Χειρότερη επιλογή: να παγιδευτούμε σε αντιμετώπιση του θέματος σαν να είναι υπόθεση “εθνικής κυριαρχίας” κι όχι ανθρωπιστικής / προσφυγικής κρίσης

Του Νίκου Χρυσόγελου

 Η αυτο-παγίδευσή μας στη διαχείριση της κρίσης ως “πρόβλημα εθνικής ασφάλειας” αντί για πρόβλημα ανθρωπιστικής κρίσης μας εκθέτει σε μεγάλους κινδύνους, αν και σε πρώτη φάση μοιάζει σύμφωνη με την συναισθηματική φόρτιση που υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όμως, η πραγματική πολιτική δεν βασίζεται σε συναισθηματικές εξάρσεις αλλά σε καλή γνώμη των δεδομένων και λήψη αποφάσεων μετά από μελέτη και αξιολόγηση σεναρίων.

Κοινωνία και πολιτικοί συνήθως αντιδρούν, όμως, σε ένα ζήτημα με συναισθηματικό τρόπο και όχι στη βάση σοβαρών αναλύσεων, τεκμηρίωσης και εναλλακτικών σεναρίων. Για άλλη μια φορά έχουμε κάνει – η κυβέρνηση αλλά με την υποστήριξη ή ανοχή μεγάλου ποσοστού της κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων – ένα σοβαρό, στρατηγικής φύσης λάθος στην αντιμετώπιση της εξελισσόμενης κρίσης.

Στην αρχή, μερικές εκατοντάδες άτομα, στη συνέχεια κάπου 10.000, συγκεντρώθηκαν στα ελληνο-τουρκικά σύνορα (προς το παρόν, αργότερα ίσως και στα τουρκο-βουλγαρικά). Σπασμωδικά η κυβέρνηση, χωρίς καλή γνώση της κατάστασης και των δεδομένων, άρχισε να το αντιμετωπίζει ως θέμα εθνικής ασφάλειας. Μάλιστα όχι μόνο ο γνωστός Άδωνης Γεωργιάδης αλλά και άλλοι επίσημοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης άρχισαν να μιλάνε για “εισβολή” και απειλή της εθνικής ασφάλειας, υιοθετώντας ακραίες τοποθετήσεις που μέχρι πριν λίγο θεωρούσαμε ότι δεν μπορούν να υποστηριχθούν από συστημικά κόμματα όπως είναι η ΝΔ.

Βήμα – βήμα η κυβέρνηση αυτοπαγιδεύεται σε μια ρητορική αλλά και σε μέτρα που κλίνουν προς την στρατιωτική αντιμετώπιση της κρίσης, αντί της ορθής πολιτικής λύσης – με αλληλο-συμπληρούμενες κινήσεις – μιας ανθρωπιστικής / προσφυγικής ή έστω (για να πάμε παρακάτω) μεταναστευτικής κρίσης.

Ο Ερντογάν είχε προαναγγείλει την κίνηση. Είτε την οργάνωσε εξ ολοκλήρου ο ίδιος είτε την εκμεταλλεύθηκε επειδή έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση, το αποτέλεσμα είναι ότι η Τουρκία είχε προανήγγειλε ότι ανοίγει τα σύνορα γιατί “δεν μπορεί να συγκρατήσει άλλο τους πρόσφυγες που βρίσκονται στο έδαφός της”. Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν εμποδίζει άλλους πρόσφυγες, ιδιαίτερα από τη Συρία, να εισέλθουν στο έδαφος της Τουρκίας, ενώ χρησιμοποιεί το χαρτί των μετακινήσεων προς την Ευρώπη – όπως έχει απειλήσει πολλές φορές – για να πετύχει κέρδη σε έναν διπλό εκβιασμό: και περισσότερα χρήματα και πολιτική υποστήριξη στην υπόθεση της Συρίας, όπου κινδυνεύει τώρα να παγιδευτεί με την αλλαγή των ισορροπιών στην εύθραυστη σχέση του με το καθεστώς Άσαντ και τη Ρωσία. Φαίνεται ότι τώρα οι σύμμαχοι αυτοί είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη συνεργασία με την Τουρκία, κάτι που ίσως δεν είχε υπολογίσει να συμβεί τόσο γρήγορα ο Ερντογάν. Αν και τίποτα δεν είναι οριστικό, όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους σαν τον Πούτιν, τον Άσαντ, τον Ερντογάν, προς το παρόν τα πράγματα δείχνουν ότι οδηγούμαστε σε μια στρατιωτική κλιμάκωση στη Β. Συρία με την Τουρκία να κινδυνεύει να χάσει ένα πόλεμο και τον νεο-σουλτάνο να δει τα όνειρά του να γκρεμίζονται και το πολιτικό του κεφάλαιο να καταρρέει.

