Το παιδί ως πρώιμος κριτής ανισοτήτων

Του Ιωάννη Δαμίγου

Πολλά έχουν αλλάξει μέσα από τα την παιδική ματιά, τόσο από την βίαιη φτωχοποίηση οικογενειών όσο και τα παρελκόμενα της καραντίνας, που καθένα από αυτά στέρησε την επαφή για την φυσική και πολύτιμη κοινωνικοποίησή των. Επέτεινε αυτήν την εκ των πραγμάτων προβληματική κατάσταση της φθίνουσας σχολικής παιδείας, με στείρα και καθοδηγούμενη γνώση, σε σχολεία χωρίς την αναγκαία υποστήριξη επιστημόνων, όπως ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών.

Καθώς αποδείχτηκε περίτρανα, πως ούτε οι πρωινές προσευχές, ούτε η επάρσεις σημαιών, προσέφεραν στο παραμικρό.Ο ανορθόδοξος επιβαλλόμενος τρόπος οικογενειακής ζωής, σε γρήγορες ταχύτητες με πρόσκαιρες προτεραιότητες ανάγκης, “εγκατέλειψαν” την παιδική προσέγγιση, προσφεύγοντας μοιραία στην ελλειμματική φροντίδα του σχολείου και του φροντιστηρίου. Ίσως και από την ομαδική τάση πολλών παρασυρμένοι, ως δοκιμασμένο τρόπο, του “πρέπει”. Σαν εξιλέωση υποχρέωσης γονικής παροχής, δικαιολογούμενη ενοχή έλλειψης χρόνου.

Αγνοώντας πως το παιδί έχει σκέψη και πρώιμα αναγκασμένο έχει και κριτήρια και άποψη μάλιστα για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Που χωρίς την πρέπουσα υποστήριξη πρόνοιας, μέσω συζήτησης, ακολουθεί την δική του λύση, από τις προσλαμβάνουσες εικόνες οθόνης τηλεόρασης ή υπολογιστή και κινητού. Στον εικονικό κόσμο, αυτόν των ηλεκτρονικών συσκευών απόστασης, απομονώνονται στην ανωνυμία της ασφάλειας, από τον φόβο της έκθεσης στα κοινά ως πιθανά αποτυχόντων. Με μοναδική ίσως διέξοδο την προσκόλληση σε ομάδες όμοιων, ωθούμενοι από το “λυτρωτικό” δικαίωμα της τιμωρίας και της εκδίκησης των στερημένων και των άδικων ανισοτήτων.

Πρώτο βήμα αντίδρασης στο ανυπόφορο κατεστημένο, που όμως καιροφυλακτεί η θηρευτική “αντισυστημική” ακροδεξιά. Συμμορίες παγίδευσης παιδιών, που αγνοούν το έντεχνο σμίλευμα του ψυχικού αυθορμητισμού, σε εκμεταλλευτική σκοπούμενη χρήση. Εμείς που “κάναμε ό, τι μπορούσαμε” και τους “προσφέραμε τα πάντα”, εκτός από το πιο σημαντικό, αυτό της στοργής, της κατανόησης και της ουσιαστικής επαφής, απορούμε και “πέφτουμε από τα σύννεφα”, τα ανεύθυνα σύννεφα της τυχαίας γονικής ιδιότητας, ως ανίκανοι. Που αντιμετωπίσαμε σαν αγαπημένα οικιακά αντικείμενα τα ίδια μας τα παιδιά, με “έλεγχο” των δικών μας ανεκπλήρωτων απαιτήσεων, σε ζωή άλλου σαν κονσέρβα παραγγελίας με ημερομηνία κατανάλωσης. 

Από πρώτη ευθύνη μας κατάντησε κουραστική ενασχόληση ως απλήρωτη υπερωρία, η πλέον σοβαρή γαλούχηση και το άκουσμα των αποριών και των προβλημάτων τους, με ψύχραιμες και συζητήσιμες από κοινού πιθανές προτάσεις και λύσεις. Ένα παιδί έχει πάντα την ανάγκη της με σεβασμό φροντίδας, μιας αυτόνομης διαμορφούμενης ύπαρξης, όπως ακριβώς και οι ανήμποροι πλέον γέροντες γονείς μας έχουν την ανάγκη της περίθαλψης. 

Η υγιής ύπαρξη και το μέλλον μιας χώρας, κρίνεται από την προσφερόμενη εκπαιδευτική συμπεριφορά της στα παιδιά που έρχονται και τον απαιτούμενο σεβασμό στους υπερήλικες που αποχωρούν. Εδώ παρατημένα, ούτε καν στο έλεος και τα δυο αυτά μέρη μέτρησης πολιτισμού. Την “κληρονομιά” που μας αναλογεί, θα την χρεώσουμε εκούσια στα παιδιά μας. Παιδάκια μας, σας χάσαμε και μας χάσατε, σε ήττα χωρίς καν αγώνα.

Ο τεχνολογικός Ηρώδης δεν χρειάσθηκε να βάψει με αίμα τα ηλεκτρονικά χέρια του, μια και τα πονήματά του σας τα προσφέραμε, αλλοίμονο, ως δώρα. Με καρδούλες χωρίς σφυγμό και φατσούλες που μας κατάπιαν, εκτυπωμένους στο μαύρο της επίπεδης ζωής μας. Παιδιά χωρίς χρώματα;  Δεν γίνεται!