τα άζυμα και η νηστεία του Σαββάτου, το θέμα. Είναι και κάτι χειρότερο που αποδεικνύει την αίρεση. Η απαγόρευση του γάμου των ιερέων.

Φυσικά το πρόβλημα θα ήταν μια ακόμα θεολογική συζήτηση, αλλά ο μοναχός που κατήγγειλε τους Λατίνους ως αιρετικούς ήταν σύμβουλος του πατριάρχη.  Κι αμέσως τότε ο ίδιος Μιχαήλ Κηρουλάριος –μάλλον χωρίς να ενημερώσει τον βασιλέα- διέταξε όλους τους Λατίνους ιερείς, ηγούμενους και μοναχούς- από τους πάμπολλους που ήταν στην Πόλη, να ακολουθούν πλέον την ελληνική ιερουργία. Αλλιώς θα τους αναθεμάτιζε κανονικά ως «αζυμίτες».  Ο πρωτοσύγκελος Νικηφόρος απαγόρευσε την ιερά μετάληψη που δεν ήταν από ζυμωμένο άρτο. Τρόμος διαπέρασε την πόλη και φόβος απλώθηκε πάνω από τη Βασιλεύουσα. Οι δυτικοί ήταν πλέον ξένοι και ήταν πολλοί.

Ο Πάπας ο  Λέων ο Όγδοος απάντησε  με μια ήρεμη δεξιότατη επιστολή στην οποία επικαλούνταν την αυθεντία του Αγίου Πέτρου. Η εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ήταν αυτή που προκάλεσε τόσες αιρέσεις και σχίσματα και διατάραξε την ειρήνη της εκκλησίας τόσες φορές. Θάπρεπε να σέβεται την εκκλησία της Ρώμης και να ευλαβήται αυτήν ως μητέρα.  Η επιστολή του πάπα δεν απευθύνονταν μόνον στον Λέοντα Αχρίδος αλλά και στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από τον οποίο ζητούσε υποταγή. Κατά τα άλλα ήταν μια επιστολή «ομονοίας και ειρήνης».

Ο αυτοκράτορας επέβαλε υποχώρηση και σιγή στον πατριάρχη. Ο Κηρουλάριος έστειλε μια επιστολή με ευλάβεια, αλλά ήταν σαφές πως μιλούσε στον Πάπα σαν ίσος προς ίσον. Κι έτσι τρεις ληγάτοι της Αγίας Έδρας αποστέλονται στην Πόλη να δουν τι συμβαίνει. Είναι ο σοφός καρδινάλιος Ουμπέρτος, ο αρχιγραμματεύς Φρειδερίκος, καρδινάλιος, και  ο αρχιεπίσκοπος Αμάλφης Πέτρος που έφτασαν Γενάρη του 1054 στο παλάτι –αγνοώντας επιδεικτικά τον πατριάρχη.  Ο Μονομάχος τους φιλοξένησε για πολλές μέρες κι ύστερα τους παραχώρησε το παλάτι της Πηγής, στα προάστεια. Ο πατριάρχης φυσικά παρέστη στην δεξίωση, αλλά εκνευρίστηκε εκ της γαύρου διαγωγής τους, όπως θα γράψει στον Αντιοχείας Πέτρον.

-Τι να πω; Με πόση αλαζονεία και περηφάνεια ήρθαν; Ότι όταν με επισκέφτηκαν δεν έκλιναν  την κεφαλή καν γουν μικρόν, κατά τη συνηθισμένη προσκύνηση; Ότι δεν δέχτηκαν να καθίσουν μαζί μας όταν ήρθαν όλοι οι μητροπολίτες στο σεκρέτο; Ή ότι ανευλαβώς συμπεριφερόνταν στον αυτοκράτορα μπαίνοντας στο παλάτι με τους σταυρούς και τα σκήπτρα;

Oι τρεις ληγάτοι έφεραν δυο επιστολές. Η μία για τον αυτοκράτορα. ήταν μεστή ευλαβείας. Η άλλη για τον πατριάρχη ήταν απειλητική. Ο πάπας είχε ενοχληθεί που ο πατριάρχης του μιλούσε σαν ίσος προς ίσον. «αυτός ο νέοφυτος που δεν είχε ανεβεί καν όλα τα σκαλιά της τάξης του κλήρου, πριν φτάσει στην αρχιεροσύνη. Που προσέβαλε τα δίκαια των πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Που ήθελε να τους υφαρπάξει τα προνόμια. Που συκοφάντησε την λατινική εκκλησία με τα περί αζύμων.