Η κατάσταση στην Τουρκία και η ρευστότητα στο πολεμικό μέτωπο, είναι σίγουρο ότι έπαιξαν το ρόλο τους στην απόφαση του Ερντογάν να “ανοίξει τώρα τα σύνορα της Τουρκίας προς την Ευρώπη”. Τα εκατομμύρια των προσφύγων / μεταναστών στην Τουρκία δεν θα ήθελαν να μένουν εκεί για πάντα, δοκίμασαν πολλοί και πέτυχαν το 2015 να μετακινηθούν προς ευρωπαϊκές χώρες, τώρα μέσα και από ένα σύνολο μηνυμάτων στα σόσιαλ μίντια δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι είναι η ώρα για μια δεύτερη “έφοδο” προς το όνειρο. Στην αρχή περιορισμένα, τώρα όλο και πιο μαζικά, αρχίζουν να συρρέουν στα τουρκο-ελληνικά σύνορα χιλιάδες (?) άνθρωποι απελπισμένοι, αλλά που ονειρεύονται μια ασφαλή, νέα ζωή στην Ευρώπη. Η Τουρκία ήταν πάντα ενδιάμεσος σταθμός, όπως και η Ελλάδα, δεν είναι τελικός προορισμός.

Η ελληνική κυβέρνηση αλλά και οι θεσμοί της χώρας πιάστηκαν άλλη μια φορά απροετοίμαστοι και χωρίς σχέδιο, ενώ η προοπτική αυτή ήταν μία από όσες θα έπρεπε να είχαν εξετάσει. Τα μηνύματα ήταν σαφή, γνωρίζουμε ότι στην Τουρκία υπάρχουν 3.600.000 πρόσφυγες που απελπίζονται και δεν πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να γυρίσουν στον τόπο τους. Γιαυτό εδώ και καιρό έχουν αρχίσει να κινούνται μαζικά προς τα σύνορα και τα παράλια (πληροφορίες λένε ότι έχουν ξεκινήσει την προσπάθεια μετακίνησης προς τα παράλια και τα σύνορα κάπου 120.000 άτομα).

Πάνω στον πανικό της, σε συνέχεια της καταστροφικής επιλογής της να δημιουργηθούν στα νησιά κλειστά κέντρα για πάνω από 20 -40.000 πρόσφυγες, που επιδιώχθηκε μάλιστα να επιβληθεί με βία και αστυνομικό κράτος, η κυβέρνηση υποχώρησε στην πίεση κάποιων λόμπι και συμβιβάστηκε να αντιμετωπίσει την νέα επερχόμενη κρίση ως “απειλή εθνικής κυριαρχίας”, αντί να προσπαθήσει για λύσεις κατάλληλες για αυτό που είναι, δηλαδή λύσεις για μια ανθρωπιστική κρίση.

