Το τέλος της συνδικαλιστικής νεκροφάνειας: Κοινωνίες σε ακινησία δεν υπάρχουν

Του Γ. Λακόπουλου

Ένα από τα ελληνικά παράδοξα στη μνημονιακή περίοδο ήταν ο εθελούσιος αφοπλισμός του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι συνδικαλιστές λουφάξαν ακριβώς όταν έπρεπε να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή όχι για να διεκδικήσουν, αλλά για να διασώσουν κάποια από τα δικαιώματα των εργαζόμενων.

Ή έστω να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική θέση των υπουργών που συνομιλούσαν με την τρόικα.

Η άκρα του τάφου σιωπή είχε την εξήγησή της. Το συνδικαλιστικό κίνημα είχε κρατικοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια και τελούσε υπό τον έλεγχο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Και τα δυο κόμματα   συνέπραξαν μετά το 2012 στη μνημονιακή πολιτική -έχοντας στις πλάτες τους το βάρος της χρεοκοπίας που την επέβαλε.

Από την άλλη πλευρά όσο ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην αντιπολίτευση δεν είχε δυνάμεις στο συνδικαλισμό για να στηρίξει κινητοποιήσεις, ενώ ως κυβέρνηση στη συνέχεια δεν είχε λόγο να το κάνει, παρότι διακήρυσσε ότι τις… ήθελε.

Έμενε μόνο το ΚΚΕ με το ΠΑΜΕ για να οργανωθούν ανώδυνες και περιθωριακές συνδικαλιστικές δράσεις, με μοχλό τις διοικήσεις των συνδικάτων που επηρεάζει παραδοσιακά ο Περισσός.

Έτσι το συνδικαλιστικό κίνημα εξέπνευσε ακριβώς τη στιγμή που διαμορφώνονταν οι όροι για τη γιγάντωσή του. Ο ένας από τους «πυλώνες της Δημοκρατίας», που έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν έπαιζε κανένα ρόλο στις εξελίξεις όταν ήταν αναγκαίο να δίνει το στίγμα του.

Έμεναν πίσω οι εποχές της παντοδυναμίας των συνδικαλιστικών όταν διεκδικούσαν συνδιοίκηση στις ΔΕΚΟ,- όπου είχαν κράτος και βασίλειο, υστερώντας δραματικά στην οργάνωση του εργατοϋπαλληλικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα.

Ο Χρήστος Πολυζωγόπουλος -για χάρη του οποίου ως Πρωθυπουργός ο Κ. Σημίτης ακύρωσε τη συνδικαλιστική μεταρρύθμιση του 2001 και ξήλωσε τον Τάσο Γιαννίτση που την οργάνωσε -έμοιαζε ως πρόεδρος της ΓΣΕΕ με τον …Τσε Γκεβάρα, συγκρινόμενος με τον διάδοχό του.

Ο Γιάννης Παναγόπουλος που βρίσκεται.. δεκατρία χρόνια στην ηγεσία της του  εγχώριου συνδικαλισμού απεδείχθη πολύ βολικός και ως συνδικαλιστής έχει τις ιδιότητες του υδρογόνου: άοσμος, άχρωμος και άγευστος. Αξιοπρεπής, αλλά άβουλος, σχεδόν … διακριτικός, του καταλογίσθηκε ο ρόλος του οιονεί συνεργάτη της τρόικας και της εργοδοσίας- κατ’ αλλοίωση του ρόλου του.

Παρότι είναι στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, λέγεται ότι μετά το 2016 στρατεύθηκε στην απομάκρυνση του Τσίπρα και την επικράτηση του Μητσοτάκη. Επί των ημερών του στη ΓΣΕΕ πάντως επικράτησε ησυχία νεκροταφείου στον εγχώριο συνδικαλισμό.

