Εθνικισμός: Πώς έπεσε η Ουγγαρία

Tης Agnes Heller (*)

Δεν συμφωνώ με την τρέχουσα χρήση της λέξης «λαϊκισμός». Λαϊκιστής ήταν ο Ούγκο Τσάβες, ο οποίος υποστήριξε πραγματικά τον λαό. Οι άνθρωποι τους οποίους χαρακτηρίζουμε σήμερα λαϊκιστές, αντίθετα, δημιουργούν ολιγαρχίες όπου ο φτωχός γίνεται πιο φτωχός και ο πλούσιος πιο πλούσιος. Είναι προτιμότερο να μιλάμε για εθνοτικό εθνικισμό. Ο τρόπος αυτός διακυβέρνησης στηρίζεται στη φυλή. Το βλέπουμε καθαρά στην Ουγγαρία, όπου ο Βίκτορ Ορμπαν διαχωρίζει την εθνικότητα από την ιθαγένεια, αντίθετα με τη Γαλλία όπου οι δύο λέξεις συνδέονται. Ο Ορμπαν απευθύνεται στους Ούγγρους, περιλαμβανομένων αυτών που ζουν στο εξωτερικό, αδιαφορώντας για τους μη Ούγγρους που είναι πολίτες της χώρας του.

Αλλά ας επανέλθουμε στον λαϊκισμό. Οι παλιές ταξικές κοινωνίες έγιναν μετά το 1968 μαζικές κοινωνίες. Πριν από την αλλαγή αυτή, τα κόμματα αντιπροσώπευαν ταξικά συμφέροντα. Στις μαζικές κοινωνίες, τα παραδοσιακά κόμματα παύουν να υπάρχουν και οι εκλογές καθορίζονται από τις ιδεολογίες, όπως είναι ο εθνοτικός εθνικισμός. Αυτό κάνει ο Ματέο Σαλβίνι. Και παρόλο που είναι ένας Ντούτσε δεύτερης κατηγορίας, προσελκύει πολλές ψήφους.

Οι παλιές τάξεις δεν υπάρχουν πλέον. Υπάρχουν φυσικά πλούσιοι και φτωχοί, αλλά από πολιτική ή κοινωνικοοικονομική άποψη οι «φτωχοί» δεν είναι το ίδιο πράγμα με τους «εργάτες», είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψήφο τους. Στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, ένα μεγάλο μέρος των Τσιγγάνων ψήφισε τον Βίκτορ Ορμπαν. Σε πολλές χώρες, τα κομματικά συστήματα έγιναν εντελώς ρευστά από κοινωνική άποψη και κανείς δεν γνωρίζει πλέον τι ψηφίζουν. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι εθνοτικοί εθνικισμοί βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και οι φιλελεύθεροι δημοκράτες αναζητούν τρόπους να προσελκύσουν ξανά τους ψηφοφόρους.

Σήμερα συγκρούονται δύο τάσεις. Η μια είναι ο οικουμενισμός, που αναπτύχθηκε μαζί με τη σκέψη του Διαφωτισμού με βάση την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια ικανότητα για πνευματική ανάπτυξη. Η άλλη είναι ο ρομαντισμός, που ανέπτυξε τις έννοιες της ιδιαιτερότητας και του εθνικισμού. Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, ο κοσμοπολιτισμός είχε έντονη παρουσία και πολλοί διανοούμενοι ήταν κοσμoπολίτες. Την ίδια περίοδο, όμως, γεννήθηκε η έννοια των εθνικών αυτοκρατοριών με την ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας. Στη Γαλλία, η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου περιλαμβάνει κι εκείνα του πολίτη. Τι γίνεται όμως όταν οι δύο αυτές λέξεις συγκρούονται μεταξύ τους; Αν η έννοια του πολίτη καθορίζεται από τους εθνοτικούς εθνικισμούς, τότε αντιτίθεται στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Σήμερα ο οικουμενισμός υπάρχει μόνο στη θεωρία, όχι στην πράξη. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει υπογραφεί από σχεδόν όλες τις χώρες, πολλές από αυτές όμως σήμερα την καταπατούν. Ο Μαρξ δεν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι με την απελευθέρωση του προλεταριάτου θα απελευθερωθεί όλος ο κόσμος. Το προλεταριάτο πράγματι σε μεγάλο βαθμό χειραφετήθηκε – ο εργάτης είναι πλέον ένας ψηφοφόρους σαν όλους τους άλλους -, αλλά δεν συνέβη το ίδιο και με τον υπόλοιπο κόσμο. Στην ευρωπαϊκή προοδευτική σκέψη, επίσης, συναντάμε την ιδέα ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των γνώσεων θα επέτρεπε τη χειραφέτηση των κοινωνιών. Σήμερα έχουμε παντού τα ίδια smartphones, την ίδια φυσική, τις ίδιες επιστήμες. Αλλά σε μεγάλο μέρος του πλανήτη δεν υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε ευτυχία ούτε δικαιοσύνη. Οι ψευδαισθήσεις αυτές λοιπόν κατέρρευσαν, έχουμε εισέλθει σε μια μετα-ουτοπική εποχή.