Το επόμενο λάθος της είναι η υιοθέτηση, ως συνέπεια αυτής της στρατηγικής επιλογής της, μιας σειράς πολιτικών αποφάσεων που οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερο αδιέξοδο:

– Ενίσχυση του ρόλου των ενόπλων δυνάμεων για να επιβεβαιωθεί η εικόνα απειλής εθνικής κυριαρχίας,

– Μετριασμό των κραυγών από επίσημα χείλη περί “εισβολής”, αλλά υιοθέτηση ενός εξίσου επικίνδυνου όρου που παραπέμπει σε σρατιωτική ή τρομοκρατική απειλή, αυτόν της “ασύμμετρης απειλής”, και χρησιμοποίηση φρασεολογίας που δραματοποιεί την κατάσταση “δεχόμαστε επίθεση στα σύνορά μας”, “αποκρούσαμε 10.000 (!) απόπειρες παραβίασης των συνόρων μας”, “αμυνόμαστε υπέρ του πάτριου εδάφους” στην προσπάθεια να δημιουργηθούν, με επικοινωνιακό τρόπο, συνειρμοί ανάλογοι με την εισβολή των …Ιταλών το 1940. Είναι αλήθεια ότι παρόμοιες συναισθηματικές εξάρσεις συγκινούν ένα σημαντικό ακροατήριο, παρά την πραγματική ζημιά που κάνουν στην ασφάλεια της χώρας. 

– “Δημοσιοποίηση πληροφοριών για ασκήσεις του 4ου Σώματος Στρατού με πραγματικές βολές “ευθυτενούς τροχιάς με πολυβόλα, τυφέκια και πιστόλια με πραγματικά πυρά, σε όλη την παρέβρια περιοχή”

– Επίκληση του Άρθρου 78, παράγραφος 3 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ), το οποίο όμως κυρίως παραπέμπει σε εξωτερική απειλή ασφάλειας

– “Αναστολή για ένα μήνα της αποδοχής αιτήσεων ασύλου και άμεση επαναπροώθηση χωρίς καταγραφή όσων περάσουν παράτυπα τα σύνορα“, αν και κάποιοι νόμιμοι δρόμοι υποβολής αιτημάτων ασύλου θα ήταν ίσως η μόνη σοφή κίνηση για μερική, έστω, εκτόνωση της πίεσης.

Γιατί είναι μέγα λάθος η αντιμετώπιση της κρίσης ως υπόθεση εθνικής ασφάλειας

– Η ΕΕ δεν έχει προς το παρόν εργαλεία για επίδειξη αλληλεγγύης σε θέματα εθνικής ασφάλειας, για να το πούμε πιο απλά δεν έχει δυνατότητα κοινών επιχειρήσεων για προστασία εθνικής κυριαρχίας ή εθνικής ασφάλειας ακόμα και αν αυτό ήταν πράγματι το πρόβλημα, ακόμα και αν αντιμετώπιζαν το θέμα υπό την οπτική αυτή όλες οι κυβερνήσεις.

– Όταν οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια αποδεικνύονται μη-ικανές να αντιμετωπίσουν οργανωμένα ένα ζήτημα, ανακαλύπτουν τις …ασύμμετρες απειλές (πυρκαγιές 2007, Μάτι, κ.α). Η ασύμμετρη απειλή είναι, όμως, ένας στρατιωτικός όρος που υπονοεί μια οργανωμένη επιχείρηση με στρατιωτικούς ή τρομοκρατικούς στόχους. Βλέπουμε απέναντι μας έναν οργανωμένο στρατό, αντάρτες, έστω κάποιους που απειλούν να καταλάβουν τη χώρα ή έχουμε να κάνουμε με ταλαιπωρημένους κι απελπισμένους ανθρώπους;

