To κοινωνικό κράτος σε κρίση

Του Προκόπης Παυλόπουλου

Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποδυνάμωσης της Δημόσιας Υπηρεσίας στο πλαίσιο της σύγχρονης βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίση

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο το ότι μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης, πολύπλευρης και πολυσήμαντης, βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης το Κράτος και οι υπηρεσίες του -άρα η Δημόσια Υπηρεσία εν γένει- διέρχονται μια περίοδο αντίστοιχης κρίσης.  Μιας κρίσης που εκδηλώνεται, κατά κύριο λόγο, με την μορφή της αδυναμίας του Κράτους -άρα της Δημόσιας Υπηρεσίας, ως «πυρήνα» της όλης δομής και λειτουργίας του- ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις εξυπηρέτησης του Δημόσιου Συμφέροντος, όπως τούτο διαμορφώνεται ως θεμελιώδης στόχος της δράσης των lato sensu κρατικών οργάνων στο πεδίο της Φιλελεύθερης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Α. Η ως άνω κρίση του Κράτους και της Δημόσιας Υπηρεσίας, κατ’ εξοχήν μέσα στην δίνη που έχει προκαλέσει η πανδημία του Covid-19, παρατηρείται -φυσικά με τις κατά περίπτωση αναπόφευκτες διαφοροποιήσεις- και σε όλα τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πρόκειται για πρωτόγνωρο φαινόμενο από την εποχή της πρωτόλειας θεμελίωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Πραγματικά ουδέποτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, από τις απαρχές της ακόμη, γνώρισε μια τέτοια κρίση του Κράτους και της Δημόσιας Υπηρεσίας, με τις συνακόλουθες συνέπειες αναφορικά με την σταδιακή απομείωση της εμπιστοσύνης της Κοινωνίας των Πολιτών έναντι της Πολιτικής Κοινωνίας.  Γεγονός το οποίο, οπωσδήποτε, έχει καταλυτικές συνέπειες για το κύρος, θεσμικό και πολιτικό, όχι μόνον των Κρατών-Μελών αλλά και αυτής της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Τον «σκοτεινό» αυτό ορίζοντα ως προς την αξιοπιστία του Κράτους και της Δημόσιας Υπηρεσίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβαρύνουν, ακόμη περισσότερο, οι δυσοίωνες προοπτικές για το Κοινωνικό Κράτος, όπως τις διαγράφει η συνολική του πορεία, από την θεσμική και πολιτική εμπέδωσή του ως σήμερα.  Μια πορεία, η οποία συμπυκνώνεται στις δύο -βεβαίως σε γενικές γραμμές και λαμβάνοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά τους και όχι τις επιμέρους διακυμάνσεις τους- φάσεις της όλης εξέλιξής τους.  Ήτοι τις φάσεις που σηματοδοτούν την «άνοδο» και την «πτώση» του Κοινωνικού Κράτους.  Ίσως δε αυτή η «ταραγμένη» διαδρομή του Κοινωνικού Κράτους είναι εκείνη, η οποία μπορεί να περιγράψει, με ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό τρόπο, και τις αντίστοιχες διακυμάνσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της.  Και τούτο, διότι ο  «γνήσιος»   Φιλελευθερισμός  δεν  αρκείται στην κατοχύρωση της ακώλυτης άσκησης των δικαιωμάτων αλλά θέτει και τις βάσεις για την εγγύηση των απαραίτητων προϋποθέσεων διασφάλισης όρων ισότητας στην αφετηρία, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών.

Ι. Η «άνοδος» του Κοινωνικού Κράτους.

Ας γυρίσουμε εκατό χρόνια πίσω, κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του Κοινωνικού Κράτους, ξεκινώντας από τα πρώτα βήματα οργάνωσής του, ιδίως δε από τις οικονομικές και τις κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την δημιουργία του.

Α. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Η δημιουργία του Κοινωνικού Κράτους στην Ευρώπη ήλθε αμέσως μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και, εν πολλοίς, ως «απάντηση» στα ερείπια που άφησε πίσω του ο Πόλεμος αυτός, με θύματα όχι μόνο εκείνους που πολέμησαν αλλά και τον ανυπολόγιστο αριθμό ατόμων, οι οποίοι έζησαν την φρίκη της πολεμικής μηχανής και τις παράπλευρες καταστροφικές της συνέπειες, όπως η πείνα και οι εν γένει άθλιες συνθήκες διαβίωσης. 

1. Κατά βάση, το Κοινωνικό Κράτος οργανώθηκε για να στηρίξει τις κοινωνίες των Κρατών, που έλαβαν μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίες είχαν, ουσιαστικώς, καταρρεύσει.  Επιπλέον όμως, και στην συνέχεια, οι πυρετώδεις προσπάθειες πολλών Ευρωπαϊκών Κρατών να στερεώσουν τα θεμέλια του Κοινωνικού Κράτους και να θεσμοθετήσουν, σε συνταγματικό και έπειτα σε νομοθετικό επίπεδο, μαζί με τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα -με «κορωνίδα» τα πρωτοεμφανιζόμενα, κανονιστικώς καταστρωμένα, εργασιακά δικαιώματα- είχε και μιαν άλλη, διόλου ευκαταφρόνητη, εύλογη σκοπιμότητα: Μπροστά στην ραγδαία άνοδο της ΕΣΣΔ και του κομμουνιστικού συστήματος διακυβέρνησης, το οποίο προειδοποιούσε, με «κασσάνδρειες» προβλέψεις μαρξιστικής θεωρητικής θεμελίωσης, για την «νομοτελειακή προλεταριοποίηση» ιδίως των Ευρωπαϊκών οικονομιών, το Ευρωπαϊκό καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα ήταν υποχρεωμένο ν’ αντιδράσει και να διαψεύσει, στην πράξη, αυτούς τους δυσοίωνους ισχυρισμούς.

Χρειάσθηκε η «επέλαση» της πανδημίας του Covid-19 για να φανεί, ξαφνικά και σχεδόν υπό όρους «Αποκάλυψης», η «γύμνια» του Κοινωνικού Κράτους.

2. Έτσι, έδωσε την μέγιστη έμφαση στο Κοινωνικό Κράτος, αποδεικνύοντας ότι ο κομμουνισμός δεν είχε το μονοπώλιο της κοινωνικής ευαισθησίας και του Ανθρωπισμού.  Κατάλληλα αναπροσανατολισμένο το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, με στοχευμένη κρατική παρέμβαση για την στήριξη των οικονομικώς ασθενέστερων και των εργαζόμενων κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, μπορούσε, μέσω των διαρκώς διευρυνόμενων δομών του Κοινωνικού Κράτους, να καταδείξει ότι ο Ανθρωπισμός ήταν συστατικό στοιχείο της αναδυόμενης Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.  Και μάλιστα με τρόπο που απέφευγε τον κίνδυνο ισοπεδωτικής αντιμετώπισης της προσωπικότητας του Ανθρώπου, ο οποίος ήταν ορατός από τα πρώτα στάδια της κομμουνιστικής πολιτειακής και πολιτικής οργάνωσης της ΕΣΣΔ.  Αυτό ήταν, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στην Ευρώπη, όταν «αναδύθηκαν» η ιδέα και οι θεσμοί του Κοινωνικού Κράτους, με πρώτους τους θεσμούς της κοινωνικής ασφάλισης.  Ειδικότερα:

Β. Το γερμανικό «πρότυπο».

