Το «Ουκρανικό» και η Νέα Τάξη Πραγμάτων Νο2

Του Πέτρου Μηλιαράκη

Όσοι απέκλειαν επιχειρήσεις επί ουκρανικού εδάφους, ακόμα και μέχρι την πρωτεύουσα της Ουκρανίας το Κίεβο, ήδη έχουν διαψευσθεί. Αντιστοίχως, έχουν επιβεβαιωθεί όσοι υποστήριξαν μη εμπλοκή του ΝΑΤΟ.

Η κοινή γνώμη φαίνεται να αιφνιδιάζεται στην Ευρώπη και γενικότερα στο Δυτικό Κόσμο, διότι ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικής ηγεσίας και ΜΜΕ δεν είχαν προϊδεάσει στην έκτασή τους τις στρατηγικές επιλογές του Προέδρου Πούτιν και της Μόσχας, όταν μάλιστα αποδεικνύονταν άνευ αντικειμένου οι συνομιλίες ή οι συναντήσεις του Πούτιν με Δυτικούς ηγέτες, όπως ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν, ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν, ο Γερμανός Καγκελάριος Σολτς, και οι Βρετανός πρωθυπουργός Τζόνσον.

Παραγνωριζόταν δε σταθερά το προσεχές «θέατρο πολέμου», αν και η Ρωσία συγκροτούσε δυνάμεις που αφορούσαν 190.000 στρατιώτες στα ουκρανικά σύνορα, με όλους τους μηχανισμούς υποστήριξης των όπλων και των σωμάτων. Αυτή η συγκέντρωση ισχύος δεν μπορούσε να αφορά μία απλή άσκηση… Όσοι δε απέκλειαν επιχειρήσεις επί ουκρανικού εδάφους, ακόμα και μέχρι την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, το Κίεβο, ήδη έχουν διαψευσθεί. Αντιστοίχως, έχουν επιβεβαιωθεί όσοι υποστήριξαν μη εμπλοκή του ΝΑΤΟ.

Έτσι, όμως, η Ρωσία του Πούτιν διέλυσε την ουκρανική αεράμυνα και σε πρώτο στάδιο επιχειρήσεων, κατέλαβε τις αποσχισθείσες περιοχές του Ντόνετσκ και του Λούχανσκ. Ήδη δε τα ΜΜΕ μεταδίδουν εκρήξεις και σε μεγάλες πόλεις της Ουκρανίας, ενώ προσφάτως δεν διαψεύδεται η είδηση ότι στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Κίεβο έχουν πληγεί, καθώς, επίσης, και ότι έχει καταληφθεί από ρωσικές δυνάμεις το διεθνές αεροδρόμιο της ουκρανικής πρωτεύουσας. Πρόδηλο είναι δε ότι γενικευμένος πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως καταστρεπτικός, ιδίως εάν οι πολεμικές επιχειρήσεις ακουμπούσαν αστικές περιοχές, με θύματα αμάχους, δηλαδή πολίτες της Ουκρανίας, τους οποίους μάλιστα ο ίδιος ο Πούτιν αναγνωρίζει ότι αφορούν «έθνος-μέρος της Ρωσίας».

Η παρέμβαση του Προέδρου Πούτιν

Η άνοδος του Πούτιν στην εξουσία το 2000 συνδέθηκε με παρεμβάσεις του ΝΑΤΟ -με επεκτατικές πολιτικές δια των όπλων. Ειδικότερα, από το 2004, η Ουάσιγκτον άνοιξε ένα συγκεκριμένα αδικαιολόγητο πόλεμο κατά του Ιράκ, ενώ με ιμπεριαλιστές αντιλήψεις πολιτεύθηκε απέναντι στην Γεωργία το 2003 και στην Ουκρανία το 2004.

Αντιστοίχως, το 2008, η Μόσχα προέβη σε περαιτέρω επιχειρήσεις κατά των Τσετσένων, εισέβαλε στην Γεωργία και αναγνώρισε την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία ως ανεξάρτητες χώρες και στη συνέχεια προσάρτησε την Κριμαία το 2014, ενώ παραλλήλως υποστήριζε αυτονομιστικά κινήματα στην ανατολική Ουκρανία.

Η νέα τάξη πραγμάτων Νο2

Η κλιμάκωση των επιχειρήσεων στην Ουκρανία εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους, όπως εκείνοι της δεκαετίας του 1970 που στόχευσαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Τούτων δοθέντων, είναι αδιστάκτως βέβαιο ότι σε παγκόσμια κλίμακα εγείρονται ζητήματα αποσταθεροποίησης της διεθνούς νομιμότητας, αλλά και της διεθνούς ενεργειακής πολιτικής, με απρόβλεπτες επί του παρόντος συνέπειες. Έτσι προδήλως βέβαιον είναι ότι δημιουργείται μία Νέα Τάξη Πραγμάτων που συνεπάγεται διαφορετική ποιότητα στο διεθνές γίγνεσθαι.