Η άλλη ήταν μια ήπια επιστολή ήταν προς τον αυτοκράτορα με την ξεκάθαρη απειλή ότι θα διαρρήξει κάθε σχέση με τον πατριάρχη αν επιμείνει. Μια πραγματεία του Ουμπέρτου κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες σε όλες τις εκκλησίες υπό την μορφή διαλόγου μεταξύ ένα Λατίνου και ενός Κωνσταντινουπολίτη. Ο μοναχός Νικήτας  δεν ανήκει σε καμία κοινοβιακή τάξη- είναι σαραβαϊτης- και δεν δικαιούται να κρίνει τα περί της εκκλησίας. «Ουδέ βιοί εν μοναστηρίω, αλλά εν τω ιπποδρόμω ή εν δυσωνύμω οίκω! Κι η λύσσα του ισούται με την λύσσα των άλλων σκύλων, όπως ο Ιουλιανός και ο Πορφύριος».

Την 24ην Ιουνίου 1054, ημέρα της γεννήσεως του Ιωάννου του Βαπτιστού, ο αυτοκράτορας, όλη η αυλή του, οι τρεις παπικοί απροκρισάριοι και πολύς κόσμος πήγαν εν πομπή στο μοναστήρι του Στουδίτου. Εκεί διαβάστηκε η επιστολή του Νικήτα μεταφρασμένη στα ελληνικά κι έγινε μπροστά στον κόσμο συζήτηση.

Ο μοναχός ήταν παρών και ομολόγησε την πλάνη του. Μάλιστα αναθεμάτισε το βιβλίο του και τους εχθρούς της ρωμαϊκής εκκλησίας και το πέταξε στις φλόγες σε μια φωτιά που άναψε με διαταγή του αυτοκράτορα. Την άλλη μέρα ο Νικήτας πήγε στο παλάτι και έφαγε με τους πρέσβεις του Πάπα και συζητήσανε ξανά. Και έγιναν φίλοι. Ούτε εκείνοι ήταν αιρετικοί, ούτε εκείνος ήταν πλέον σκύλος.  Όταν ξαφνικά ο πατριάρχης αμφισβήτησε το δικαίωμα των ληγάτων να εκπροσωπούν τον πάπα γιατί μόλις είχε πεθάνει στις 19 Απριλίου και ο θρόνος είχε χηρέψει. Ποιόν εκπροσωπούσαν; Τότε οι τρεις ληγάτοι  διέσχισαν την Αγιά Σοφιά κι άφησαν εκείνο το καταραμένο πιτάκιον.

Οι υποδιάκονοι όρμησαν στην Αγία Τράπεζα. Ήταν μια γραφή στα λατινικά που εκτός του Κηρουλαρίου αφόριζε τον Λέοντα Αχρίδος και τον σακελάριο του πατριαρχείου τον Νικηφόρο, αλλά και όσους τους ακολουθούσαν ως αιρετικούς. Ο Μιχαήλ ήταν καταχρηστικώς πατριάρχης κι «εγκλήμασιν ανηκέστοις παρά πολλών διαπεφημισμένος»

-« Γι, αυτόν και τους άλλους έστωσαν ανάθεμα Μαραθανά συν Βαλενίοις, Αρειανοίς, Δονατισταίς, Νικολαίτες, Σεβηριανοίς, Μανιχαίοις….πάσι τοις αιρετικοίς, μάλλον δε και μετά του διαβόλου και των αγγέλων, εάν μη πεισθώσιν. Αμήν, αμήν, αμήν!»