 «Μήτρα» του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές συνιστώσες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, υπήρξε η έννομη τάξη της Γερμανίας.  Και τούτο διότι μετά το 1880, επί Bismarck, θεσμοθετείται στοιχειωδώς η κοινωνική ασφάλιση γενικώς, βασισμένη στην αρχή της κοινής ευθύνης εργατών και εργοδοτών. Ακολούθησαν, πάντα πριν από τον 20ό αιώνα, η Γαλλία και η Ιταλία, ιδίως μέσω της ίδρυσης ασφαλιστικών φορέων ευρείας εμβέλειας, η οποία εξικνείται από την ασφάλιση της εργασίας ως την εξασφάλιση της σύνταξης και την γενικότερη φροντίδα υπέρ των ατόμων με αναπηρία.  Όπως όμως είναι θεσμικώς επιβεβλημένο, πολύ μεγαλύτερη σημασία για την θεσμική οργάνωση του Κοινωνικού Κράτους έχει η αναζήτηση των ριζών της συνταγματικής του αρχικώς αναγνώρισης και μετά κατοχύρωσης. Και στο σημείο αυτό ρόλο προπομπού –βεβαίως με την επισήμανση των διατάξεων εκείνων του Ελβετικού Συντάγματος (βλ. τις διατάξεις του άρθρου 34 bis) που εμπεριέχουν νύξεις σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση-  διαδραμάτισε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, του 1919.

1. Από ιστορική άποψη, η «πρωτοπορία» της Γερμανίας ως προς την αρχική συνταγματική αναγνώριση του Κοινωνικού Κράτους είναι ευχερώς εξηγήσιμη: Ούτως ή άλλως, όπως τονίσθηκε, η γερμανική έννομη τάξη, από την εποχή του Bismarck, προηγήθηκε ως προς τη θεσμική αντιμετώπιση του Κοινωνικού Κράτους.  Επιπλέον, όμως, οι δραματικές συνέπειες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με κορυφαία νομική έκφραση την «Συνθήκη των Βερσαλλιών», οδήγησαν την Γερμανία, στην προσπάθειά της να «αναγεννηθεί» από τις «στάχτες» της, και σε μια μορφή στοιχειώδους συνταγματικής κατοχύρωσης του Κοινωνικού Κράτους.  Άλλωστε, η επιχείρηση παλινόρθωσης του Γερμανικού κράτους, κατά την ίδια την ως τότε οικονομική, κοινωνική και θεσμική του παράδοση, δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει παρά μέσ’ από τη στήριξη της κοινωνικής συνοχής και, συνακόλουθα, του κοινωνικού ιστού.

2. Την ως άνω πρωτοποριακή, για τα δεδομένα της εποχής, συνταγματική αναγνώριση του εν γένει Κοινωνικού Κράτους οργάνωσε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, του 1919.  Και, συγκεκριμένα, υπό τις εξής συνθήκες: Το Σύνταγμα αυτό δεν περιελάμβανε πλήρεις κανόνες δικαίου περί Κοινωνικού Κράτους.  Αλλά προγραμματικές διακηρύξεις, οι οποίες αναδείκνυαν αρχές οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου.  Ας σημειωθεί δε ότι την ίδια τακτική ακολούθησαν, μετά το 1945, και τα Συντάγματα ορισμένων ομόσπονδων κρατών της Ομοσπονδιακής πια Δημοκρατίας της Γερμανίας.  Όπως απέδειξε η μετά το 1919 νομοθετική και δικαστική πρακτική στην Γερμανία, οι κατά τ’ ανωτέρω προγραμματικές διακηρύξεις δεν οδήγησαν στην συναγωγή συγκεκριμένων νομικών συμπερασμάτων. Ούτε, κατά συνέπεια, στην παραγωγή συγκεκριμένων έννομων συνεπειών ως προς την ουσιαστική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

3. Στη γερμανική έννομη τάξη, η πορεία ως την ουσιαστική συνταγματική κατοχύρωση του Κοινωνικού Κράτους ολοκληρώνεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεσ’ από τις διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, του 1949.  Καίριας σημασίας είναι οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 και 28 παρ.1 του Θεμελιώδους Νόμου  οι οποίες ορίζουν, κατά τρόπο σχεδόν «πανηγυρικό», ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας οφείλει να είναι από την μια πλευρά «δημοκρατικό και κοινωνικό ομοσπονδιακό κράτος».  Και, από την άλλη πλευρά, «Κοινωνικό Κράτος Δικαίου».  Υπό το φως των διατάξεων αυτών είναι προφανές ότι, αντίθετα από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, ο Θεμελιώδης Νόμος προσδίδει σαφείς κανονιστικές διαστάσεις στο Κοινωνικό Κράτος.  Το συμπέρασμα όμως αυτό δεν υιοθετήθηκε ευθύς ως τέθηκε σ’ εφαρμογή ο Θεμελιώδης Νόμος, αλλ’ αποτέλεσε κατάληξη μιας γόνιμης θεωρητικής και, κυρίως, νομολογιακής επεξεργασίας.

Γ. Τα Κοινωνικά Δικαιώματα.

Η θεσμική κατοχύρωση του Κοινωνικού Κράτους είχε ως συνέπεια την γέννηση και τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών δικαιωμάτων.  Ήτοι δικαιωμάτων τα οποία, αντίθετα προς τα ατομικά, δεν καθιέρωσαν μόνο ένα πεδίο ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας αλλά και την υποχρέωση των κρατικών φορέων να προβαίνουν σε συγκεκριμένες παροχές.  Στο status negativus  -το status μη επέμβασης του Κράτους στον χώρο ελευθερίας του δικαιούχου- των ατομικών δικαιωμάτων, ήλθε να προστεθεί το status positivus  των «νεότευκτων» κοινωνικών δικαιωμάτων.

1. Αμέσως μετά την θέσπιση του Θεμελιώδους Νόμου, η θεωρία –ιδίως του Δημόσιου Δικαίου- σαφώς επηρεασμένη από την «τύχη» των διατάξεων του Συντάγματος της Βαϊμάρης, υποστήριξε την θέση ότι οι περί Κοινωνικού Κράτους Δικαίου διατάξεις του ήταν ένα είδος «λευκής έννοιας», η οποία δεν είχε κανονιστική υπόσταση και ουσία.  Απλώς, «έντυνε» μ’ ένα επιδερμικό θεσμικό περικάλυμμα μια «προγραμματική διακήρυξη».  Ένα «πρόγραμμα».  Η «αντίστροφη μέτρηση» προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης ουσιαστικών κανονιστικών επιπτώσεων κατά την εφαρμογή των περί Κοινωνικού Κράτους Δικαίου διατάξεων του Θεμελιώδους Νόμου είχε ως αφετηρία την νομολογιακή παρέμβαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου («Bundesverfassun-gsgericht»).  Σύμφωνα με αυτή[1]:

