Το τέλος της Δύσης;

Του Γιώργου Στάμκου

Χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση διαρκείας, διάσπαση και εσωτερικοί ανταγωνισμοί, δημογραφική στασιμότητα και γήρανση, απώλεια βιομηχανικού και τεχνολογικού προβαδίσματος σε πολλούς τομείς, συσσώρευση χρεών και ελλειμμάτων, κρίση αξιών, ταυτότητας και οραμάτων, φοβικά σύνδρομα και αίσθηση παρακμής, και τέλος “κενό ακυβερνησίας” στη Δύση, διαπιστώνουν οι αναλυτές, συνοψίζοντας την κατιούσα πορεία της Δύσης από τις αρχές του 21ου αιώνα.

Το “κερασάκι στην τούρτα” είναι το μεγάλο κενό που αφήνει η ακυβερνησία στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που προκαλεί μεγάλες αναταραχές τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και στην περιφέρειά τους και ειδικά στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Ουκρανία, η οποια αφήνεται έρμαιο στις επεκτατικές ορέξεις της Ρωσίας του Πούτιν. Με απερχόμενους τους ηγέτες της Βρετανίας (με το Brexit προ των πυλών) και της Γερμανίας, με τον Γάλλο πρόεδρο να ταπεινώνεται από τον ξεσηκωμό των Κίτρινων Γιλέκων και τις ΗΠΑ του Τραμπ να είναι βαθιά διχασμένες σχετικά με τον παγκόσμιο ρόλο τους, το αναδυόμενο κενό ηγεσίας στις εύρωστες δημοκρατίες της Δύσης φαίνεται να είναι ξαφνικά ιδιαιτέρως έντονο, σημειώνει εύστοχα το το Bloomberg.

Η Δύση πλέον δεν υφίσταται

Πολλοί έγκριτοι αναλυτές καταλήγουν στο θλιβερό συμπέρασμα πως η Δύση ως ιδέα δεν υφίσταται πλέον, ενώ επώδυνες και τεκτονικής φύσης μεταβολές φαίνεται να λαμβάνουν χώρα σε όλο τον κόσμο, αλλάζοντας τον ριζικά, και με το Δυτικό κόσμο να παρακολουθεί αμήχανος τις εξελίξεις. Πλησιάζοντας στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, μήπως ζούμε το τέλος της 500ετούς υπεροχής της Δύσης;

“Για το μεγαλύτερο διάστημα των προηγούμενων 500 ετών, η Δύση είχε σαφώς απολαύσει ένα πραγματικό και μόνιμο πλεονέκτημα έναντι των Υπολοίπων. Η ψαλίδα ανάμεσα στο δυτικό και στο κινεζικό εισόδημα είχε αρχίσει να ανοίγει ήδη από την πρώτη δεκαετία του 1600, και συνέχισε να διευρύνεται μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αν όχι και αργότερα. Έκτοτε, όμως, έκλεισε με εκπληκτική ταχύτητα. Η χρηματοπιστωτική κρίση (σ.σ. του 2008) αποκρυστάλλωσε το επόμενο ιστορικό ερώτημα που θα ήθελα να θέσω: Μήπως έχει πλέον χαθεί το πλεονέκτημα της Δύσης;”, διερωτάται με νόημα ο Βρετανός ιστορικός Nial Ferguson στο βιβλίο του “Civilization: The West and the Rest” (στα Ελληνικά, εκδ. Παπαδόπουλος, 2012).

Η αποδυνάμωση της Αμερικής

Τα γεγονότα και οι εξελίξεις συνηγορούν σε μία καταφατική ερώτηση σε αυτό το καίριο ερώτημα. Καταρχάς η πιο ισχυρή δύναμη της Δύσης, οι ΗΠΑ, και η πλανητική αυτοκρατορία που οικοδόμησαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991), έχει αρχίσει σταδιακά να αποδυναμώνεται και τα άκρα της να ξηλώνονται. Στη Μέση Ανατολή η αμερικανική στρατιωτική ισχύς αποδείχθηκε ανίκανη να επιφέρει μακροπρόθεσμες νίκες και σταθερότητα, όπως έδειξε το τέλμα των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, το οποιο είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στο Συριακό εμφύλιο (2011-2018), που έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία και σε άλλες δυνάμεις (Ιράν, Τουρκία κ.ά.) να καλύψουν το κενό και να αναλάβουν στρατιωτική δράση. Στο εσωτερικό πεδίο η αμερικανική κοινή γνώμη έδειξε σχεδόν αδιαφορία για  τη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και αλλού.