Όσοι υπονοούν ότι οι άνθρωποι αυτοί στα σύνορα είναι απειλή για την εθνική ασφάλεια μας, και όχι μια πρόκληση ανθρωπιστικού χαρακτήρα, κινούνται από ιδεολογική προσέγγιση και όχι από πραγματιστική ανάλυση των δεδομένων. Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας, ας πούμε ότι μπαίνουν στην Ελλάδα αυτοί οι απελπισμένοι άνθρωποι. Τι θα κάνουν; Θα καταλάβουν τη χώρα ή θέλουν να φύγουν για άλλες χώρες; Η θεωρία της εισβολής ή της ασύμμετρης απειλής δεν συνδέεται με λογικό τρόπο με την πραγματικότητα. Αν ήταν εισβολή και όχι ανθρωπιστικό ζήτημα, αυτοί οι άνθρωποι θα επιδίωκαν να καταλάβουν κάτι, τις στρατιωτικές βάσεις, τα υπουργεία, τις κρίσιμες υποδομές. Όμως, σχεδόν όλοι θέλουν να φύγουν για άλλες χώρες νόμιμα ή έστω πληρώνοντας διακινητές. Πώς λοιπόν μπορεί να σταθεί η θεωρία της “εισβολής” ή της “ασύμμετρης απειλής” που προφανώς στοχεύει να προκαλέσει βλάβη σε μια χώρα; Αστείες αναλύσεις που δυστυχώς εκφέρονται από επίσημα χείλη και είναι προφανές ότι βασίζονται ξεκάθαρα σε ιδεολογικά στερεότυπα.

– Για άλλη μια φορά η εμμονή στην αντιμετώπιση των θεμάτων μέσα από μια στενή οπτική της Ελληνο-Τουρκικής αντιπαράθεσης οδηγεί σε στρατηγικά αδιέξοδα, όπως συνέβη και με το θέμα της Λιβύης και του Συμφώνου Τουρκίας – Λιβύης,. Η Ευρώπη δεν θέλει να μπλέξει στην ελληνο-τουρκική διένεξη, πολύ περισσότερο να λάβει θέση εναντίον της Τουρκίας, για γεω-στρατηγικούς λόγους αλλά και γιατί αντιλαμβάνεται ότι ακόμα και τώρα ο εκβιασμός του Ερντογάν είναι διαχειρίσιμος, αλλά μια πλήρη αντιπαράθεση μαζί του θα δημιουργούσε εκρηκτική κατάσταση με “ώθηση” 3.500.000 προσφύγων προς την Ευρώπη. Δυστυχώς, είναι κάτι που πάνω στον πανικό της δεν μπορεί να εκτιμήσει η κυβέρνηση και οι σύμβουλοί της που διακατέχονται από μια εμμονή να εξετάζουν όλα τα θέματα υπό την οπτική της απειλής ή του φόβου της Τουρκίας σε διμερές επίπεδο.

– Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να προβούν σε πολιτικές δηλώσεις και να στείλουν περισσότερες δυνάμεις της FRONTEX και εξοπλισμό, αλλά μέχρι εκεί όσο θέτουμε θέμα εθνικής ασφάλειας. Δεν θα επεξεργαστούν λύσεις για τους πρόσφυγες/μετανάστες που είναι το βασικό θέμα, αφού εμείς τους “διευκολύνουμε” με την οπτική της “εθνικής ασφάλειας”. Θα πετάξουν την μπάλα στην εξέδρα. Το δείχνουν οι δηλώσεις των επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της ΕΕ:

  • Το βράδυ του Σαββάτου 29 Φεβρουαρίου, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ εξέδωσε μία δήλωση για τα πρόσφατα γεγονότα στη Συρία και για τα όσα συμβαίνουν στον Έβρο, που καταλήγει: «Η ΕΕ εμπλέκεται ενεργά με σκοπό να στηρίξει τη Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας και να υποστηρίξει την Ελλάδα και τη Βουλγαρία να προστατεύσουν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ»
  • Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έγραψε στο Twitter ότι η “ΕΕ είναι πρόθυμη να παράσχει στήριξη μέσω της Frontex
  • Ο ‘Υπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης)Ζοζέπ Μπορέλ, δήλωσε το απόγευμα της Κυριακής, ότι θα συγκληθεί έκτακτο Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων (έπειτα και από αίτημα του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια), και κατέληξε ότι «η Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας πρέπει να διατηρηθεί. Η ΕΕ παραμένει δεσμευμένη στην υποστήριξη της Ελλάδος και της Βουλγαρίας για την αντιμετώπιση της εξελισσόμενης κατάστασης».