2. Ναι μεν οι διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου περί Κοινωνικού Κράτους δεν περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο, το οποίο οργανώνει το θεσμικό καθεστώς θωράκισης των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Πλην όμως, η συνταγματική διακήρυξη του Κοινωνικού Κράτους αποτελεί ένα είδος γενικής ρήτρας -με την έννοια της συνταγματικώς κατοχυρωμένης γενικής αρχής -η οποία, λόγω της κανονιστικής της σημασίας, διατρέχει όλες τις διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου που έχουν θεσμική συγγένεια με αυτή, άμεση ή έμμεση.  Κυρίως δε τις διατάξεις που οργανώνουν την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3. Υπό την κατά τ’ ανωτέρω λοιπόν θεώρηση του Κοινωνικού Κράτους, οι διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου, οι οποίες το καθιερώνουν, συνιστούν πριν απ’ όλα διατάξεις επιδίωξης συγκεκριμένου σκοπού.  Ο σκοπός αυτός συνεπάγεται, περαιτέρω, την παροχή εξουσιοδότησης προς τον νομοθέτη για την θέσπιση διατάξεων που πρέπει να κινούνται προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσής του.  Άρα, διατάξεων οι οποίες κατοχυρώνουν κυρίως την αποτελεσματική άσκηση δικαιωμάτων με κοινωνικό προσανατολισμό. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, δικαιωμάτων που επιτρέπουν στο υποκείμενό τους ν’ απαιτήσει την ενεργοποίηση συγκεκριμένης παροχικής δράσης, πρωτίστως εκ μέρους της Εκτελεστικής Εξουσίας.

4. Επέκεινα, κατά την ως άνω νομολογία, οι περί Κοινωνικού Κράτους διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου έχουν πλήρες κανονιστικό περιεχόμενο.  Τούτο σημαίνει ότι, εκ καταγωγής, συνιστούν την κανονιστικώς γενεσιουργό αιτία οργάνωσης του νομικού πλαισίου των κοινωνικών δικαιωμάτων. Τέλος, ο νομοθέτης είναι εκείνος, στον οποίο ο Θεμελιώδης Νόμος παρέχει την εξουσιοδότηση για την οργάνωση ενός τέτοιου νομικού πλαισίου, φυσικά κατά διακριτική ευχέρεια.  Την πιο απτή νομολογιακή θεμελίωση, προς την προαναφερόμενη κατεύθυνση, των κοινωνικών δικαιωμάτων παρέχουν οι αποφάσεις του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι οποίες αφορούν την έκταση της κατοχύρωσης ενός «κατώτατου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης» («Εxistenzminimum»).

Δ. Το πεδίο του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου.

Στην πορεία, οι θεσμοί του Κοινωνικού Κράτους -και μάλιστα υπό την μορφή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου- απέκτησαν υπερεθνική κανονιστική θεμελίωση, μέσω κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης και του δικαίου στο πεδίο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

1. Αρκετές διατάξεις του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, αρχής γενομένης από την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως την Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρονται, αμέσως ή εμμέσως, σε θεσμούς του Κοινωνικού Κράτους και σ’ επιμέρους πτυχές των κοινωνικών δικαιωμάτων.  Όμως, ουσιαστικό θεμέλιο του Κοινωνικού Κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, συνθέτουν οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες καθιερώνουν εν προκειμένω πλήρεις «leges perfectae», εμπλουτιζόμενες και από γενικές αρχές που απορρέουν από την «όσμωση» του Ευρωπαϊκού Δικαίου με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης.

2. Ρυθμίσεις περί του Κοινωνικού Κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων εμπεριέχει και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Στις ρυθμίσεις αυτές ήλθαν να προστεθούν, με πιο ολοκληρωμένο τρόπο, εκείνες του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.  Με την διευκρίνιση, όμως, ότι οι τελευταίες δεν έχουν, δυστυχώς, αποκτήσει ακόμη status πλήρων «leges perfectae», μιας και ο κυρωτικός μηχανισμός εφαρμογής τους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, δεν διαθέτει και, άρα, δεν ασκεί πραγματικές δικαιοδοτικές αρμοδιότητες.

3. Τέλος, σ’ επίπεδο stricto sensu Διεθνούς Δικαίου -και με την επισήμανση της και εδώ σημαντικής έλλειψης επαρκών κυρωτικών μηχανισμών εφαρμογής -αναφορά στο Κοινωνικό Κράτος Δικαίου και στα κοινωνικά δικαιώματα γίνεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καθώς και στα δύο «παρακολουθηματικά» Διεθνή Σύμφωνα, θεσπισμένα το 1976, ήτοι στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα.

ΙΙ. Η «πτώση» του Κοινωνικού Κράτους.

Θα περίμενε κανείς ότι, με αυτό το θεσμικό οπλοστάσιο στο πλαίσιο του Εθνικού -και σε συνταγματικό, μάλιστα, επίπεδο- Δικαίου αλλά και στο πλαίσιο του  Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου, το Κοινωνικό Κράτος θα έκανε νέα «άλματα» προς την κατεύθυνση της περαιτέρω κατοχύρωσης και αποτελεσματικής λειτουργίας στην πράξη των κοινωνικής αρμοδιότητας δομών του Κράτους. Πρωτίστως δε μέσω της αντίστοιχης περαιτέρω κατοχύρωσης και αποτελεσματικής άσκησης στην πράξη των επιμέρους κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία είχαν πλέον εμπεδωθεί κανονιστικώς, με πολλές επιμέρους διατάξεις της in concreto εκτελεστικής νομοθεσίας σε κάθε Κράτος χωριστά και, ιδίως, στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Α. Το «σαθρό» Κοινωνικό Κεκτημένο.

 Όπως, συνακόλουθα, θα περίμενε κανείς, βοηθούσης και της νομολογίας -επίσης σ’ Εθνικό, Ευρωπαϊκό και Διεθνές επίπεδο- να εμπεδωθεί η έννοια ενός «κοινωνικού κεκτημένου», αντίστοιχου του «περιβαλλοντικού κεκτημένου», που κερδίζει συνέχεια έδαφος μέσ’ από τις δυσοίωνες προοπτικές της Κλιματικής Αλλαγής.

1. Ήτοι ενός «κεκτημένου», σύμφωνα με το οποίο η «στάθμη» θωράκισης του Κοινωνικού Κράτους και κοινωνικής προστασίας κατά την άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν είναι δυνατό να «πέσει» από εκεί που διαμορφώνεται κάθε φορά.  Βελτίωση ναι, αλλά σε καμία περίπτωση ουσιώδης απομείωση των παροχών, οι οποίες διασφαλίζονται,  από τον κρατικό κυρίως τομέα, προς τους φορείς των κατά περίπτωση κοινωνικών δικαιωμάτων. 

2. Μια τέτοια προσδοκία και προοπτική αισιοδοξίας για την ανοδική πορεία της εμβέλειας του Κοινωνικού Κράτους, υπό την «αιγίδα» του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, εμφανιζόταν απολύτως δικαιολογημένη και αναμενόμενη, ιδίως στα δημοκρατικώς και οικονομικώς προηγμένα Κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την τόσο μεγάλη παράδοση κοινωνικής ευαισθησίας, όσο η οικονομική πρόοδος παρείχε τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για την ευόδωσή της.

