Mία πρώτη εντύπωση από τις γαλλικές κάλπες

Toυ Κώστα Βεργόπουλου *

Ο πρώτος γύρος της προεδρικής εκλογής στη Γαλλία έκλεισε διαψεύδοντας τις «Κασσάνδρες», είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς, που περίμεναν πιο «ριζοσπαστικό» αποτέλεσμα. Η λαϊκή ετυμηγορία δεν είναι τόσο «ριζοσπαστική», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν ανατρέπει το μέχρι χθες πολιτικό σκηνικό.

Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται μια αντίφαση ανάμεσα στην εκφρασμένη γενική επιθυμία αλλαγής του πολιτικού συστήματος και στην υπερψήφιση του υποψηφίου που επαγγέλλεται τις λιγότερες αλλαγές του.

Προφανώς, ο πόλος του, παρ’ όλο που κινείται στον χώρο του συστήματος, θεωρήθηκε ότι φέρει κάποια ανανέωση, χωρίς όμως τον κίνδυνο της αβεβαιότητος. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η επιτυχία ενός Μακρόν, όταν ο υποτιθέμενος σεναριογράφος του, Φρανσουά Ολάντ, δεν συγκέντρωνε ο ίδιος ούτε 10% σε δημοφιλία;

Ακόμη μία φορά, αποδεικνύεται, ότι από όσους γράφουν και εφευρίσκουν σενάρια, ο πιο αξιόπιστος είναι αυτός που δεν γράφει ούτε εφευρίσκει τίποτα, η ίδια η πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, η «τιμωρητική» ψήφος υπέρ της Λεπέν δεν ήταν τόσο σαρωτική όσο αναμενόταν από τις δημοσκοπήσεις και στην ουσία παραμένει ελαφρώς μόνον υψηλότερη από το επίπεδο του πατέρα της του 2002: 21,7% έναντι 18,7%.

Τρίτο συμπέρασμα από το χθεσινό αποτέλεσμα είναι οπωσδήποτε η κατάρρευση του δικομματικού συστήματος που είχε κυβερνήσει τη Γαλλία κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες. Με τον αποκλεισμό των υποψηφίων τους από τον δεύτερο γύρο, βαθύτατη ενδοκομματική κρίση επισπεύδεται και ξεσπά στον χώρο τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των Σοσιαλιστών.

Ενώ οι υποψήφιοί τους, Αμόν και Φιγιόν, είχαν αναδειχθεί όχι από την κομματοκρατία, αλλά μέσω προκριματικής εκλογής με τη συμμετοχή εκατομμυρίων ψηφοφόρων, εν τούτοις η όλη διαδικασία σήμερα διαβάλλεται ως «στημένη» από τους αντίστοιχους κομματικούς μηχανισμούς. Αυτή η κοινωνική καχυποψία έδωσε τη δυνατότητα στον Μακρόν να προβάλλεται ως «ανεξάρτητος» υποψήφιος, τοποθετούμενος «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς», αφού αυτές οι έννοιες βαρύνονται πλέον με το «αμάρτημα» του «κρυφού και διακριτικού κομματισμού».

Τέλος, ερχόμαστε στον Μελανσόν, ο οποίος, ενώ ήταν υποψήφιος χωρίς κομματική στήριξη από πουθενά, εν τούτοις κατέγραψε κι αυτός μια εντυπωσιακή πορεία μέσα σε έναν μήνα. Οπωσδήποτε, η επίδοση σχεδόν 20% τής πέραν των Σοσιαλιστών Αριστεράς συνιστά αξιοσημείωτο γεγονός, δεδομένου ότι ουδέποτε άλλοτε, μετά το 1981, αυτή η Αριστερά είχε καταγράψει υψηλότερο ποσοστό από τη σοσιαλιστική συνιστώσα.

Αυτό σημαίνει, αν μη τι άλλο, ότι παρ’ όλο που ο υποψήφιός της δεν βρέθηκε μεταξύ των δύο πρώτων, εν τούτοις η Αριστερά των κινημάτων βγαίνει οπωσδήποτε ενισχυμένη και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία όλοι προέβλεπαν τη συρρίκνωση, ακόμη και τον παραμερισμό της από την ομάδα των βασικών παικτών της πολιτικής.

Ισως τελικά αυτό να είναι το μέχρι στιγμής συμπέρασμα από το χθεσινό αποτέλεσμα: τα δύο κατ’ εξοχήν συστημικά κόμματα κατέρρευσαν και μαζί με αυτά το σύστημά τους, ο ακροδεξιός κίνδυνος αναβλήθηκε τουλάχιστον για μια 5ετία και η Αριστερά επανέρχεται στο προσκήνιο, αλλά με πιο ριζοσπαστικούς όρους.

Φυσικά, το τελευταίο συμπέρασμα δεν ισχύει παρά υπό τον αυστηρό όρο ότι η Αριστερά θα πάψει να είναι απλός παρατηρητης και σχολιαστής της εικόνας των εκλογικών αποτελεσμάτων και θα γίνει αυτό που οφείλει να είναι και αυτό που η κοινωνία αναμένει από αυτήν, δηλαδή ενεργός διαμορφωτής των κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων.

Με την κατίσχυση του Μακρόν δεν εξέλιπε ο κίνδυνος της γαλλικής Ακροδεξιάς, απλώς αυτός μετατίθεται για το τέλος της νέας 5ετίας και ανοίγει ο δρόμος για τη γαλλική Αριστερά να μετατρέψει τις σημερινές νοσηρές συνθήκες που εκτρέφουν τις ακραίες «λύσεις» σε καταστάσεις που απομακρύνουν από αυτές. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν η Ακροδεξιά είχε κατισχύσει χθες, τότε το νοσηρό πεδίο θα είχε ολοκληρωθεί και κάθε δυνατότητα αλλαγής του θα ήταν πλέον προβληματική.

* καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