Είναι σαφές, δηλαδή, ότι δεν θα το αντιμετωπίσουν ως κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα (προσφυγικό, ανθρωπιστικό) αλλά θα “υποστηρίξουν” την Ελλάδα και την Βουλγαρία να “προστατεύσουν τα εξωτερικά σύνορα” προσφέροντας στήριξη μέσω της Frontex.

– Η προσέγγιση του θέματος ως πρόβλημα εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας διευκολύνει, επίσης, τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να “αδιαφορήσουν” για την ανθρωπιστική κρίση, να το παίξουν Πόντιοι Πιλάτοι και να μη τοποθετηθούν στην λογική απαίτηση που θα έπρεπε να θέσουμε, να μοιραστούν δηλαδή όλες οι χώρες ένα αριθμό προσφύγων μετά από μια διαδικασία υποβολής και αξιολόγησης αιτήσεων ασύλου, κάτι που εκ των πραγμάτων θα ήταν υποχρεωμένοι να υιοθετήσουν αργά ή γρήγορα, μέσα από ένα νέο πρόγραμμα relocation (μετεγκαταστάσεων), όπως συνέβη το 2016, 2017.

–Για να βρεθούν λύσεις σε ένα τέτοιο θέμα χρειαζόμαστε συμμαχίες με διάφορες πολιτικές ομάδες μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο ή στα εθνικά κοινοβούλια. Οι ακροδεξιοί μόνο θα σταθούν δίπλα μας ως “πρόβλημα εθνικής ασφάλειας της Ευρώπης”, αλλά έτσι τα επιχειρήματά μας θα είναι υποθηκευμένα εκ των προτέρων. Δεν θα έχουμε πολιτικές συμμαχίες ταυτιζόμενοι με την ρητορική και την πολιτική των ακροδεξιών που μιλάνε συνεχώς για “εισβολή”. “εθνική κυριαρχία”, “κίνδυνο για την Ευρώπη από τους τζιχαντιστές και ισλαμιστές”. Αυτές οι δυνάμεις είναι – όπως αποδείχθηκε και στις ευρωεκλογές – περιθωριακές και απομονωμένες, οπότε δεν έχουμε κανένα λόγο να ταυτιστούμε έστω και έμμεσα μαζί τους.

– Η κυβέρνηση έχει, επίσης, την αφελή άποψη – πόσο μοιάζει με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ – ότι θα πιέσει την Μέρκελ να καταγγείλει τον Ερντογάν, και να λάβει ανοικτά μέρος δίπλα μας στο θέμα της “εθνικής ασφάλειας”. Τότε, όμως, η Μέρκελ θα κινδύνευε να δει να ανοίγουν πραγματικά τα σύνορα από τον Ερντογάν, όχι απλώς ως μέσο εκβιασμού, ενώ θα ρίσκαρε πολλά από τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας της. Επειδή, όμως, είναι και μια πολιτικός που γνωρίζει τα πράγματα καλύτερα από τους δικούς μας πολιτικούς και δεν κινείται σπασμωδικά με ιδεοληψίες, αντιλαμβάνεται ότι παρόμοια θέματα αντιμετώπισαν ήδη πολλές άλλες χώρες το 2015-2016, μεταξύ άλλων και η Γερμανία, όταν οι πρόσφυγες διέσχιζαν κατά χιλιάδες – πολύ περισσότεροι από σήμερα – πολλά εσωτερικά σύνορα χωρών της ΕΕ. Εκτός από ακροδεξιές κυβερνήσεις, όλες οι άλλες διαχειρίστηκαν το θέμα με μεγαλύτερη ψυχραιμία, καλύτερα ή χειρότερα, πάντως με όρους προσφυγικής / μεταναστευτικής κρίσης και όχι απειλής εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας, με εξαίρεση την κυβέρνηση κυρίως της Ουγγαρίας και την κυβερνητική συμμαχία του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος με το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας. Ακόμα και όταν χιλιάδες πρόσφυγες είχαν συγκεντρωθεί στην Ειδομένη, στα σύνορά μας με την Βόρεια Μακεδονία, η χώρα αυτή δεν κατέφυγε σε θεωρίες “εθνικής απειλής από την Ελλάδα”, κάτι που όμως θα την διευκόλυνε να πολώσει την κοινή γνώμη στο εσωτερικό της χώρας.