Β. Οι αιτίες και τ’ αποτελέσματα.

 Όμως, οι ελπίδες αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από «φρούδες». Και το σχετικό αδιέξοδο αποδείχθηκε στο τέλος επώδυνο για το Κοινωνικό Κράτος στο σύνολό του, αφού η «απόρριψη» του Κοινωνικού Κεκτημένου σηματοδότησε και τις εμφανείς αδυναμίες του Κοινωνικού Κράτους.

1. Από ένα σημείο και πέρα, η «καμπύλη» της στάθμης του Κοινωνικού Κράτους άρχισε να παίρνει, με ραγδαίους ρυθμούς, την «κατιούσα».  Και μάλιστα σε όλο το φάσμα του Κοινωνικού Κράτους, από τις παροχές προς τους οικονομικώς ασθενέστερους και τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα ως αυτό τούτο το σύστημα υγείας κάθε Κράτους. 

α) Το αρνητικό αυτό φαινόμενο ήταν πια ορατό και στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά το γεγονός ότι η οικονομική «ευφορία» λειτουργούσε ως μηχανισμός υποβάθμισης των συνεπειών του φαινομένου τούτου, με την επικουρία μιας «επιμελώς» ωραιοποιημένης εικόνας των δομών του Κοινωνικού Κράτους, ιδίως δε των δομών των συστημάτων υγείας.  Όχι ότι δεν υπήρξαν περιπτώσεις, όπου αυτή η «απομείωση» του Κοινωνικού Κράτους ήταν ορατή «δια γυμνού οφθαλμού», όπως μπορούσε καθένας να διαπιστώσει είτε σε στιγμές κορύφωσης της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης, είτε κάνοντας μιαν απλή «αυτοψία» στις υποβαθμισμένες περιοχές μεγάλων Ευρωπαϊκών αστικών κέντρων.

β)  Όμως η «γενική» εικόνα, όπως την διαμόρφωνε και η τρέχουσα κάθε φορά επικαιρότητα με την βοήθεια των ΜΜΕ αλλά και του Διαδικτύου -με κάποιες παρήγορες εξαιρέσεις, βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι- επικρατούσε της απαισιόδοξης πραγματικότητας της σταδιακής συρρίκνωσης του Κοινωνικού Κράτους.

2. Χρειάσθηκε η «επέλαση» της πανδημίας του Covid-19 για να φανεί, ξαφνικά και σχεδόν υπό όρους «Αποκάλυψης», η «γύμνια» του Κοινωνικού Κράτους.

α) Πόσο, άραγε, αυτή η ξαφνική «απογύμνωση» του Κοινωνικού  Κράτους από τα «ψιμύθια» των ψευδαισθήσεων και της επικοινωνιακής παραμόρφωσης της πραγματικότητας μας κάνει σήμερα να γυρίσουμε πίσω, σε κλασικές σελίδες της λογοτεχνίας, που περιγράφουν, γλαφυρά και πειστικά, το ξαφνικό «ξύπνημά» μας όταν ανακαλύπτουμε μια δεινή πραγματικότητα, την οποία όμως αγνοούσαμε με δική μας, αποκλειστικώς, ευθύνη! Επιλέγω, εντελώς ενδεικτικά, τον στίχο του Βενεδικτίνου μοναχού του 12ου αιώνα, του Bernard de Cluny[2]. Ένδεκα, περίπου, αιώνες πριν, ο Απόστολος Παύλος[3], είχε προετοιμάσει το έδαφος προς την ίδια κατεύθυνση: «Videmus nunc per speculum (et) in aenigmate» («Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι»).

β) Το Κράτος -το κάθε Κράτος, ανεξάρτητα από το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης- άρχισε να «αφυπνίζεται» υπό όρους πρωτόγνωρης έκπληξης αλλά και αδιανόητου πανικού.  Το σύνδρομο του Επιμηθέα εκτυλίχθηκε με εικόνες απόγνωσης, που ελάχιστα τιμούν τον Ανθρωπισμό μας και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.  Κατ’ εξοχήν οι πολίτες της Ευρώπης, αντιληφθήκαμε αυτό το οποίο είχε αναδείξει ο μεγάλος παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν στο γνωστό παραμύθι του, αυτό στο οποίο ένα μικρό αθώο παιδί διαπίστωσε κοιτώντας κατάματα την αλήθεια: Ο βασιλιάς -το Κοινωνικό Κράτος- ήταν γυμνός!

Γ. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου.

 Το πώς φθάσαμε σε αυτή την μεγάλη ανατροπή, από την «άνοδο» ως την απότομη «πτώση» του Κοινωνικού Κράτους, φαίνεται κάπως περίπλοκο να εξηγηθεί, πλην όμως δεν είναι, τουλάχιστον ως προς την βασική του αιτία.  Απλώς, η περίπτωση λύσης αυτού του «αινίγματος» δείχνει, για μιαν ακόμη φορά, ότι σε πολιτικό επίπεδο, κατά κανόνα, όταν προσπαθούμε ν’ αναλύσουμε την εξέλιξη μιας πραγματικότητας που δεν την είχαμε διαβλέψει, «χανόμαστε» στις λεπτομέρειες και «προσπερνάμε» την ουσία, που όμως είναι, κυριολεκτικώς, δίπλα μας.

1. Αυτό συμβαίνει και με την «πτώση» του Κοινωνικού Κράτους: Όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ -επομένως όσο υπήρχε, όπως ήδη εκτέθηκε, ο φόβος της σύγκρισης μ’ εκείνη και τους «δορυφόρους» της ως προς την κοινωνική ευαισθησία και την διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων- η Δύση, και πρώτη η Ευρωπαϊκή Ένωση, στήριζαν αναφανδόν το οικοδόμημα του Κοινωνικού Κράτους και την θεσμική θωράκιση αλλά και την αποτελεσματική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.  Πολλές φορές μάλιστα αναδείκνυαν, όχι δίχως κάποια έπαρση, την υπεροχή αυτού του Κοινωνικού Κράτους έναντι εκείνου του κομμουνιστικού συστήματος διακυβέρνησης, ιδίως από το σημείο όπου η ΕΣΣΔ -και όσα κράτη εφάρμοζαν το ίδιο πολιτικό σύστημα- άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν, μέσα στην δίνη του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της διευρυνόμενης Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, μεγάλα οικονομικά προβλήματα και ανάλογη αδυναμία στήριξης των παραδοσιακών τους κοινωνικών δομών.

2. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ήτοι μετά το 1990, η Δύση, και πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Ένωση, έζησαν την ψευδαίσθηση του «τέλους των Ιδεολογιών», μέσ’ από την αντίστοιχη, παρακολουθηματική, ψευδαίσθηση της πλήρους επικράτησης, σε παγκόσμιο επίπεδο, του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης στην βάση του προτύπου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και, μάλιστα, υπό την επήρεια του ακραίως νεοφιλελεύθερου «δόγματος» της «αυτορρύθμισης» της οικονομίας και της γενικευμένης απομείωσης του κρατικού παρεμβατισμού. Πόσο, άραγε, επίκαιρη παραμένει πάντα η διαπίστωση του  Niall Ferguson[4], σύμφωνα με την οποία: «Είναι γεγονός ότι η ιστορία ως βιωμένη εμπειρία θυμίζει περισσότερο παρτίδα σκάκι παρά μυθιστόρημα, θυμίζει περισσότερο αγώνα ποδοσφαίρου παρά θεατρική παράσταση».   Όπως ήταν αναμενόμενο, ως προς τις επιπτώσεις  αυτών των ψευδαισθήσεων, η έμφαση δόθηκε πλέον -σχεδόν αποκλειστικώς- προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης, «στον αστερισμό» των ως άνω ακραίων νεοφιλελεύθερων και ανορθολογικών αντιλήψεων. 

α) Μέσα σε αυτό, άλλωστε, το οικονομικό κλίμα δημιουργήθηκε η Ευρωζώνη, παρά τις «προφητικές», κυριολεκτικώς, προειδοποιήσεις σπουδαίων ηγετικών μορφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της εποχής εκείνης, ότι αυτή η μέθοδος οργάνωσής της και καθιέρωσης του ευρώ θα ερχόταν σε αντίθεση -ή, ακόμη, σ’ ευθεία σύγκρουση- με τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την οραματίσθηκαν οι ιδρυτές της.  Αυτή η οιονεί «επικυριαρχία» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» στον χώρο της Δύσης και, κατ’ εξοχήν, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άφησε στο περιθώριο βασικές παραμέτρους των αρχών του Ανθρωπισμού και της εντεύθεν κοινωνικής ευαισθησίας, οι οποίες είχαν, μ’ ευεργετικό τρόπο, επικρατήσει τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Με τον ίδιο τρόπο μπήκε σ’ ένα είδος περιθωρίου και το Κοινωνικό Κράτος, μαζί με τα κάθε είδους κοινωνικά δικαιώματα. 

β) Η «αντίστροφη μέτρηση» είχε αρχίσει, ώσπου η τραγική πραγματικότητα των συνεπειών της εμφανίσθηκε αμείλικτη, όταν ξέσπασε η πανδημία του Covid-19. Μέσα σε αυτό το κλίμα αντιληφθήκαμε ότι το «κόσμημα» της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, το Κοινωνικό Κράτος, είχε προ πολλού παραχωρηθεί, και με πολύ ευτελές «αντίτιμο», «ενέχυρο» στο «κατάστημα» ενός στρεβλού, από πλευράς αναπτυξιακής βιωσιμότητας, χρηματοπιστωτικού συστή-ματος, το οποίο, εκ φύσεως, δεν γνωρίζει ούτε σύνορα αλλά ούτε και όρια.

Δ. Τα «σημάδια» της παρακμής.

 Από την πλειάδα θεσμικοπολιτικών πτυχών του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου οι οποίες, όπως επισημάνθηκε σε γενικές γραμμές προηγουμένως, έχουν υποβαθμισθεί ως προς το επίπεδο σεβασμού αντίστοιχων κοινωνικών δικαιωμάτων, σταχυολογούνται δύο και μόνο.  Η επιλογή τους δεν είναι τυχαία.  Λόγω της σημασίας των πτυχών αυτών ως προς το όλο περιβάλλον ορθολογικής άσκησης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, η υποβάθμισή τους καταδεικνύει ότι η εμφάνισή της φέρνει στο φως την όλη κατάσταση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, ιδίως στην Ευρώπη -είτε πρόκειται για τα Κράτη-Μέλη  της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε, ευρύτερα, για τα λοιπά Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης- την προτεραία της εισβολής του Covid-19 και της εξ αυτού προκληθείσας πανδημίας.

1. Η πρώτη από τις ως άνω δύο πτυχές του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου συνίσταται στην εμφανή σχετικοποίηση του λεγόμενου «κοινωνικού κεκτημένου» το οποίο, κατά τα προλεχθέντα, καθορίζει την στάθμη προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων και των εξ αυτών απορρεουσών κοινωνικών παροχών, που δεν επιτρέπεται, κατά το Εθνικό, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο, ν’ απομειωθεί σε σημείο που να θίγει τον πυρήνα του κατά περίπτωση κοινωνικού δικαιώματος.  Όπως είναι προφανές, υπό τα ως άνω δεδομένα το «κοινωνικό κεκτημένο» δεν μπορεί να είναι απόλυτο αλλά σχετικό, με την έννοια βεβαίως ότι ναι μεν το επίπεδο προστασίας κάθε κοινωνικού δικαιώματος μπορεί να μεταβληθεί, επί τα βελτίω ή επί τα χείρω, πλην όμως η κάθε μορφή απομείωσής του δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στην κατ’ αποτέλεσμα ελαχιστοποίησή του και, ακόμη περισσότερο, στην εκμηδένισή του.

α) Ενώ όμως, ιδίως ως την δημιουργία της Ευρωζώνης, η νομολογία τόσο σ’ εθνική όσο και υπερεθνική διάσταση -ευρωπαϊκή ή διεθνή- δεχόταν με μεγάλη φειδώ την σχετικοποίηση του υφιστάμενου κοινωνικού κεκτημένου, τα πράγματα άλλαξαν στην συνέχεια, για να πάρουν εξαιρετικά ανησυχητική τροπή μετά την βαθιά οικονομική κρίση, της οποίας την αφετηρία σηματοδότησε η κατάρρευση του τραπεζικού κολοσσού «Lehman Brothers». Έκτοτε, το κοινωνικό κεκτημένο έπεσε, σε πολλές περιπτώσεις, θύμα των αναγκών αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης στα Ευρωπαϊκά Κράτη, ιδίως δε στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναδεικνύοντας έτσι την αλήθεια της -υποδόριας αρχικώς, εμφανέστερης όμως στην συνέχεια- σταδιακής  επικράτησης της «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».

β) Είναι χαρακτηριστικό ότι η νομολογία των εθνικών δικαστηρίων των επιμέρους Ευρωπαϊκών Κρατών, κατά κύριο δε λόγο εκείνων που άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν σημαντικά οικονομικά προβλήματα, ξεκίνησε γρηγορότερα τις «εκπτώσεις» ως προς την κατοχύρωση της στάθμης του κοινωνικού κεκτημένου.  Την πραγματικότητα αυτή ζήσαμε, με απτά δείγματα γραφής, στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της βαθιάς οικονομικής κρίσης και της μνημονιακής εποχής.  Ήταν τότε -οι μνήμες είναι ακόμη πολύ ζωντανές- που ιδίως η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ανέχθηκε την δραστική απομείωση του κοινωνικού κεκτημένου, προσφεύγοντας στην ανάγκη ικανοποίησης του πρωτοεμφανιζόμενου, και εξαιρετικά διαβρωτικού για τα θεμέλια των κοινωνικών δικαιωμάτων, «δημοσιονομικού» Δημόσιου Συμφέροντος.  Δηλαδή του Δημόσιου Συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στην επίτευξη αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, όταν ουδέποτε στο παρελθόν είχε γίνει αποδεκτό ότι το αμιγώς δημοσιονομικού περιεχομένου κρατικό συμφέρον μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσιο συμφέρον, ικανό να δικαιολογήσει τον περιορισμό άσκησης δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, των κοινωνικών δικαιωμάτων. 

