Όταν ο Ρέντσι απαντάει στους επικριτές του Τσίπρα για το 2015


Ήταν αρκετή η εξομολόγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα για να ακυρωθούν οι υπερβολές που καταλογίζουν δυο χρόνια τώρα στον Αλέξη Τσίπρα οι αντίπαλοί του για το 2015. Το βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας που το βράδυ της μεγάλης διαπραγμάτευσης καθόταν δίπλα στον Έλληνα Πρωθυπουργό βάζει τα πράγματα στη θέση τους, καθώς σημειώνει ότι αυτό που προσπαθούσε να κάνει ο Τσίπρας ήταν α βρει έναν “έντιμο συμβιβασμό ανάμεσα στις απαιτήσεις των δανειστών και την προεκλογική του πλατφόρμα”.

Ήταν δηλαδή μια τυπική πολιτική μάχη ενός Πρωθυπουργού απέναντi σε άλλους με διαφορετικές επιδιώξεις. Συνήθης ενδοευρωπαϊκή κατάσταση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προεκλογική πλατφόρμα του Τσίπρα ήταν λανθασμένη στηρίχθηκε σε δεδομένα που δεν είχαν σταθμιστεί σωστά και επιπλέον είχε αναθέσει ρόλους σε ακατάλληλους ανθρώπους. Ήταν όμως υποχρεωμένος να προτάξει αυτή την πλατφόρμα γιατί με αυτή εξελέγη. Αν την εγκατέλειπε αμέσως θα όφειλε να καταθέσει και την εντολή. Διαφορετικά θα ήταν σαν τον Γ. Παπανδρέου που πήρε αποφάσεις για τις οποίες δεν είχε εξουσιοδότηση.

Η αρχική στάση του ήταν πρακτικά ζημιογόνα για τη χώρα, αλλά εντίμως όταν είδε ότι δεν βγαίνει έκανε στροφή και λειτούργησε στα τυπικά ευρωπαϊκά πλαίσια- που ήταν ασφυκτικά για την Ελλάδα που παρέλαβε. Για τα υπόλοιπα αφήγηση του Ρέντσι είναι αποκαλυπτική-καθώς μεταξύ των άλλων δείχνει ότι ο Τσίπρας δεν ήταν μόνος του εκείνο το βράδυ, απέναντι στις επιδιώξεις κάποιων χώρων.

“Η Ελλάδα, εδώ και οκτώ μήνες, ταλαντεύεται ανάμεσα στην παραμονή και στην έξοδο από το ευρώ. Οι εφημερίδες, στην Γερμανία, ασχολούνται μόνον με αυτό. Ένα μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης ασκεί σαφείς πιέσεις υπέρ της αποβολής της Ελλάδας από την Ένωση. Στην νύχτα αυτή της αλήθειας κάθομαι δίπλα στον Αλέξη. Είμαστε σχεδόν συνομήλικοι και έστω και αν οι Ιταλοί υποστηρικτές του με περιγράφουν σαν τον εχθρό που πρέπει να καταρριφθεί, γνωρισθήκαμε και υπάρχει αλληλοεκτίμηση.

Μαζί με τον Ολάντ δημιουργούμε ένα κοινό μέτωπο κατά των επιθέσεων σε βάρος του Τσίπρα που εξαπολύει το μέτωπο όσων υποστηρίζουν την δημοσιονομική ακαμψία. Κατά τις τρεις την νύχτα, η τελευταία μορφή του κειμένου προβλέπει την δημιουργία ενός ταμείου πενήντα δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα προκύψουν από τις ελληνικές ιδιωτικοποιήσεις, με έδρα όχι την Αθήνα, αλλά το Λουξεμβούργο. Αρχίζει η σύγκρουση. Ο Τσίπρας μου λέει με χαμηλή φωνή, στα αγγλικά: «Ι’ enough», δεν μπορώ άλλο. Προσπαθώ να τον σταματήσω.

Στην συνέχεια, όταν απομακρύνεται για να τηλεφωνήσει στην Αθήνα, παίρνω τον λόγο μαζί με τους Γάλλους για να υπερασπισθώ όσα είναι δυνατόν. Υψώνω την φωνή. Η συνεδρίαση διακόπτεται. Και έξω, στους διαδρόμους, αρχίζουμε να φωνάζουμε:

«Σε τι σας χρησιμεύει το να ταπεινώνετε έναν λαό;» ρωτώ τους δυο πιο φανατικούς υποστηρικτές της εξόδου της Ελλάδας, και οι δυο από τον Βορρά. Ξεκινά η πιο έντονη λεκτική διαμάχη που έχω ζήσει μέσα σε μια τριετία. Ο συμβιβασμός θα φτάσει μόνον στις οκτώ το πρωί”.

Όποιος θέλει να διαβάσει σωστά αυτή την αποκάλυψη μπορεί να καταλάβει και τι έγινε και το μέγεθος της παραπληροφόρησης στην Ελλάδα μετά από εκείνο το βραδύ. Ο Τσίπρας ενήργησε με καθαρό τρόπο: πάλεψε την πολιτική του, ηττήθηκε, έκανε στροφή, αγνόησε το -αντιευρωπαϊκό- αποτέλεσα του δημοψηφίσματος, υπέγραψε το Μνημόνιο. Απευθύνθηκε στους πολίτες για τη συνέχεια και έκτοτε υλοποιεί αυτό που ανέλαβε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Τι δεν καταλαβαίνουν κάποιοι;