Επίσης η υπερχρεωμένη αμερικανική οικονομία, προσανατολισμένη περισσότερο στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή, αποδείχθηκε εξαιρετικά ευάλωτη σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις, κι εξαρτημένη από ξένα κεφάλαια, δάνεια και επενδύσεις. Η φτηνή εργασία και τα φτηνά κεφάλαια της Κίνας διόγκωσαν την κατανάλωση στις ΗΠΑ κι έπαιξαν το ρόλο τους στην “φούσκα” των ετών 2002-2007 και στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την επακόλουθη οικονομική ύφεση, από την οποία ούτε οι ΗΠΑ, ούτε και η Δύση συνολικά δεν έχει συνέλθει ακόμη. Την ίδια περίοδο μη Δυτικές δυνάμεις, όπως η Κίνα, συνέχισαν να αναπτύσσονται αλματωδώς και να βελτιώνουν θεαματικά τη διεθνή τους οικονομική και γεωπολιτική θέση.

Εμπορικοί πόλεμοι ΗΠΑ: μια ομολογία αδυναμίας

Οι εμπορικοί πόλεμοι, τους οποίους κήρυξε μονομερώς από το 2017 ο πρόεδρος Τραμπ, και οι οποίοι στρέφονται κυρίως κατά της ανερχόμενης Κίνας και δευτερευόντως κατά της Ευρώπης, είναι στην ουσία ομολογία αδυναμίας και ανασφάλειας, δηλαδή αποτυχίας της αμερικανικής οικονομίας να ανταγωνιστεί παλιές και νέες οικονομικές δυνάμεις μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που η ίδια δημιούργησε. Παρά την επιθετικότητα τους οι εμπορικοί πόλεμοι του Τραμπ είναι στην ουσία “αμυντικοί”: μια εμφανής παραδοχή κατωτερότητας των ΗΠΑ, αλλά και της Δύσης γενικότερα, ειδικά στον οικονομικό, παραγωγικό και τεχνολογικό τομέα, κυρίως σε σχέση με τις ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις της ανατολικής Ευρασίας.

Οι κοινωνίες και οικονομίες της Ανατολής, στην αρχή της Ιαπωνίας και κατόπιν και της Κίνας, έκλεισαν την ψαλίδα τους με τη Δύση αρχικά αντιγράφοντας τους θεσμούς και τους τρόπους λειτουργίας και βιομηχανικής παραγωγής της Δύσης. Κατόπιν, αφού εκσυγχρονίστηκαν ταχύτατα και απέκτησαν ανταγωνιστική παραγωγική βάση, ξεπέρασαν τη Δύση σε πολλούς τομείς. Απέκτησαν έτσι μια νέα αυτοπεποίθηση και στη συνέχεια υιοθέτησαν ένα δικό τους “υβριδικό μοντέλο” συνδυάζοντας επιλεκτικά στοιχεία του Δυτικού πολιτισμού, της πολιτικής, οικονομίας και τεχνολογίας, με τα δικά τους πολιτισμικά στοιχεία και παραδόσεις, δημιουργώντας μια νέα -και πετυχημένη για την ώρα- σύνθεση.