Γιατί πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση με όρους ανθρωπιστικής, προσφυγικής κρίσης;

– Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση και να συμμετάσχουν στην ουσιαστική επίλυση του ζητήματος μόνο αν το θέσουμε στις πραγματικές του βάσεις, όπως είναι δηλαδή αληθινά. Έχουμε μια νέα έξαρση των μετακινήσεων πληθυσμών με προσφυγικό χαρακτήρα, έστω με μεικτό (προσφυγικό – μεταναστευτικό). Αυτό αντιλαμβάνονται όλα τα διεθνή ΜΜΕ και αυτό μπορεί να καταλάβει με ξεκάθαρο τρόπο η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

– Εκ των πραγμάτων υπάρχει σε εξέλιξη η συζήτηση για την αναθεώρηση του “Δουβλίνου ΙΙΙ” και η υιοθέτηση νέων ρυθμίσεων. Αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να χρησιμεύσει για μια θεσμική λύση στην σημερινή κρίση, στη βάση κάποιων ιδεών που βρίσκονται στο τραπέζι αλλά δεν έχουν συμφωνηθεί, όπως είναι η προσωρινή κατάθεση αίτησης ασύλου που δεν θα αφορά μόνο την πρώτη χώρα υποδοχής αλλά οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ και η δημιουργία νόμιμων δρόμων υποβολής αιτημάτων ασύλου ακόμα και εκτός των συνόρων της ΕΕ. Σε αυτή τη συζήτηση θα μπορούσαμε να θέσουμε αιτήματα και να πιέσουμε μέσα από ευρύτερες συμμαχίες για ρεαλιστικές λύσεις, ώστε να μην δεχόμαστε μόνοι όλη την πίεση στα σύνορά μας. Η σημερινή κρίση θα μπορούσε να μετατραπεί στην καλύτερη ευκαιρία για να προχωρήσει η μεταρρύθμιση του “Δουβλίνου ΙΙΙ” προς μια πιο ισορροπημένη και δίκαιη διαδικασία. Η προσέγγιση με όρους “εθνικής ασφάλειας” αντιθέτως μεταφέρει όλο το βάρος σε εμάς για “προστασία των συνόρων μας”.

Είναι λύση να αφήσουμε αφύλακτα ή ανοικτά τα σύνορά μας ακόμα και αν πρόκειται για πρόσφυγες;

Προφανώς δεν μπορεί να μπαίνει και να βγαίνει όποιος θέλει διασχίζοντας τα σύνορα της χώρας ανεξέλεγκτα, και μάλιστα μαζικά. Υπάρχουν κάποιοι κανόνες είτε μεταξύ των χωρών της ΕΕ είτε για τους πολίτες τρίτων χωρών. Στην περίπτωση αυτή η πολιτική λύση θα ήταν να δημιουργηθούν νόμιμοι δρόμοι για υποβολή αιτήματος ασύλου και να εξεταστεί η ξεχωριστή αίτηση κάθε ατόμου (δεν υπάρχει εξέταση με μαζικό τρόπο των αιτήσεων) με αξιοπιστία και δίκαιο τρόπο. Άλλος δρόμος με βάση το διεθνές δίκαιο δεν υπάρχει. Το υπονοούν οι ανακοινώσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, πιο ρητά η ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων διεθνών οργανώσεων.

