Χαίρε Άγγελε!

Του Μάνου Στεφανίδη

Δεν μπορώ να αποχαιρετήσω τον φίλο μου Άγγελο Δεληβορριά… Δεν το μπορώ. Δεν μπορώ να πω γειά σε έναν άνθρωπο που υπήρξε ανέκαθεν το σύμβολο της ζωντάνιας και της δημιουργίας. Που ήταν ο κομψός δάσκαλος όλων όσοι έχουν σχέση με την τέχνη, την ιστορία της ή τον τρόπο που αυτή παρουσιάζεται στα μουσεία.

 Δεν μπορώ να αποχαιρετήσω τον δάσκαλο μας στο Τμήμα θεατρικών σπουδών του ΕΚΠΑ αλλά και τον καθηγητή που αποχωρώντας έδωσε αγώνα για να τον διαδεχτώ – παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις των άσπονδων φίλων μου – κληροδοτώντας μου απλόχερα το μάθημα του: την διδασκαλία της τέχνης χωρίς δογματισμούς, χωρίς οιηματική ψευδοεπιστημοσύνη αλλά με πάθος και υποστήριξη της προσωπικής άποψης.

 Έφυγε μάλιστα από το Τμήμα πληγωμένος από την συμπεριφορά μερικών συναδέλφων. Αυτήν ειδικά τη στιγμή καταλαβαίνω πως ένιωσε τότε. Πόσο τον πίκρανε η μικρότητα και ο υπολογισμός.

Ο Δεληβορριάς, περισσότερο από μισόν αιώνα, υπήρξε ο κορυφαίος οργανωτής μουσείων στον τόπο μας. Ο ακάματος, εμπνευσμένος ενορχηστρωτής εκθέσεων, ο μελετητής και υπερασπιστής της διαχρονίας της ελληνικής τέχνης. Ο ανυπέρβλητος εξηγητής των μυστικών που κρύβουν οι καλλιτεχνικές δημιουργίες: Από τους αρχαϊκούς κούρους ως τους πίνακες του Διαμαντόπουλου ή τα σκυριανά έπιπλα.

Ο Αγγελος ήταν ο ζεστός οικοδεσπότης του Μουσείου Μπενάκη, ευπατρίδης αλλά διόλου σνομπ, που επεφύλασσε για τον καθένα – κυριολεκτικά – το πιο θερμό του χαμόγελο. Τη πιο ζεστή αγκαλιά. Το πιο ειλικρινές φιλί. Η τεράστια απώλεια του φαίνεται και από το ότι ουδείς μπόρεσε να τον αντικαταστήσει παρά τη διεθνή προκήρυξη στην οποία προέβη το Μουσείο.

Είδα τελευταία φορά τον Άγγελο πριν ένα μήνα, την 25η Μαρτίου, στο φιλόξενο σπίτι της Ισμήνης Καπάνταη. Καπνίσαμε μάλιστα ένα τσιγάρο κρυφά από την Μαρία. Ήταν πρόσχαρος και έτοιμος για νέα πρότζεκτ. Θυμηθήκαμε και τα κείμενα του Αντί με τα οποία γέλαγε. Ιδιαίτερα όταν επισκεπτόταν τους εκάστοτε υπουργούς πολιτισμού.

Τι να πρωτοθυμηθώ… Την έκθεση Γενέθλιον που στήσαμε μαζί το 2007 και την αφιερώσαμε στα ογδοντάχρονα του Βλάση Κανιάρη; Την ομαδική “ο Χρόνος, οι Άνθρωποι, οι Ιστορίες τους”, δύο χρόνια αργότερα ή την αναδρομική του Κυριάκου Κατζουράκη στην Πειραιώς λίγο μετά;

Ο Άγγελος ήταν πάντα άγγελος – προστάτης και άγγελος – φύλακας. Κορυφαίο και κύκνειο έργο του το μοναδικό Μουσείο Γκίκα στο οποίο κατέθεσε γνώση, έρωτα και ευαισθησία. Ένα αρχοντικό – κιβωτός ιστορίας. Το πένθος για την απώλεια του είναι βαρύτατο. Όση τουλάχιστον και η ευθύνη να μην απαξιωθεί το έργο του.

Αληθινός Άγγελος. Και στο σώμα και στη ψυχή. Σοφός και ανθρώπινος. Με ένα ποτήρι ουίσκι και ένα τσιγάρο ήταν πάντα έτοιμος να εξηγήσει, να διευθετήσει προβλήματα, να εμπνεύσει, να στηρίξει. Τυχεροί όσοι τον συναναστράφηκαμε. Η ψυχή του Μουσείου Μπενάκη σχεδόν μισόν αιώνα. Και αναντικατάστατος μετά την αποχώρηση του.

Άγιος ανάμεσα σε άλλους αγίους της νεοελληνικής ευαισθησίας. Τον Μόραλη, τον Κούνδουρο, την Έλλη Παππά, τον Τσαρούχη, τον Νικολάου, τον Μαυροΐδη, τον Άρη Κωνσταντίδη, τον Βάσο Καπάνταη, τη Λούλα και τον Γιώργο Χειμωνά, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Χρήστο Παπουτσάκη, τον Βλάση Κανιάρη κλπ. Γιατί ο Άγγελος προερχόταν από την Αριστερά. Μιαν άλλη αριστερά που διέθετε στυλ, γνώση, ανθρωπιά, όραμα, αρχοντιά. Αλησμόνητος !

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι  αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