Όσο κι αν αυτο-επαίρεται ο Τραμπ, ζητώντας επιτακτικά την ανάκτηση του “αμερικανικού μεγαλείου”, δεν μπορεί πλέον να αξιώνει ανωτερότητα των ΗΠΑ, αλλά και της Δύσης γενικότερα, έναντι της ανατολικής Ευρασίας, δηλαδή της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Ινδονησίας και μελλοντικά και της Ινδίας, ειδικά σε τομείς τεχνολογίας και οικονομίας. Η υπεροχή αυτή της ανατολικής Ευρασίας είναι ζήτημα χρόνου να μετατραπεί και σε αμυντική, στρατιωτική υπεροχή, με νέα πεδία ανταγωνισμού, όπως είναι το Διάστημα. Στην καλύτερη περίπτωση είναι πιο ρεαλιστικό ένας Αμερικανός πρόεδρος να αρχίσει να οραματίζεται τη θέση των ΗΠΑ στις επόμενες 2-3 δεκαετίες ως “πρώτης μεταξύ ισοδύναμων”, δηλαδή ηγέτιδας -αλλά όχι Ηγεμονικής- δύναμης σ’ έναν πολυπολικό κόσμο, και όχι στον αλαζονικό ρόλο του “Πλανητάρχη”.

Η Ρωσία “γυρίζει την πλάτη” στη Δύση;

Η αυταπάτη της “αμερικανικής υπερδύναμης” διαλύθηκε και σε σχέση με την, ηττημένη από τον Ψυχρό Πόλεμο, Ρωσία. Η Αμερική, ενώ κατά τη δεκαετία του 1990 αντιμετώπιζε περιφρονητικά τη Ρωσία ως έναν ετοιμοθάνατο πρώην αντίπαλο, από το 2001 και μετά, φαίνεται πως έχει περάσει σε σχέση τακτικής εξάρτησης από τη Ρωσία, ειδικά σε σχέση με την παγκόσμια εκστρατεία της Ουάσιγκτον για την καταστολή της ισλαμικής τρομοκρατίας. Η ρωσική συνδρομή ήταν ζωτικής σημασίας για τις αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν ενάντια στους Ταλιμπάν από το φθινόπωρο του 2001 και μετά.

Οι αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες των δύο χωρών συνεχίζουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να συνεργάζονται σε αυτόν τον τομέα. Χωρίς την ενεργή στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο της Συρίας, υπέρ του καθεστώτος Άσαντ και κατά του ISIS, το “Ισλαμικό Χαλιφάτο” του Λεβάντε δε θα είχε κατανικηθεί. Οι ΗΠΑ δεν είχαν καμία διάθεση να εμπλακούν άμεσα σε αυτόν τον πόλεμο, έπειτα από το τέλμα των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, που οδήγησαν και στην “τερατογέννεση” του ISIS. Και δεν έχει καμία διάθεση να εμπλακεί στρατιωτικά -και ορθώς- στη διένεξη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, προκρίνοντας μια άνευρη διπλωματική πίεση σε συνδυασμό με οικονομική στήριξη του Κιέβου.

Το “θερμό επεισόδιο” μεταξύ ουκρανικών και ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Αζοφική Θάλασσα τον Νοέμβριο του 2018 απέδειξε πως η Μόσχα, υπό την αποφασιστική ηγεσία του αυταρχικού Πούτιν, μπορεί να εκμεταλλευτεί τόσο την αμερικανική αδυναμία, όσο και τη διαφορά απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, πάνω σε κρίσιμα γεωπολιτικά ζητήματα, όπως είναι η Ουκρανία, η Συρία, και ειδικά το Ιράν. Ο Πούτιν δοκίμασε την αποφασιστικότητα της Δύσης στο Ουκρανικό και η Δύση απέτυχε και σε αυτή τη δοκιμασία.

Αυτό το “κενό ηγεσίας” εκ μέρους της Δύσης προσφέρει τη δυνατότητα στον πρόεδρο Πούτιν και στον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ να έχουν περισσότερα περιθώρια για ελιγμούς, ενώ εγείρει το ερώτημα εάν υπάρχει πλέον ενότητα στη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, καθώς “η γεωπολιτική απεχθάνεται το κενό”, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο σε αυτή τη φάση η Ρωσία, βλέποντας την διάσπαση και την αδυναμία της Δύσης, να της “γυρίσει την πλάτη” και να στραφεί προς την Ανατολή, συνάπτοντας στρατηγική συμμαχία με την ανερχόμενη Κίνα -ενδεχόμενο καταστροφικό, ειδικά για την Ευρώπη.

