Brexit: Το λογαριασμό, παρακαλώ

Του Διογένη Λόππα

Ξεκίνησε σαν ένα κρύο αστείο, σαν μια κακοστημένη φάρσα, από όπου (πιστεύαμε ότι) θα γλιτώναμε όταν οι ”αγανακτισμένοι” Βρετανοί θα είχαν πια εκτονωθεί και θα επέστρεφαν στη θαλπωρή της λογικής, όπως την Κυριακή μετά το ματς. Φευ. Τα χρόνια πέρασαν, η οικονομική κρίση παρέδωσε τη σκυτάλη στην πανδημία, ακόμα και ο Τραμπισμός δείχνει να ξεφουσκώνει, όμως το καταραμένο Brexit είναι ακόμα εδώ, έτοιμο να καταβροχθίσει ότι έχει απομείνει όρθιο στις εσχατιές του καπιταλισμού.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ακόμα ένας ακροδεξιός κλόουν. Όσο και αν κάποιοι ματαιοπονούν προσπαθώντας να τον εντάξουν στη θλιβερή κατηγορία Trump, Orban, Bolsonaru, ο Boris Johnson είναι μια κατηγορία μόνος του. Και αυτό, όχι γιατί δεν είναι αρκούντως καθαρόαιμος δεξιός ή ανυπέρβλητα λαϊκιστής, αλλά γιατί παραμένει ένας εύστροφος επαγγελματίας πολιτικός με εξαιρετικό υπόβαθρο και αξιοσημείωτο επίπεδο μόρφωσης. Το όχημα του Bojo προς την κορυφή ήταν η συμμαχία με το διάβολο του Brexit. Κάποτε όμως έρχεται η ώρα της πληρωμής των γραμματίων και όσο πιο τρομακτικός είναι ο δαίμονας σύμμαχος, τόσο περισσότερα είναι τα λύτρα.

Φημολογείται ότι στο παρά πέντε της λήξης της μεταβατικής περιόδου, μια εμπορική συμφωνία θα εμφανιστεί ως από μηχανής θεός. Λέγεται μάλιστα ότι παρόλο που δεν υπάρχει πολύς δημοσιογραφικός θόρυβος γύρω από το θέμα αυτό, οι εναπομείνασες διαφορές έχουν περιοριστεί γύρω από το διαχρονικό πρόβλημα της αλιείας, άλλωστε οι ναυμαχίες μεταξύ Γάλλων και Βρετανών ψαράδων είναι θρυλικές. Όμως, η αναμενόμενη εμπορική συμφωνία που υποτίθεται ότι θα αποτρέψει τον απόλυτο εφιάλτη αυτού που αποκαλούμε ”άτακτο Brexit” δεν αποτελεί πανάκεια. Αυτό που θα αποτρέψει θα είναι περισσότερο οι τραγελαφικές καταστάσεις Βρετανών που θα ψάχνουν visa για τα ταξίδια τους στην Ευρώπη ή συνωστισμένων φορτηγών πέριξ του Dover που θα περιμένουν καρτερικά για τελωνειακό έλεγχο και σφραγίδες φορτωτικών εγγράφων.

Αν όμως εξετάσουμε βαθύτερα την κοινωνική και οικονομική κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο σήμερα, το πρόβλημα δεν είναι ούτε οι διακοπές στην Ισπανία, ούτε οι νταλίκες στο Dover. Οπωσδήποτε πρόκειται για αναγκαίες συνθήκες και όλοι οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Από το να χαρακτηριστούν όμως ικανές απέχουμε πολλά στάδια. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό έχει να κάνει αφενός με τις προσδοκίες των σκληροπυρηνικών Άγγλων της επαρχίας και αφετέρου με μια καινούρια οικονομική πραγματικότητα που ανδρώθηκε αμέσως μετά το ατυχές δημοψήφισμα του ελάχιστου Cameron και που πήρε τη μορφή ενός δαίμονα της αποκαλύψεως με την έξαρση της πανδημίας.

Όπως έχουμε επανειλημμένα αναλύσει, οι Brexiteers αποπειράθηκαν να λύσουν ένα δομικό πρόβλημα, με έναν λάθος τρόπο και αυτό γιατί έλαβαν λανθασμένη διάγνωση: Πίστεψαν ότι πίσω από την έκρηξη της ανεργίας, την ανερμάτιστη φτωχοποίηση (μέσω κυρίως της εκτίναξης των ενοικίων) και την απαξίωση του NHS (ΕΣΥ), βρισκόταν ο ”Πολωνός υδραυλικός”. Ο μέσος Βρετανός (κυρίως Άγγλος) επαρχιώτης αφέθηκε αφελώς να πιστέψει ότι μόλις οι φουκαράδες οικονομικοί πρόσφυγες εκδιωχθούν πίσω στη ”Σοβιετία”, όλα θα επανέλθουν σε τάξη. Είναι όμως έτσι;

Καταρχήν δυο απλά λόγια για το Θατσερικό μοντέλο, το οποίο αφορά άμεσα και εμάς αφού αυτό το μοντέλο ακριβώς εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση (και η μπαγιάτικη θεωρία Πισσαρίδη): Το μοντέλο δεν είναι καθόλου λάθος. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Το θέμα είναι για ΠΟΙΟΝ είναι αποτελεσματικό. Σίγουρα όχι για τη μεσαία τάξη και κατηγορηματικά όχι για τις κατώτερες τάξεις, στις οποίες πλέον ανήκει η πλειοψηφία τόσο στο Η.Β., όσο και στην Ελλάδα. Θα έλεγα ότι δεν είναι ούτε καν για τα ανώτερα στρώματα. Είναι αποτελεσματικό αποκλειστικά για τον πυρήνα της ολιγαρχίας, τις μονοπωλιακές πολυεθνικές και βέβαια για τους πολιτικούς της κρατικοδίαιτης δεξιάς και το στενό κύκλο τους, που σιτίζεται από αυτούς.