Το συνδικαλιστικό παράδοξο της χώρας δείχνει να τελειώνει με την απεργία της 24ης Σεπτεμβρίου.  Ήταν σχετικά μαζική, είχε ευρέως αποδεκτά αιτήματα και πρακτικά έβγαλε από τη νεκροφάνεια το συνδικαλιστικό κίνημα, αναδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες σε ακινησία. Τουλάχιστον όχι για πολύ.

Οι περιθωριοποιημένοι συνδικαλιστές δείχνουν να βρίσκουν ακροατήριο, παρά την περίοδο παρακμής του «κρατικοποιημένου συνδικαλισμού» που τους  έστρεψε ακόμη και εναντίον όσων υποτίθεται εκπροσωπούσαν, ή τους  κινητοποιούσε με λάθος στόχους και πρακτικές.

 Αν ληφθεί υπόψη ότι ο λόγος της κινητοποίησης ήταν το…. αναπτυξιακό νομοσχέδιο του Άδωνι Γεωργιάδη η κλιμάκωση θα επέλθει με όσα ετοιμάζει ο Βρούτσης με το δικό του ασφαλιστικό -εργατικό νομοσχέδιο. Θα ξαναδούμε εργαζομένους με αγωνιστική διάθεση να δημιουργούν ισχυρό κίνημα διεκδικήσεων, με υποστήριξη απεργιών και διαδηλώσεων.

Σ’ αυτή την προοπτική είναι προφανές ότι η κυβερνητική παράταξη θα αντιταχθεί σοβαρά με δρακόντειες νομοθετικές παρεμβάσεις- ήδη ο Γεωργιάδης εξεγείρεται γιατί οι διαδηλωτές κλείνουν το δρόμο, αλλά και με επιθέσεις κατά των συνδικάτων και της έννοιας του συνδικαλισμού.

Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο σημερινός Πρωθυπουργός δεν συμπαθεί τον συνδικαλισμό. Πιστεύει ότι οι εργαζόμενοι οφείλουν να συνεργάζονται με την εργοδοσία και να αφήνουν την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στην καλή της διάθεση.

Η κυβέρνηση άλλωστε στο προσκλητήριό της προς τους επενδυτές προτάσσει τη χαλάρωση των εργατικών νόμων και την ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις- στις οποίες δεν είναι πρόθυμη να εντάξει την έννοια των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Άρα θεωρεί τις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις επιζήμιες.

Από τη άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση, παρότι εξακολουθεί να μην έχει ευρεία επιρροή στο συνδικαλισμό, παρά τα υψηλά εκλογικά ποσοστά της, έχει κάθε λόγο να διευκολύνει την κυοφορούμενη συνδικαλιστική έξαρση.  Έχοντας στο πλευρό της αυτή τη φορά και τις δυνάμεις που επηρεάζει το Κινάλ- το παλιό ΠΑΣΟΚ δηλαδή- που είναι ευρύτερες από τις δυνάμεις του Σύριζα.

Μοιραία η συνδικαλιστική δράση θα εμπλακεί στην πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι  στοιχείο που απειλεί την προοπτική να υπάρξει υγιής αναστήλωση του συνδικαλισμού με μαζική συμμετοχή των εργαζομένων στα σωματεία και τις κινητοποιήσεις.

Ο κομματισμός σκότωσε μια φορά τον συνδικαλισμό και θα επιχειρήσει να τον ξανασκοτώσει, αν δεν βρεθεί μπροστά μια νέα γενιά συνδικαλιστών απολύτως χειραφετημένων από τα κόμματα. Πρόσωπα που θα εμπνεύσουν τους εργαζομένους να επιστρέψουν στη «κανονικότητα» των διεκδικήσεων, χωρίς ακρότητες αλλά και χωρίς μεσολαβητές.

Αν δεχθούμε ότι στη μνημονιακή περίοδο, εκτός από τη λιτότητα υπήρξε προσαρμογή στα ευρωπαϊκή πρότυπα σε πολλούς τομείς  οργάνωσης του κράτους, το τέλος του Μνημονίου δίνει την ευκαιρία στον ελληνικό συνδικαλισμό να αποχτήσει ευρωπαϊκή ταυτότητα.