Η Ευρώπη σ’ έναν μετά-Δυτικό κόσμο

Αν η Ρωσία συμπράξει τελικά με την Κίνα ο μεγάλος χαμένος θα είναι η Ευρώπη. Μεταξύ Αμερικής και ανατολικής Ευρασίας η σημερινή Ευρώπη, η κοιτίδα του Δυτικού πολιτισμού, η οποία ως τις αρχές του 20ου αιώνα κυριαρχούσε σχεδόν σε όλο τον πλανήτη, βλέπει τον παγκόσμιο ρόλο της να περιορίζεται, τον πληθυσμό της να συρρικνώνεται και να γηράσκει, την οικονομία της να μην έχει ανακτήσει το χαμένο δυναμισμό της, και να σπαράσσεται από εσωτερικές διαμάχες και υπαρξιακά προβλήματα, τη στιγμή που η περιφέρεια της βυθίζεται στις συγκρούσεις, προκαλώντας αποσταθεροποίηση και κύματα προσφύγων. Σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση ακρωτηριάζεται λόγω Brexit (Μάρτιος 2019), βλέπει ταυτόχρονα την άνοδο της ακροδεξιάς και του εθνολαϊκισμού, που προκάλεσε η στείρα υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας που διέρρηξαν την κοινωνική συνοχή, να δυναμιτίζουν το αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε, αυξάνοντας το δημοκρατικό έλλειμμα στη γηραιά ήπειρο.

Την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει ένα έντονο “κενό ηγεσίας” με τους δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες των σημαντικότερων χωρών της να αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων και έρμαια των εξελίξεων. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι η Ευρώπη δεν εμπνέει πλέον τους λαούς της, όπως στο παρελθόν. Αν αυτό λάβει διαστάσεις καθολικής αποδοκιμασίας της ιδέας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους ευρωπαϊκούς λαούς, τότε η διάλυση της θα είναι αναπόφευκτη. Για την ώρα απέχουμε ακόμη αρκετά από αυτό το “σημείο χωρίς επιστροφή”, αν και οι επερχόμενες Ευρωεκλογές (Μάιος 2019) θα αποτελέσουν ένα -ευχάριστο ή δυσάρεστο- προμήνυμα του ευρωπαϊκού μέλλοντος.

Σε κάθε περίπτωση υφίσταται πλέον ένας διχασμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στο εσωτερικό της Ε.Ε., πράγμα αυτοκαταστροφικό για το σήμα που εκπέμπει η Δύση συνολικά στον υπόλοιπο κόσμο. Ο αθυρόστομος πρόεδρος Τραμπ έχει ταχθεί υπέρ της διάλυσης της Ε.Ε., σε ίδιο μήκος κύματος με τον πρόεδρο Πούτιν. Και οι δύο τους εργάζονται συστηματικά για να δυναμιτίσουν την Ευρώπη. Ο Τραμπ είναι ένθερμος υποστηρικτής του Brexit -μάλιστα παρότρυνε το Γάλλο πρόεδρο Μακρόν να κάνει το ίδιο!- ενώ ο Πούτιν ήταν υπέρ της απόσχισης της Καταλονίας, τη στιγμή που η Ρωσική Ομοσπονδία δεν αφήνει καμία από τις δημοκρατίες που την αποτελούν να αποσχιστεί. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για την Ευρώπη να παραμείνει ενωμένη ως Ευρωπαϊκή Ένωση, παρ’ όλες τις ατέλειές της, και μάλιστα να εμβαθύνει κι άλλο την ενοποίηση της, δημιουργώντας δικό της Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, προϋπολογισμό Ευρωζώνης, δικό της Ευρωστρατό, κοινή πολιτική άμυνας, διαστήματος, περιβαλλοντική κλπ. Είναι αποφασιστικής σημασίας τόσο για την ύπαρξη της ίδιας της Ευρώπης, όσο για το “πολιτισμικό σήμα” που θα συνεχίσει να εκπέμπει η Δύση σ’ έναν κόσμο που θα την έχει πλέον ξεπεράσει.