Ναι αλλά, θα πουν κάποιοι, αυτοί θα παγιδευτούν στην Ελλάδα “αφού τα σύνορα των άλλων χωρών έχουν κλείσει”. Είναι πραγματικά έτσι η κατάσταση; Από όσους έχουν περάσει από τα ανατολικά μας σύνορα, η μεγάλη πλειοψηφία έχει φύγει με νόμιμο τρόπο ή παράτυπα, πληρώνοντας διακινητές. Ελάχιστοι έχουν παραμείνει στη χώρα. Αυτοί που παγιδεύονται είναι κυρίως όσοι έχουν στοιβαχτεί στα νησιά. Όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πρέπει να θέσουμε σαφώς θέμα δίκαιου επιμερισμού των αιτούντων άσυλο σε άλλες χώρες, δηλώνοντας όμως ταυτοχρόνως ότι εμείς μπορούμε να φιλοξενήσουμε κι εντάξουμε 150.000 χιλιάδες πρόσφυγες. Δεν είναι κακό να ζητάς οικονομικούς πόρους για την φιλοξενία των προσφύγων, κακό είναι να σπαταλιούνται πόροι (ελληνική περίπτωση) ή να εκβιάζεις (όπως ο Ερντογάν), μετατρέποντας τους πρόσφυγες σε μπαλάκι για άλλες επιδιώξεις.

Να μην χαθεί η ψυχραιμία, να αποκλιμακωθεί η ένταση

Ψυχραιμία χρειάζεται, αποκλιμάκωση και πολιτικές λύσεις μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που τους αφορά το θέμα αφού εκεί θέλουν να καταλήξουν σχεδόν όλοι. Δεν πρέπει να φορτωθούμε από μόνοι μας την πλήρη διαχείριση ενός ανθρωπιστικού θέματος και πολύ περισσότερο να το αντιμετωπίσουμε με λάθος στάση – στρατιωτική βία – που θα μας μετατρέψει σε μαύρο πρόβατο για το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης.

Μια εκτός ορίων διαχείριση ενός ανθρωπιστικού ζητήματος με στρατιωτικούς όρους μπορεί να μας καταστήσει υπόλογους για παραβίαση του δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους πρόσφυγες ή και να ανοίξει συζήτηση για την ενεργοποίηση του άρθρου 7 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ, όπως στην περίπτωση της Ουγγαρίας.

Το ένα λάθος πάνω στο άλλο

Προς το παρόν, η κυβέρνηση κάνει το ένα λάθος πάνω στο άλλο και σύντομα δεν θα έχει διέξοδο διαφυγής. Είναι απορίας άξιο πώς ένας υποτίθεται φιλελεύθερος πρωθυπουργός επιλέγει μια ακραία διχαστική και ξενοφοβική πολιτική αντιμετώπισης μιας ανθρωπιστικής κρίσης, όταν ακόμα και οι πιο ακραίοι πολιτικοί δυσκολεύονται να φτάσουν τόσο σύντομα σε παρόμοια ακραία στάση. Βλέπουμε να κλιμακώνεται η στρατιωτική αντιμετώπιση μιας ανθρωπιστικής κρίσης γιατί υπεισέρχεται ακραία ιδεολογική εκμετάλλευση του θέματος.

Η επόμενη και ακόμα πιο λανθασμένη κίνηση είναι χρήση πραγματικών πυρών εναντίον των συγκεντρωμένων στις Καστανιές. Φανταστείτε τι μπορεί να γίνει αν σκοτωθούν από την άλλη πλευρά άνθρωποι που προέρχονται σε μεγάλο ποσοστό από εμπόλεμες ζώνες και δικαιούνται πρόσβαση σε διαδικασία αίτησης ασύλου. Ήδη διακινούνται φήμες ή και υλικό για πρόσφυγες που σκοτώθηκαν, κάτι που θα αυξήσει την ένταση είτε είναι fake news είτε αλήθεια. Ας μην υποτιμάμε ότι διεξάγεται ένας “πόλεμος” παραπληροφόρησης – συχνά και οι δημοσιογράφοι μεταφέρουν αυτή την παραπληροφόρηση – που μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις ακόμα και με τη φήμη “κάποιων νεκρών από σφαίρες”.