γ) Η αντίστοιχη νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν «όρθωσε» τείχος σε αυτή την τάση σχετικοποίησης του κοινωνικού κεκτημένου.  Το αυτό, και a fortiori, συνέβη και με το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της, προστατευτικής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, νομοθεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Σε σημείο, ώστε να γίνεται γενικώς δεκτό σήμερα στους νομικούς επιστημονικούς κύκλους, διεθνώς,  ότι η θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου δεν φαίνεται ν’ αναγνωρίζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Είναι πρόδηλο ότι σε αυτή την, άκρως διστακτική -κατά την επιεικέστερη έκφραση- στάση του ως άνω Δικαστηρίου έχει συμβάλει καθοριστικώς το ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε, η νομοθεσία προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, λόγω της έλλειψης ισχυρών κυρωτικών μηχανισμών έχει μεταπέσει στην κανονιστική κατάσταση των leges imperfectae.

2. Η δεύτερη από τις ως άνω δύο πτυχές του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου -η οποία, κατά βάση και κατ’ ουσία, αποτελεί επιμέρους έκφραση και έκφανση της πρώτης, ήτοι του κοινωνικού κεκτημένου- συνίσταται στην εξίσου εμφανή σχετικοποίηση του λεγόμενου «ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης»Existenzminimum», κατά την γερμανική νομική ορολογία, όπως προεκτέθηκε), το οποίο πρέπει να διασφαλίζει κάθε Κράτος προκειμένου να μην θίγεται ο πυρήνας της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.

α) Μολονότι δεν υφίσταται ρητή και σαφής ρύθμιση, σ’ εθνικό, ευρωπαϊκό ή και διεθνές επίπεδο, ως προς την υποχρέωση διασφάλισης, εκ μέρους των αρμόδιων κατά περίπτωση κρατικών οργάνων, ενός τέτοιου ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, έχει γίνει δεκτό, σε θεωρητική αλλά και σε νομολογιακή βάση εντός και εκτός των συνόρων των Εθνικών Έννομων Τάξεων, ότι η αρχή του σεβασμού του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης απορρέει, ως γενική αρχή, από πλειάδα κανόνων του Εθνικού καθώς και του Ευρωπαϊκού αλλά και του Διεθνούς Δικαίου. Επιπλέον, π.χ., από την μια πλευρά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την σύστασή του 92/441 της 24.6.1992, υπέδειξε την ανάγκη επάρκειας των πόρων και παροχών στα συστήματα κοινωνικής προστασίας των Κρατών-Μελών.  Και, από την άλλη πλευρά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ψήφισμά του της 20.10.2010, διαπίστωσε την ανάγκη διασφάλισης ενός λογικού ελάχιστου εισοδήματος,  δεδομένου ότι αυτό συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοπρεπή διαβίωση του Ανθρώπου.

β) Όπως, όμως, συνέβη και με το εν γένει κοινωνικό κεκτημένο, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα όσο και τα δικαιοδοτικά όργανα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης ουδέποτε καθιέρωσαν συγκεκριμένες νομικές συντεταγμένες ως προς το πώς πρέπει να προσδιορίζεται η έννοια -και, επέκεινα, η στάθμη- του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. 

ΙΙΙ. Η πανδημία του Covid-19 και η «ολική επαναφορά» του Κοινωνικού Κράτους.

Το πεδίο, εντός του οποίου το σύνδρομο του Επιμηθέα έχει εμφανισθεί σε μέγιστο βαθμό στην Ευρώπη μας -για τις ΗΠΑ ούτε λόγος, αφού ουδέποτε, μετά το «διάλειμμα» της περιόδου Ρούσβελτ και την «ένδον» υπονομευμένη ημιτελή προσπάθεια της περιόδου Ομπάμα, θεσμοθετήθηκε έστω και στοιχειώδες Κοινωνικό Κράτος- κατά την περίοδο της πανδημίας του Covid-19 είναι, αναμφίβολα, εκείνο του Κοινωνικού Κράτους.  Η έκπληξη αλλά και η ανασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών, όταν βρέθηκαν μπροστά στο «τσουνάμι» της πανδημίας που «έστηνε στον τοίχο» -φυσικά μεταφορικώς- ιδίως το «λυμφατικό» κρατικής αρμοδιότητας σύστημα Υγείας στα Κράτη-Μέλη, ήταν απόλυτη, παρ’ ό,τι αδικαιολόγητη.  Τι, άραγε, μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα Κοινωνικό Κράτος και ένα Σύστημα Υγείας, το οποίο στα Ευρωπαϊκά Κράτη θύμιζε παροπλισμένο καράβι που έχει χάσει, προ πολλού, κάθε αξιοπιστία «πλοϊμότητας»

Α. Ο εφησυχασμός.

    Η πραγματικότητα ήταν και είναι -ακόμη και τώρα, παρά την τεράστια προσπάθεια των τελευταίων μηνών- αμείλικτη.  Όπως ήδη εκτέθηκε, απλή παρατήρηση της διαδρομής των κατά καιρούς κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών στην Ευρώπη αποδεικνύει, χωρίς πειστικό αντίλογο, ότι μετά την επώδυνη εμπειρία του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου αρχίσαμε να «χτίζουμε», με μεγάλη έφεση και άλλη τόση φιλοδοξία, το Κοινωνικό Κράτος. 

1. Το «αποθεώσαμε», σε σημείο ώστε να το καταστήσουμε κορωνίδα τόσο της Δημοκρατίας μας, μέσ’ από το θεσμικοπολιτικό οικοδόμημα του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, όσο και του Πολιτισμού μας. Και το εμφανίσαμε ως απτή απόδειξη του Ανθρωποκεντρικού του χαρακτήρα, κατ’ επέκταση δε ως οργανωμένη εφαρμογή στην πράξη των θεμελιωδών ανθρωποκεντρικών αρχών της Αλληλεγγύης και της Δικαιοσύνης, κυρίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. 

α) Και ξαφνικά, με «αρνητικό ορόσημο» το τέλος της δεκαετίας του ’80 του περασμένου αιώνα, το αφήσαμε να φθίνει σταδιακώς, ίδιο παραδοσιακό αρχοντικό παρωχημένο πια για να μας στεγάσει και «πολυέξοδο» για την συντήρησή του.  Οι πολιτικές αποφάσεις αυτής της εγκατάλειψης ήταν συνειδητές, μέσ’ από τα νέα κελεύσματα ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού -που ουδεμία σχέση έχει με τον αυθεντικό Φιλελευθερισμό, ούτε καν με την δημοκρατικώς ορθολογική και μετριοπαθή  νεοφιλελεύθερη πτυχή του- στον αστερισμό μιας αχαλίνωτης Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης.