Στις επόμενες δεκαετίες η γηρασμένη Ευρώπη θα συρρικνωθεί κι άλλο δημογραφικά (εκτός αν με τη συνδρομή και των μεταναστών ο πληθυσμός της θα παραμείνει σταθερός ή θα αυξηθεί έστω λιγάκι), ενώ η συμμετοχή της στο παγκόσμιο ΑΕΠ θα βαίνει συνεχώς μειούμενη. Ως το 2050 μόνο μία χώρα της Ε.Ε. θα βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα των πιο ισχυρών οικονομιών του κόσμου. Θα είναι η Γερμανία με ΑΕΠ 6.138 τρισ. δολάρια (PPP, ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) και θα βρίσκεται στην 9η θέση, κάτω από το Μεξικό και πολύ πιο κάτω από την Ινδονησία (4η θέση). Στην πρώτη θέση θα βρίσκεται η Κίνα με 58.499 τρισ. δολάρια (PPP, ισοτιμία αγοραστικής δύναμης), ακολουθούμενη από την Ινδία με 44.128 τρισ. δολάρια, ενώ σε μεγάλη απόσταση, 3η και “καταϊδρωμένη” θα είναι η σημερινή “παγκόσμια υπερδύναμη”, η Αμερική με 34.102 τρισ. Δολάρια. Στην πρώτη δεκάδα των πιο ισχυρών οικονομιών του κόσμου του 2050, θα βρίσκονται μόνον δύο Δυτικές χώρες (ΗΠΑ και Γερμανία) και αυτό τα λέει όλα.

Ο δημογραφικός παράγοντας είναι εξίσου σημαντικός: Το 1900 περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν “κάτω από τον πολιτικό έλεγχο” της Δύσης. Το 1990 το ποσοστό αυτό κατρακύλησε στο 15%, ενώ το έτος 2025 κάτω από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού θα βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Δύσης.
Ο οικονομικός ρόλος της Δύσης θα είναι περιορισμένος στις επόμενες δεκαετίες. Αυτή η εξέλιξη θα προκαλέσει μία, τεκτονικής φύσης, μετατόπιση της ισχύος από τη Δύση προς την Ανατολή και συγκεκριμένα προς την ανατολική και νότια Ευρασία (Κίνα και Ινδία). Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να συνεχίσει η Ευρώπη να είναι ενωμένη, καθώς η κάθε χώρα ξεχωριστά θα έχει πολύ μικρότερη σημασία σε σχέση με το ενιαίο μπλοκ της Ε.Ε. όπως εμφανίζεται σήμερα. Αυτό θα φανεί άλλωστε και με το Brexit, έπειτα από το οποίο η “περήφανη και ανεξάρτητη Μεγάλη Βρετανία” θα συνειδητοποιήσει πόσο μικρή και μη ανταγωνιστική είναι στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, καθώς θα βλέπει την οικονομία της να συρρικνώνεται, το βιοτικό της επίπεδο να μένει στάσιμο, τις επιχειρήσεις της να περνούν σε ξένα χέρια και το γεωπολιτικό της ρόλο να περιορίζεται.  Μέσα από αυτή την πικρή εμπειρία θα συνειδητοποιήσει πόσο πολύτιμη είναι η Ε.Ε., παρά τις όποιες ατέλειες της.

Σ’ έναν μετά-Δυτικό, πολυπολικό, κόσμο ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως “γέφυρας”, “σημείου αναφοράς” και παγκόσμιων πρωτοβουλιών για το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, θα είναι καθοριστικός και αναντικατάστατος. Μόνον έτσι μπορεί να αποτελέσει έναν φάρο ελπίδας για όλη την ανθρωπότητα και μια υπενθύμιση του θετικού ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η Δύση στο νέο πλανητικό πολιτισμό του 21ου αιώνα.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος

ΑΠΟ ΤΟ TVXS