Αυτό λοιπόν το οικονομικό (και κατ επέκτασιν κοινωνικό) μοντέλο, καθώς βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε μια υποτιθέμενη αειθαλή ανάπτυξη η οποία μάλιστα θα πρέπει υποχρεωτικά να κλιμακώνεται προς τα πάνω, απαιτεί καύσιμο. Και το καύσιμο του Θατσερισμού δεν είναι μόνο το κεφάλαιο, αλλά και οι άνθρωποι οι οποίοι αφενός θα εργαστούν (εξευτελιστικά φθηνά – ανταγωνιστικά είναι ο ευφημιστικός όρος) για την αναπαραγωγή και εξάπλωση του επενδεδυμένου χρήματος αφετέρου θα καταναλώσουν τα παραγόμενα προϊόντα. Πριν πολλά χρόνια, λίγοι οικονομολόγοι μπορούσαν έμπρακτα να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του Θατσερισμού, στηριζόμενοι στην απλή λογική των ΄΄οικονομικών κύκλων”, δηλαδή στο ότι εκ φύσεως δεν είναι δυνατόν οι δείκτες να είναι αειθαλώς θετικοί. Σήμερα οι περισσότεροι οικονομολόγοι (ακόμα και οι λεγόμενοι καθεστωτικοί), αλλά και οι περισσότεροι κανονικοί άνθρωποι στην Ευρώπη, όχι μόνο το αμφισβητούν, αλλά είναι απολύτως βέβαιοι για τη μακροπρόθεσμα πλήρη αστοχία του, έχοντας βιώσει δύο απανωτές οικονομικές κρίσεις και μια βιβλική πανδημία.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η οικονομία του Η.Β. συμπιέζεται πολύπλευρα και δε δείχνει αξιοσημείωτα σημάδια αντοχής. Τα διαδοχικά lockdown έχουν οδηγήσει σε ύφεση που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα χρόνια των δύο μεγάλων πολέμων. Την ίδια ώρα η μαζική φυγή των ανατολικοευρωπαίων (φθηνών) εργατών και η ουσιαστική παύση των νέων μεταναστευτικών ροών ως θανατηφόρος συνδυασμός πανδημίας και Brexit, έχει στερήσει από τη Θατσερική βρετανική οικονομία το απαιτούμενο καύσιμο. Η πρώτη άμεση απώλεια που αρχίζει ήδη να γίνεται αισθητή είναι η πτώση των τιμών ακινήτων και ενοικίων. Μπορεί κάτι τέτοιο να ακούγεται ευχάριστο, όμως δεν είναι τόσο:

Η πτώση αυτή έχει ήδη οδηγήσει σε μια μαζική απώλεια εισοδήματος δεκάδων χιλιάδων ιδιοκτητών, που με τη σειρά της πιέζει την ασφαλιστική και τραπεζική αγορά (αδυναμία εξυπηρέτησης στεγαστικών δανείων και ασφαλιστικών συμβολαίων) και παραλύει τους ισολογισμούς των δήμων. Στο Η.Β. η χρηματοδότηση των δήμων βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον City Tax, έναν βαρύ φόρο ακινήτων που μοιάζει με τον δικό μας ΕΝΦΙΑ, ο οποίος όμως στην περίπτωση των Βρετανών πληρώνεται από τον ενοικιαστή και όχι από τον ιδιοκτήτη. Σε πολύ λίγο καιρό από τώρα, οι δήμοι θα στραφούν απεγνωσμένα προς την κεντρική κυβέρνηση, μη μπορώντας να εκτελέσουν τους προϋπολογισμούς τους, οι οποίοι ήταν βασισμένοι σε τελείως διαφορετικά έσοδα.

Παράλληλα, έντονη είναι η πτώση της κατανάλωσης και περισσότερο στο επίπεδο των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων. Ενώ λοιπόν καινοτόμες αλυσίδες όπως οι Primark, TK MAX κ.α. επιβιώνουν, κυρίως επειδή στοχεύουν στα φτωχοποιημένα στρώματα πουλώντας εντυπωσιακά φθηνά, παραδοσιακές αλυσίδες που είναι στοχοπροσηλωμένες στην ποιότητα και πουλούν ακριβά, όπως οι M&S, Debenhams κ.α., αναγκάζονται σε κλείσιμο καταστημάτων και ριζική αναπροσαρμογή των τακτικών τους.

Ως αποτέλεσμα η πραγματική ανεργία αγγίζει επίπεδα τριτοκοσμικών χωρών και αυτό γιατί παρά τη φυγή των μεταναστών οι προσφερόμενες αμοιβές παραμένουν εξευτελιστικές και βέβαια οι γηγενείς αρνούνται να καλύψουν θέσεις ”εργασίας” με συμβόλαια μηδενικών ωρών, ποδηλατο-delivery ή απαιτήσεις του τύπου ”δύο ώρες μπάρμαν, δύο καθάρισμα τουαλέτας, δύο λάντζα και δύο σκουπίδια, όλα σε ένα και η Θάτσερ στο κάδρο”. Από την πλευρά τους οι επιχειρήσεις αδυνατούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, τόσο γιατί αντιμετωπίζουν επίσης πτώση εσόδων, όσο και γιατί τα επενδυτικά τους πλάνα και τα οργανογράμματα που έχουν ήδη καταρτίσει έχουν σχεδιαστεί για μια διαφορετική πραγματικότητα που σήμερα απλά δεν υπάρχει.