β) Αχαλίνωτης, όχι μόνο λόγω της έκτασης της ισχύος της ως προς την χάραξη της πορείας της Παγκόσμιας Οικονομίας αλλά και -κατ’ εξοχήν δε μάλιστα- λόγω της καταλυτικής επιρροής της ως προς την λήψη αποφάσεων αμιγώς πολιτικού περιεχομένου, ιδίως όπου τέτοιες αποφάσεις βαίνουν, έστω και καθ’ υποφοράν, αντίθετα προς το «δόγμα» της  αυτορρυθμιζόμενης Οικονομίας.  Επομένως, αχαλίνωτης διότι τείνει, οιονεί εκ φύσεως, να περιθωριοποιήσει και κάθε φορέα λήψης πολιτικών αποφάσεων που διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση, όταν διαισθάνεται ότι το δόγμα της οικονομικής «αυτορρύθμισης» αμφισβητείται και, κατά αυτόν τον τρόπο, «απειλείται» ως προς την «αυθεντία» του. 

2. Προς τι, λοιπόν, η έκπληξη, ενόψει της πανδημίας;  Μάλλον πρέπει να ερευνήσουμε, όση αξία κι αν έχει κάτι τέτοιο, αν η «μωρία» μας οφείλεται στο ότι θεωρούσαμε πως αυτό το, περιορισμένης εμβέλειας, Κοινωνικό Κράτος ήταν αρκετό για τις ανάγκες, ενόψει των οποίων είχε δημιουργηθεί, ή πως φαινόμενα όπως η σύγχρονη πανδημία δεν ήταν δυνατό -ούτε καν πιθανό δηλαδή- να εμφανισθούν.  Άραγε, τώρα που «τρέχουμε» ν’ αντιμετωπίσουμε τον «εχθρό», υπερασπιζόμενοι απελπισμένα τ’ αδύναμα «τείχη» του Κοινωνικού Κράτους, θα βρούμε το σθένος να τα ξαναχτίσουμε, έτσι ώστε ν’ αντέξουν στο μέλλον σε κάθε μορφής παρεμφερείς «επιθέσεις»;  Αυτή είναι, φυσικά μεταφορικώς, μια άλλη εκδοχή του ε»μβολίου» που υπερακοντίζει, κατά πολύ, το εμβόλιο για την πρόληψη του Covid-19.

Β. Μπροστά στην αλήθεια.

Είναι αναγκαίο να σταθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα στο ποια είναι η αλήθεια για το Κοινωνικό Κράτος, την οποία έφερε στο φως -και σε όλο της το τραγικό «μεγαλείο»– η πανδημία του Covid-19.  Και τούτο γιατί όσο πιο ωμά και ολοκληρωμένα εμφανίζεται η αλήθεια αυτή, τόσο περισσότερο θα συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες μας και, επίσης, τόσο περισσότερο θα επιτρέψουμε στις ενοχές μας να γίνουν όχι τόσο τιμωροί αλλά καθοδηγητές του τι είναι εκείνο, το οποίο πρέπει, με κάθε θυσία, ν’ αποτρέψουμε στο μέλλον ως προς το Κοινωνικό Κράτος. Και τούτο προκειμένου να μην θρηνούμε, ως «άγγελοι επί τάφου σαλπίζοντες», την αναπότρεπτη «εκδημία» της αξίας του Ανθρώπου και το μοιραίο τέλος της Αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής.  Όπως ήδη εκτέθηκε, η πρώτη αρνητική έκπληξη ως προς το «έλλειμμα» του Κοινωνικού Κράτους μετά την ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας – αρνητική έκπληξη που έφθασε στα όρια της απόλυτης απόγνωσης και του πανικού στις ιδιαίτερα πληττόμενες Χώρες, και μάλιστα στις πιο προηγμένες οικονομικώς από αυτές- αφορούσε το Σύστημα Υγείας, το οποίο βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο και διαχείριση, έτσι ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες ιδίως των οικονομικώς και κοινωνικώς ασθενέστερων.

1. Για ορισμένες από αυτές -όπως είναι κατά κύριο λόγο η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και, κατ’ εξοχήν, η Μεγάλη Βρετανία- είχε δημιουργηθεί ένα είδος υγειονομικού «φωτοστέφανου», με την έννοια της λειτουργίας του Συστήματος Υγείας τους σε υψηλότατο επίπεδο από πλευράς ποιότητας και αποτελεσματικότητας. 

α) Η πανδημία έδειξε ότι όλα αυτά ίσχυαν -αν ίσχυαν- μόνο για «ομαλές συνθήκες».  Με την «εισβολή» της πανδημίας, τα Συστήματα Υγείας -και παρά τις ηρωϊκές, κυριολεκτικώς, προσπάθειες του κατά περίπτωση ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού- σχεδόν κατέρρευσαν στην πράξη, αδυνατώντας ν’ ανταποκριθούν, με την απαιτούμενη επάρκεια, στην αποστολή τους. 

β) Το Κράτος, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, έφθασε -πράγμα πρωτοφανές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- να προστρέξει σε μεθόδους οιονεί επίταξης των ιδιωτικών μονάδων υγείας ή και να στήσει, εκ του προχείρου και με όλες τις εντεύθεν συνέπειες ως προς την εικόνα του και την αποδοτικότητα των ενεργειών του, εκ των ενόντων νοσοκομεία σε κάθε χώρο που έβρισκε ελεύθερο.  Συνθήκες πολέμου σε καιρό ειρήνης, και μάλιστα για έναν «πόλεμο» ο οποίος δεν θα είχε «ξεσπάσει» -τουλάχιστον σε αυτή την έκταση- αν η επιμηθεϊκή αντίληψη για το Κοινωνικό Κράτος και το Σύστημα Υγείας που το συνοδεύει δεν είχε, προ πολλού και εύκολα, επικρατήσει της προμηθεϊκής.

2. Το πώς φθάσαμε, ιδίως στην τόσο πολλά υποσχόμενη Ευρώπη μας, σε αυτό το σημείο είναι κάτι παραπάνω από προφανές:  Τα Εθνικά Συστήματα Υγείας είχαν, όπως ήδη υπαινίχθηκα, εδώ και καιρό προσαρμοσθεί στις ομαλές συνθήκες καθημερινότητας, μ’ έναν ισχνό και οπωσδήποτε επιπόλαιο, από πλευράς αποτελεσμάτων, σχεδιασμό για περιόδους κρίσης.

α) Όλως αντιθέτως, και υπό την επήρεια ακραίων -και, ουσιαστικώς, ουτοπικών- νεοφιλελεύθερων οικονομικών αντιλήψεων ως προς την δυνατότητα της Οικονομίας ν’ «αυτορυθμίζεται» ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, δόθηκαν αφειδώς κίνητρα για την γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα υγείας, παράλληλα με αντίστοιχα κίνητρα για πολλαπλές μορφές ιδιωτικής ασφάλισης, προορισμένης να καταβάλλει, εν μέρει ή εν όλω, το «αντίτιμο» της νοσηλείας.  Η πανδημία του Covid-19 απέδειξε ότι όλο αυτό το οικοδόμημα ενός «μικτού», οικονομικώς, συστήματος υγείας, όπου το «πάνω χέρι» παίρνει σιγά-σιγά ο ιδιωτικός τομέας, είχε γενικώς αποτύχει. Ο καθημερινός άνθρωπος, και ιδίως ο εμπερίστατος, άρχισε πάλι ν’ αναλογίζεται αγχωτικώς την αξία του Κοινωνικού Κράτους, μ’ ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας στο ύψος των περιστάσεων και ανταποκρινόμενο στις κοινωνικές ανάγκες υπό συνθήκες κρίσης. 