Μα είναι όλοι αυτοί πρόσφυγες; Ή μήπως είναι μετανάστες και δεν δικαιούνται προστασίας με βάση το δίκαιο για το άσυλο;

Όπως μπορείς να δεις κάποιος (και) από τα μη αυτο-λογοκριμένα τηλεοπτικά πλάνα, εκεί στις Καστανιές βρίσκονται οι πάντες, οικογένειες, μωρά, ανήλικα παιδιά, ενήλικες, άνδρες και γυναίκες. Δεν ισχύει αυτό που προσπαθούσαν να μας πείσουν κάποιοι, ότι είναι δηλαδή μόνο άνδρες, οικονομικοί μετανάστες. Προφανώς οι νέοι σε ηλικία άνδρες θα είναι μπροστά, πιο πίσω όμως είναι γυναίκες με μωρά και παιδιά. Αυτή είναι η σύνθεση του προσφυγικού / μεταναστευτικού ρεύματος.

Είναι τελικώς πρόσφυγες ή μετανάστες ή μεικτές ροές όλοι αυτοί; Η απάντηση είναι ότι μιλάμε για μεικτές ροές αλλά το 80-90%, με βάση την μέχρι τώρα εμπειρία. είναι πιθανόν να πρέπει να αντιμετωπιστούν ως πρόσφυγες, αλλά αυτό δεν θα απαντηθεί αν δεν εξεταστεί κάθε περίπτωση χωριστά.

Σύμφωνα πάντως με τα επίσημα στοιχεία:

– οι Σύριοι είναι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% πρόσφυγες,

– οι Αφγανοί σε ποσοστό 79% (αναγνωρίζεται ότι) έχουν προσφυγικό προφίλ,

– το 90% των Σομαλών θεωρούνται πρόσφυγες,

– το ίδιο και εξίσου υψηλό ποσοστό αφορά και άλλους αιτούντες άσυλο, όπως αυτοί που έρχονται από το Ιράκ, την Παλαιστίνη κι άλλες επικίνδυνες περιοχές στην Αφρική.

Ακόμα και αν το 100% των ανθρώπων αυτών ήταν μετανάστες, αυτό θα έπρεπε να διαπιστωθεί μέσα από τις διαδικασίες που προβλέπει η διεθνής νομοθεσία και όχι μέσω τηλεοπτικών παραθύρων ή από τα σόσιαλ μίντια ή με ένα γενικό αφορισμό.

Αν θέλουμε δημοκρατία, σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους, ασφάλεια και ειρήνη, αρμονική σχέση με τη φύση και μεταξύ των ανθρώπων αυτή η κρίση πρέπει να οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές στις πολιτικές που κυριαρχούν στη χώρα μας και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί τα θέματα είτε αφορούν μια δημοσιονομική είτε μια οικολογική ή ανθρωπιστική κρίση.

Πρέπει να προσπαθήσουμε μέσα από την νέα, βαθιά ιδεολογικο-πολιτική και ανθρωπιστική κρίση να επανενώσουμε τη χώρα στη βάση δημοκρατικών, ανθρωπιστικών, κοινωνικών και οικολογικών αξιών.

Ο πόλεμος ενάντια στους απελπισμένους, αντί για μια ορθολογική και πολυεπίπεδη αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, θα δημιουργήσει ένα βαθύ χάσμα κυρίως στο εσωτερικό της κοινωνίας μας, ενώ θα έχει μεγάλες επιπτώσεις και στις διεθνείς μας σχέσεις σε μια εποχή που έχουμε, έτσι κι αλλιώς, πολλά ανοικτά μέτωπα  και μια ασταθή οικονομία.

*Πρώην ευρωβουλευτή και περιφερειακού μέλους του Συντονιστικού Συμβουλίου συμβούλου Ν. Αιγαίου, συμπροέδρου των Πράσινων Αλληλεγγύη, μέλους της Πρωτοβουλίας για ανεξάρτητο, ενωτικό Πράσινο Κόμμα.