Η Νέα Τάξη Πραγμάτων Νο2 που εμφανίζεται ήδη, πρέπει επειγόντως να κατασταλεί. Τούτο, όμως, επιβάλλει πολιτική ηγεσία αντάξια των καιρών και παραλλήλως λαούς αποφασισμένους να υπερασπιστούν την παγκόσμια ειρήνη και ευημερία. Θα πρέπει δε να αναδειχθεί ως υπέρτατο έννομο αγαθό του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, ότι η δύναμη των όπλων δεν μπορεί να επιβάλει ασύμμετρες και ανιστόρητες καταστάσεις, με πρόδηλη μιλιταριστική ιδεολογία και νοοτροπία.

Η Νέα Τάξη Πραγμάτων Νο2 επιχειρεί να ανατρέψει όλο το ισοζύγιο της ισορροπίας που εγκαθιδρύθηκε από τη δεκαετία του 1980. Ειδικότερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους ηγέτες του χώρου της τελευταίας δεκαπενταετίας, έχουν διαφύγει προς επαναξιολόγηση σημαντικότατες εξελίξεις οι οποίες έχουν ακριβώς ως εξής:

1) Το 1987 έλαβε χώρα η Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty INF). Έτσι, με σοφό τρόπο αποσταθεροποιητικά όπλα δεν αποτελούσαν πλέον αντικείμενο απειλής.

2) Στις 9 Νοεμβρίου 1989 η πτώση του τείχους του Βερολίνου αρχικά και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ρωσίας, σηματοδοτούν την λήξη του «Ψυχρού Πολέμου». Τούτο, όμως, σηματοδότησε και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.

3) Στη συνέχεια δόθηκαν εγγυήσεις στον μεταρρυθμιστή Γκορμπατσόφ «για μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς». Ειδικότερα, το Δεκέμβριο του 1989 στην Μάλτα, ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, διαβεβαίωσε τον Γκορμπατσόφ ότι η πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν θα αποβεί σε βάρος της (τότε) ΕΣΣΔ. Ένδειξη δε ότι η Δύση βεβαίωνε τον Γκορμπατσόφ για μη επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν και η ομιλία ενός σημαντικού ηγέτη, του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, στην Ευαγγελική Ακαδημία του Τούτζινγκ της Βαυαρίας στις 31 Ιανουαρίου 1990. Σύμφωνα με τηλεγράφημα της αμερικανικής Πρεσβείας στην Βόννη. Με την ομιλία του αυτή ο Γκένσερ διακήρυξε ότι «η επανένωση της Γερμανίας επουδενί πρέπει να οδηγήσει σε βλάβη των σοβιετικών συμφερόντων ασφαλείας».

Ως κατακλείδα δε υπενθυμίζεται ,για την αλλαγή των υπεσχημένων απέναντι στη Ρωσία, ότι το 2008 στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι στο Κοινό Ανακοινωθέν (βλ. παράγραφος 23) αναφέρθηκε η ανάγκη η Ουκρανία και η Γεωργία να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Αυτό καταγράφηκε, παρά την εναντίωση της Γαλλίας και της Γερμανίας που επέμεναν «να μην αγνοηθούν τα συμφέροντα ασφαλείας της Μόσχας».

4) Το 1990 με τη Συνθήκη για τις Συμβατικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρώπη (Conventional Armed Forces In Europe Treaty, CFE), μειώθηκε σημαντικά το μέγεθος στρατιωτικών δυνάμεων και υλικού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ την αυτή περίοδο (1990) με το Έγγραφο της Βιέννης, σε διαπλανητικό σχεδόν επίπεδο διευρύνθηκε η διαφάνεια σχετικά με τα όπλα και τις στρατιωτικές ασκήσεις. Την αυτή κρίσιμη περίοδο, με τη Χάρτα του Παρισιού (Charter Of Paris) οι Ευρωπαίοι επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στη δημοκρατική αρχή ως το μόνο σύστημα διακυβέρνησης και διακήρυξαν ότι η εποχή της αντιπαράθεσης και της διαίρεσης της Ευρώπης έχει τελειώσει αμετακλήτως.

5) Το 1992 παρά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία και η Δύση συμφώνησαν να διατηρηθεί η Ευρώπη ασφαλής, με τη Συνθήκη Ανοιχτοί Ουρανοί (Open Skies Treaty), η οποία ήταν συνέχεια του Εγγράφου της Βιέννης. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι με τις Συμφωνίες αυτές επετράπη στα μέρη η πραγματοποίηση αποστολών αναγνώρισης στα εδάφη των συμβαλλομένων για την συλλογή πληροφοριών αναφορικώς με τις στρατιωτικές δραστηριότητες.