Απέτυχε όμως και η γενίκευση των συλλογικών αφηγημάτων. Στις διάφορες κουλτούρες του πλανήτη συναντάμε διάφορα αφηγήματα. Ο καθολικισμός, για παράδειγμα, προσπάθησε να αποκτήσει καθολικό χαρακτήρα, αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν μπορεί να δημιουργήσει κανείς συλλογικά αφηγήματα με τεχνητό τρόπο. Η ίδια η φιλοσοφία είναι ένα ευρωπαϊκό πολιτισμικό αφήγημα, που διαφέρει από την ασιατική σοφία.

Η ιδέα του οικουμενισμού μπορεί να διασωθεί μόνο στη βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υστερα από έναν 20ό αιώνα όπου οι φιλελεύθερες δημοκρατίες καταστράφηκαν σε όλη την Ευρώπη, και ο εθνοτικο-εθνικισμός άφησε πίσω του πτώματα, η φιλελεύθερη δημοκρατία οφείλει να επαναφέρει στο προσκήνιο τις παλιές ιδέες. Πρέπει, για παράδειγμα, να επανέλθουμε στην ιδέα του Μοντεσκιέ για διάκριση των εξουσιών και λαϊκή εξουσία. Δεν μπορούμε να εφεύρουμε τίποτα καλύτερο. Πρόκειται όμως για ένα πολύ ευάλωτο σύστημα γιατί παρόλο που οι ιδρυτές του επικαλούνταν πάντα την ιδέα της ανθρώπινης φύσης για να το δικαιολογήσουν, στην πραγματικότητα δεν έχει σχέση με τη φύση. Πριν από τη δημοκρατία, στην ιστορία της ανθρωπότητας, υπήρχε πάντα ένας άνδρας που κυριαρχούσε ως πάτερ-φαμίλιας και στη συνέχεια ερχόταν ιεραρχικά ο γιος του. Οι δημοκράτες χρειάστηκε να πολεμήσουν την ιδέα ότι η οικογένεια αποτελεί ένα μοντέλο διακυβέρνησης και το δημοκρατικό αυτό επίτευγμα είναι πρόσφατο. Εκεί όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ριζωμένη, όπως για παράδειγμα στην Ουγγαρία, ο κόσμος εύκολα παραπλανάται.

Εχω εμπιστοσύνη στη Γαλλία, όπου υπήρχε πάντα μια αποφασιστικότητα ενός μέρους της κοινωνίας να ανεβεί στα οδοφράγματα και να υπερασπιστεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εχω εμπιστοσύνη και στις αγγλοσαξονικές χώρες, παρά τη σημερινή τους κατάσταση. Η Βρετανία μπορεί να αντιδράσει, παρόλο που συναντάμε εκεί έναν ισχυρό συντηρητισμό και ένα Εργατικό Κόμμα που κατηγορείται για αντισημιτισμό. Αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τη βία, τον ρατσισμό και την καταστολή, ένα μέρος της κοινωνίας πάντα έπαιρνε το πάνω χέρι. Δεν χρειάστηκε ποτέ ένα ξένο ένοπλο χέρι για να εγκαθιδρύσει ή να αποκαταστήσει τη φιλελεύθερη δημοκρατία στις ΗΠΑ, πάντα το έκαναν οι Αμερικανοί.

(*) Η Ανιές Χέλερ είναι ουγγαρέζα φιλόσοφος και συνιδρύτρια της σχολής της Βουδαπέστης

(Από συνέντευξη στην εφημερίδα Liberation)

AΠΕ ΜΠΕ