Οι τρεις απεσταλμένοι έμειναν μια μέρα ακόμα στην πόλη άνοιξαν τις λατινικές εκκλησίες και εγκαινίασαν μια ακόμα, αλλά έφυγαν άρον άρσαν φυγάδες. Ο Μονομάχος τους ξεπροβόδισε με πολλά δώρα που δεν έφτασαν όλα στη Ρώμη. Τα μισά τους τα πήρε ο κόμης Τεάνος όταν πέρασαν από την κομητεία του. Στη Ρώμη κάποιος έρριξε δηλητήριο στο ποτήρι του καρδινάλιου Φρειδερίκου για να του πάρει τους πολύτιμους λίθους. Κάποια από αυτά που πήρε ο Ουμπέρτος, όπως ένας πολύτιμος αχάτης, θα τα βρούνε οι επαναστάτες στη Γαλλία το 1789 στο σπουδαστήριο του Λουδοβίκου.

Στις 19 Ιουλίου οι τρεις πρέσβεις ειδοποιήθηκαν από τον Μονομάχοι να γυρίσουν πίσω.  Ο αγγελιαφόρος τους βρήκε στη Σηλυβρία Ο Κηρουλάριος άλλαξε γνώμη. Θα τους δεχθεί. Η συνάντηση θα γινόταν στην Αγιά Σοφιά.  Ο Μονομάχος υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και ζήτησε νάναι κι αυτός μαζί τους με την φρουρά του. Ο Κηρουλάριος δεν δέχτηκε. Κι ο Κωνσταντίνος ακύρωσε το ραντεβού και τους ξανάβαλε στα πλοία για να φύγουν.  Όπως θα αφηγηθεί ο Ουμπέρτος αργότερα το σχέδιο του πατριάρχη ήταν να παρουσιάσει ένα ψευδές πιτάκιον και να παροτρύνει τον κόσμο να τους σφάξει.

Ο Κηρουλάριος πράγματι είχε οργανώσει τον πληθυσμό για εξέγερση. Ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να στείλει μια ικετευτική επιστολή, στην οποία τάριχνε όλα στον Αργυρό που τον παρέσυρε και γι αυτό εξορίστηκε. Οι δυο μεταφραστές του αναθέματος παραδόθηκαν στους στασιαστές, αφού πρώτα μαστιγώθηκαν. Ο γαμπρός του Αργυρού και ο βεστάρχης μαζί με τον γιό του τον σβέστη φυλακίστηκαν. Και το διαβολεμένο χαρτί του αναθέματος κάηκε δημοσίως με διαταγή του ίδιου του Μονομάχου. Αλλά ο διαβολικός πατριάρχης δεν είχε στόχο την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη. Είχε σκοπό να γίνει οικουμενικός πατριάρχης. Και με αυτή την ιδιότητά συγκάλεσε μια σύνοδο και επέκτεινε την εξουσία του πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας. Η ρωσική και άλλες εκκλησίες αποσχίστηκαν από την παπική εξουσία.

Την επόμενη χρονιά ο Τογρούλ κατέλαβε την Βαγδάτη κι έδιωξε τους σιίτες μουσουλμάνους. Μέσα σε λίγα χρόνια έφτασε στο σημερινό Αφγανιστάν ως την Αρμενία. Οι Τούρκοι δεν περιορίζονταν σε φευγαλέες επιδρομές αλλά η μεγάλη εισβολή που θα οδηγήσει στην άλωση της θεοφύλακτης πόλης, αρχίζει τώρα.

Ο Μονομάχος είχε υπερφορολογήσει τις χώρες αυτές, αντί να τους κάνει προμαχώνες του Βυζαντίου τους έστειλε στην αγκαλιά των Σελτζούκων. Το τέλος του Βυζαντίου είχε αρχίσει. Το ερώτημα είναι αν ο εχθρός που θα ερχόταν πρώτος θα ερχόταν από την Ανατολή ή από την Δύση.  Ο Πατριάρχης πλέον ως οικουμενικός, δεν είχε πια από πάνω του τον Πάπα, αλλά μόνον τον Θεό. Και είχε αποφασίσει πως ο εχθρός της ορθόδοξης εκκλησίας δεν ήταν στην Ανατολή, αλλά στη Δύση.