6) Καίριο σημείο είναι για την παρούσα κρίση ότι το 1994 με το Μνημόνιο της Βουδαπέστης για τις Εγγυήσεις Ασφάλειας αναφορικώς με την Ουκρανία (Budapest Memorandum on Security Assurances for Ukraine), τα πυρηνικά όπλα του Κιέβου μεταφέρθηκαν στην Ρωσία.

7) Με την Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO – Russia Founding Act) του 1997 καθιερώθηκε μηχανισμός για συνέργειες των δύο μερών, σηματοδοτώντας ένα υψηλό επίπεδο συνεργασίας.

Δυστυχώς, οι κατακτήσεις που προαναφέρονται, με εξαίρεση τη Χάρτα του Παρισιού, στη συνέχεια έχουν ανατραπεί και αυτά δεν επαναξιολογήθηκαν ούτε καν στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία με «χλιαρό τρόπο» ενώ στο άρθρο 3 ΣΕΕ έχει ως σκοπό την προαγωγή της ειρήνης και ευημερίας των λαών της, στο επόμενο αμέσως άρθρο 4 ΣΕΕ «η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους-μέλους». Έτσι, μέσα από αυτές τις αντιφάσεις, κι ενώ στο άρθρο 42 παράγραφος 1 ΣΣΕ θεσπίζεται ότι: «η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας», η πολιτική αυτή αποφασίζεται μόνο με ομοφωνία , ενώ «η κοινή άμυνα υλοποιείται στα πλαίσια του ΝΑΤΟ». Επίσης, ουδεμία αναφορά γίνεται με «ποιο» τρόπο «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή…»

Επισημειώνονται εξελίξεις ως εξής:

Η Μόσχα και η Ουάσιγκτον αποσύρθηκαν από τη Συμφωνία για τις Συμβατικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρώπη (Conventional Armed Forces In Europe Treaty, CFE) τα έτη 2007 και 2011 αντιστοίχως. Επίσης, την αυτή περίοδο με τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty INF), από τη Συνθήκη Ανοιχτοί Ουρανοί (Open Skies Treaty) και από το Έγγραφο της Βιέννης.

Αξιοσημείωτο δε είναι ότι, ενώ ελάμβαναν χώρα οι συγκεκριμένες εξελίξεις, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (Organization for Security and Cooperation in Europe, ΟΑΣΕ), καθώς και το σύνολο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέδειξαν την ανεπάρκειά τους να επιβάλουν τον ιδρυθέντα πολιτισμό των προαναφερόμενων Συμφωνιών, που δημιουργούσαν ισορροπία δυνάμεων και συλλογική αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων, στο πλαίσιο μίας παγιοποιημένης διεθνούς (κατά βάση) ειρήνης, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Και μπορεί μεν με τον «Ψυχρό Πόλεμο» να υπήρχε μία κατ’ αρχήν-κατά βάση συνεννόηση σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα, εντούτοις από το 2004 και μετά, παρατηρείται μία σταδιακή, αλλά κρίσιμη ανατροπή, σταθερών της διεθνούς διπλωματίας, με επιπτώσεις στα στρατηγικά-γεωπολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Κύριο συμπέρασμα είναι, όμως, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως δομείται και όπως διοικείται τα τελευταία δεκαπέντε περίπου έτη, κρίθηκε κατώτερη των περιστάσεων, ενώ η Συνθήκη της Λισαβόνας, παρά τις βασικές πρόνοιές της για αρχές και αξίες, δεν δημιουργεί μία Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία ικανή να παρεμβαίνει αποφασιστικά ως Μεγάλη Δύναμη, αλλά αντιθέτως η πολιτική ηγεσία και η γραφειοκρατία που την αφορούν, την περιφέρουν σε κρίση και αδυναμία παρεμβάσεων επί ζωτικών ζητημάτων.

Η εξέλιξη του «Ουκρανικού» θα είναι η νέα βάση πάνω στην οποία θα κριθούν κρίσιμες όχι μόνο γεωπολιτικές, αλλά και πολιτικές εξελίξεις. Οι οικονομικές δε συνέπειες ως επιφαινόμενο του «Ουκρανικού» δεν αποκλείεται να επιφέρουν σοβαρές αναταράξεις και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε κάθε περίπτωση, εάν τα Ενωσιακά Όργανα και τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλουν να υπηρετούν αρχές και αξίες του σύγχρονου νομικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού, θα πρέπει αφενός να καταδικάσουν την εισβολή, αξιώνοντας την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τα εδάφη της Ουκρανίας και αφετέρου να υποδείξουν στο ΝΑΤΟ ότι οι επεκτατικές βουλιμίες, που μπορεί να προκαλούν την ασφάλεια άλλων κρατών, με διακινδύνευση της ειρήνης, δεν είναι επιθυμητές, αλλά αντιθέτως αλυσιτελείς και κατακριτέες.

Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU)

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR