Του Σωκράτη Αργύρη
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη βγήκε οικονομικά εξαντλημένη και στρατηγικά εξαρτημένη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν σε ηγεμονική δύναμη του δυτικού κόσμου και πρωτοστάτησαν στη διαμόρφωση της νέας διεθνούς τάξης, με τη Δυτική Ευρώπη να προσδένεται στο αμερικανικό άρμα μέσω οικονομικών (Σχέδιο Μάρσαλ), στρατιωτικών (ΝΑΤΟ) και θεσμικών μηχανισμών.
Αυτή η αρχιτεκτονική εξάρτησης αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής σταθερότητας, αλλά και της σταδιακής υποτέλειας που επεκτάθηκε πέρα από τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η συνεργασία Ευρώπης – ΗΠΑ δεν υπήρξε ισότιμη. Όπως σημειώνουν μελετητές όπως οι Walt (1987) και Kagan (2003), οι μορφές εξάρτησης υπήρξαν πολύπλευρες — στρατιωτικές, οικονομικές, τεχνολογικές. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δεν συνοδεύτηκε από την ανάδυση μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής στρατηγικής. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ κατέστησαν de facto ρυθμιστής των γεωπολιτικών εξελίξεων, όπως φάνηκε καθαρά στις στρατιωτικές επεμβάσεις στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990, με την Ευρώπη να ακολουθεί παθητικά. Βέβαια πρέπει εδώ να τονίσουμε τον ρόλο της Γερμανίας στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Η δεκαετία του 2000, με αφετηρία τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», επανέφερε με δραματικό τρόπο την αμερικανική ηγεμονία στο προσκήνιο. Η Ευρώπη διχάστηκε μεταξύ συμμάχων (π.χ. Ην. Βασίλειο, Ισπανία) και αντιφρονούντων (Γαλλία, Γερμανία), αποκαλύπτοντας την αδυναμία συγκρότησης μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Στον 21ο αιώνα, η ευρωπαϊκή εξάρτηση εκτείνεται σε νέα πεδία όπως στην αμυντική εξάρτηση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία (2022) υπογράμμισε την απόλυτη ανάγκη για την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα. Η αναβίωση του ΝΑΤΟ και η ταχύτατη προσχώρηση νέων κρατών-μελών επιβεβαίωσαν ότι η ΕΕ παραμένει στρατηγικά ανίκανη να αναλάβει αυτόνομο ρόλο.
Μετά στην ενεργειακή εξάρτηση, αφού η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο έφερε αύξηση των εισαγωγών LNG από τις ΗΠΑ, καθιστώντας τη διατλαντική ενεργειακή σχέση έναν νέο μοχλό επιρροής της Ουάσινγκτον.
Και τέλος στην τεχνολογική εξάρτηση, αφού οι αμερικανικές Big Tech κυριαρχούν στην ψηφιακή οικονομία, ελέγχοντας υποδομές, δεδομένα και πρότυπα, και περιορίζοντας την ευρωπαϊκή ψηφιακή κυριαρχία.
Απέναντι σε αυτό το πλέγμα εξαρτήσεων, η Ευρώπη επιχειρεί να προτάξει εργαλεία «Στρατηγικής Αυτονομίας»: η PESCO στον τομέα της άμυνας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Άμυνας και οι Πράσινες και Ψηφιακές Στρατηγικές στην οικονομία. Ωστόσο, τα εγχειρήματα αυτά προσκρούουν σε θεσμικές δυσλειτουργίες, σε εθνικές αντιστάσεις και στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για ριζικές επιλογές.
Αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζεται ως ένα μοναδικό ιστορικό και θεσμικό εγχείρημα ως υπερεθνικό, ειρηνικό, δημοκρατικό. Ωστόσο, σε έναν κόσμο που ορίζεται πλέον από τον ανταγωνισμό ισχύος, την ταχύτητα των εξελίξεων και τον πολιτικό ρεαλισμό, η ΕΕ φαίνεται να πορεύεται χωρίς στρατηγική πυξίδα, παγιδευμένη ανάμεσα στη γραφειοκρατική της λογική και τις γεωπολιτικές εξαρτήσεις της.
Η πολυδιαφημισμένη “στρατηγική αυτονομία” παραμένει μια ωραία ρητορική άσκηση, την ώρα που η Ένωση φέρεται και άγεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ, και τις εσωτερικές της αντιφάσεις.
Η διεύρυνση, τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης, τα Προγράμματα Σύγκλισης και ο γαλλογερμανικός άξονας αναδεικνύουν τη θεσμική, οικονομική και πολιτική αδυναμία μιας Ένωσης που μοιάζει περισσότερο με έναν τεχνοκρατικό μηχανισμό, παρά με γεωπολιτικό δρων.
Από το 1993, που η Ευρωπαϊκή Ένωση καθιέρωσε τα περίφημα Κριτήρια της Κοπεγχάγης ως προϋπόθεση ένταξης: σεβασμός των δημοκρατικών θεσμών, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, λειτουργική οικονομία της αγοράς και δυνατότητα εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Στην πράξη, ωστόσο, αυτά τα κριτήρια εφαρμόστηκαν με επιλεκτικότητα και πολιτική σκοπιμότητα.
Η ένταξη χωρών όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία ή η Βουλγαρία πραγματοποιήθηκε χωρίς ουσιαστική τήρηση των προδιαγραφών, με την ελπίδα ότι η συμμόρφωση θα έρθει “μετά”.
Σήμερα, παρατηρούμε υποχώρηση του κράτους δικαίου, θεσμική αυταρχοποίηση και έλλειψη διαφάνειας σε αρκετά από τα νέα κράτη-μέλη. Τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης μετατράπηκαν από προϋποθέσεις ένταξης σε διακοσμητικές αρχές, με τελείως αναιμική δυνατότητα επιβολής.
Η μεγάλη διεύρυνση του 2004 και 2007 παρουσιάστηκε ως πολιτική “επανένωσης της Ευρώπης”, όμως η πραγματικότητα είναι πιο κυνική: ήταν προϊόν εξωγενών πιέσεων και γεωπολιτικών συμφερόντων — κυρίως των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Το ζητούμενο δεν ήταν η θεσμική ωρίμανση των χωρών, αλλά η προληπτική ένταξή τους στο δυτικό στρατόπεδο, πριν προλάβει να τις διεκδικήσει η Ρωσία.
Η ΕΕ δεν ήταν έτοιμη να απορροφήσει θεσμικά τόσο διαφορετικές χώρες, και αυτό έγινε εμφανές όταν η πολυφωνία μετατράπηκε σε παραλυσία. Η διεύρυνση οδήγησε σε θεσμική διάχυση, πολιτική ασυνεννοησία και υπονόμευση της εσωτερικής συνοχής. Αντί να ισχυροποιηθεί, η ΕΕ αποδυναμώθηκε στρατηγικά, επειδή δεν ενέταξε “Ευρώπη”, αλλά ετερόκλητα εθνικά συμφέροντα.
Τα λεγόμενα Προγράμματα Σύγκλισης και οι διαρθρωτικές ενισχύσεις εμφανίστηκαν ως “αντισταθμιστικά οφέλη” της διεύρυνσης. Στην πράξη, όμως, λειτούργησαν περισσότερο ως μηχανισμός εξαγοράς συμμόρφωσης παρά ως πολιτικό εργαλείο πραγματικής σύγκλισης.
Η ροή χρηματοδότησης καθιστά τα κράτη-μέλη εξαρτημένα από την τεχνοκρατία των Βρυξελλών, χωρίς να ενισχύει την παραγωγική τους αυτονομία. Η γραφειοκρατική εποπτεία και η “λογιστική κουλτούρα” του Συμφώνου Σταθερότητας επιβάλλουν μονομερή δημοσιονομική πειθαρχία, συχνά εις βάρος της κοινωνικής συνοχής και των εθνικών αναγκών. Με άλλα λόγια, αντί να χτίζεται πολιτική Ευρώπη, χτίζεται οικονομική υποτέλεια.
Ο αυτοαποκαλούμενος «κινητήρας της Ευρώπης», δηλαδή ο άξονας Γαλλίας–Γερμανίας, παρουσιάζεται ως εγγυητής της ενότητας και της ευρωπαϊκής προοπτικής. Στην πραγματικότητα, όμως, λειτουργεί ως μορφή εσωτερικής ηγεμονίας με αποτέλεσμα τα μικρότερα κράτη να αντιμετωπίζονται συχνά ως “παρακολουθητές” και όχι ως ισότιμοι εταίροι.
Επίσης οι αποφάσεις λαμβάνονται υπόγεια, διμερώς, και εν συνεχεία ντύνονται με τον μανδύα της «ευρωπαϊκής συναίνεσης».
Έτσι η ΕΕ καταλήγει να αναπαράγει λογικές φέουδου, που αποδομούν τον μύθο της ισοτιμίας και της συλλογικής κυριαρχίας.
Με τέτοια αρχιτεκτονική, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια Ευρώπη που άφησε το παρελθόν πίσω. Το μόνο που άλλαξε είναι το κοστούμι: από αυτοκρατορικό έγινε θεσμικό.
Η ΕΕ επιμένει στη ρητορική της “στρατηγικής αυτονομίας”, ενώ:
Δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, καθώς οι αποφάσεις απαιτούν ομοφωνία.
Δεν διαθέτει δική της στρατιωτική ισχύ, αλλά εξαρτάται πλήρως από το ΝΑΤΟ.
Δεν υπάρχει πλήρης νομισματική ένωση, αφού αρκετά κράτη δεν συμμετέχουν στην Ευρωζώνη.
Και το κυριότερο: δεν υφίσταται καμία κοινή στρατηγική κουλτούρα – ούτε για την Κίνα, ούτε για τη Ρωσία, ούτε για την ενέργεια.
Η στρατηγική αυτονομία δεν είναι δυνατή χωρίς θεσμική και πολιτική ενοποίηση. Αντί γι’ αυτό, έχουμε μια Ευρώπη με ταχύτητες, με άξονες και με διαφορετικές γεωπολιτικές ταυτότητες.
Η ΕΕ, αντί να μετασχηματιστεί σε γεωπολιτικό υποκείμενο, παραμένει ένας θεσμικός μηχανισμός με εξωτερική καθοδήγηση και εσωτερική ασυνεννοησία. Η στρατηγική αυτονομία δεν είναι τεχνοκρατικό σχέδιο – είναι πολιτική απόφαση ισχύος. Και αυτή δεν υφίσταται όσο:
οι αποφάσεις εξαρτώνται από τη βούληση των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ,
τα κράτη-μέλη δεν συμφωνούν ούτε στα βασικά,
δεν υπάρχει ενιαία νομισματική και δημοσιονομική πολιτική,
η “σύγκλιση” αποτελεί άλλοθι γραφειοκρατικού ελέγχου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει στον πολιτικό δαρβινισμό του 21ου αιώνα ως ουδέτερη τεχνοκρατία. Οφείλει να αποφασίσει αν θα γίνει ένωση κυρίαρχων λαών με κοινό όραμα, ή θα παραμείνει ένα πολιτικό φάντασμα με κανονιστική σκιά και γεωπολιτική απουσία.