β) Η Μεγάλη Βρετανία παρέχει το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτού του «ναυαγίου» ενός Συστήματος Υγείας, για το οποίο ήταν κάποτε υπερήφανη και το οποίο εμφάνιζε ως πρότυπο ανά τον Κόσμο, κάνοντας μάλιστα, όχι χωρίς έπαρση, ένα είδος «εξαγωγής» αυτού του προτύπου extra muros.  Η σημερινή κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο αποπνέει μια εικόνα γενικότερης παρακμής.  Και είναι βέβαιο πως οι κυβερνήσεις στην Μεγάλη Βρετανία θα πρέπει να έχουν αντιληφθεί ότι όλη αυτή η παρακμιακή πορεία του Βρετανικού Συστήματος Υγείας, πληρώνει το βαρύ τίμημα των συνεπειών της πολιτικής Θάτσερ.  Μιας πολιτικής που επί πολλές δεκαετίες «θεοποιήθηκε», για να γνωρίσει στις μέρες μας την «αποκαθήλωση».  Η πορεία ήταν αναμενόμενη.  Με τον τρόπο της, η Μεγάλη Βρετανία απέδειξε ότι είχε υποκύψει στην «γοητεία» του δικού της, «γηγενή», Επιμηθέα.

Γ. Οι οικονομικώς ασθενέστεροι.

Το δεύτερο βαρύ «χτύπημα» ως προς το έλλειμμα του Κοινωνικού Κράτους στην Ευρώπη αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας στους οικονομικώς ασθενέστερους και, πρωτίστως, σ’ εκείνους που βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία. Είναι, μάλιστα, εξαιρετικά χαρακτηριστικό το ότι αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε σ’ Ευρωπαϊκές Χώρες, που θεωρούνται ότι ανήκουν στην πρωτοπορία της οικονομικής ανάπτυξης.

1. Ως προς τους οικονομικώς ασθενέστερους γενικώς, η πανδημία έφερε, επιπλέον, στην επιφάνεια και τις δραματικές συνέπειες των οικονομικών ανισοτήτων.  

α) Διότι όλες οι τεκμηριωμένες οικονομικές αναλύσεις, ιδίως δε εκείνες στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, δείχνουν ότι, κατ’ εξοχήν στις οικονομικώς προηγμένες Χώρες, η αύξηση του ΑΕΠ και η άνοδος του δείκτη ανάπτυξης συνοδεύθηκε, μοιραία, από την διεύρυνση των ανισοτήτων, ως συνέπεια του στρεβλού τρόπου με τον οποίο σχεδιάζονται, σε πλειάδα περιπτώσεων, οι οικονομικές πολιτικές, κάτω από το βάρος συγκεκριμένων επιλογών της Οικονομικής Παγκοσμιο-ποίησης.  «Αυτονοήτως», το ίδιο -και a fortiori-πρόβλημα προέκυψε εις βάρος των μεταναστών και των προσφύγων, όταν έφθασαν, «κατά κύματα» μάλιστα, σε πολλές Ευρωπαϊκές Χώρες. 

β) Αυτοί, λοιπόν, οι οικονομικώς ασθενέστεροι, μέσα στην πανδημία, είδαν τις, περιορισμένων δυνατοτήτων και για ομαλούς καιρούς σχεδιασμένες δομές του Κοινωνικού Κράτους που αφορούν την καθημερινή πρόνοια, «καθηλωμένες» σε πλήρη αδυναμία να τους παράσχουν την αναγκαία, στοιχειωδώς, συνδρομή.  Και το χειρότερο είναι ότι το κατά περίπτωση σύστημα υγείας βρέθηκε σ’ εξίσου πλήρη αδυναμία να τους περιθάλψει.  Και δεν πρόκειται μόνο για τα ιδιωτικού δικαίου συστήματα υγείας.  Γι’ αυτά ούτε λόγος, αν συλλογισθεί μάλιστα κανείς ότι οι οικονομικώς ασθενέστεροι δεν έχουν, έστω και καθ’ υποφοράν, πρόσβαση σε ιδιωτικά,  επικουρικά και συμπληρωματικά, συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.  Ακόμη και τα υπό κρατικό έλεγχο και κρατική εποπτεία συστήματα υγείας, όπως ήδη τονίσθηκε αμέσως πιο πάνω, βρέθηκαν -στις περισσότερες των περιπτώσεων- σε αδυναμία να τους περιθάλψουν, πολλώ μάλλον όταν πολλοί από αυτούς δεν καλύπτονται ούτε καν από την κρατική κοινωνική ασφάλιση.

2. Το δράμα, ορθότερα η τραγωδία, των ηλικιωμένων Ευρωπαίων συμπολιτών μας, οι οποίοι πέθαιναν κατά χιλιάδες είτε σε, υποτυπώδεις για τις συνθήκες της πανδημίας, «οίκους ευγηρίας» -αλήθεια, τι υποκριτικός «ευφημισμός»–  είτε μόνοι σε άθλια διαμερίσματα μεγάλων αστικών κέντρων, είναι το όνειδος όχι μόνο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους, αλλ’ αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. 

α) Η Ιταλία, η Ισπανία και, κυρίως, η Γαλλία, ένοιωσαν την «γροθιά στο στομάχι» των δομών του κοινωνικού τους κράτους, μετρώντας χιλιάδες νεκρών σε οίκους ευγηρίας.  Και μάλιστα πολύ καθυστερημένα, γιατί δεν είχαν καν αντιληφθεί την ανείπωτη τραγωδία που εκτυλισσόταν μέσα σε αυτούς, όπου οι τρόφιμοι αργοπέθαιναν δίχως καν να τους σκεφθούν ακόμη και οι οικείοι τους, αν υπήρχαν. 

β) Το αδιανόητο αυτό έλλειμμα του Κοινωνικού Κράτους στην Ευρώπη ως προς τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας είναι τόσο περισσότερο απαξιωτικό για την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, όσο οι πληθυσμοί των Ευρωπαϊκών Χωρών -στην μέγιστη πλειοψηφία τους- είναι πολύ «γερασμένοι», ενώ το αντίστοιχο δημογραφικό πρόβλημα έχει, εδώ και πολλά χρόνια, πάρει διαστάσεις μιας άλλης, ακόμη πιο καταστροφικής, «πανδημίας».  Εκείνης η οποία στέλνει, μ’ εκκωφαντικό τρόπο, το μήνυμα, ότι το μέλλον πολλών Ευρωπαϊκών Κρατών, και κυρίως των πιο προηγμένων οικονομικώς, είναι ήδη επικίνδυνα υπονομευμένο, τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική άποψη.  «Αιχμή του δόρατος» αυτής της υπονόμευσης είναι, υπό τα δεδομένα αυτά, το μέλλον των νέων, οι οποίοι καλούνται να βγουν στον στίβο της καθημερινότητας μέσα σ’ ένα βαρύτατο κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, τόσον ως προς την εύρεση εργασίας όσο και ως προς τις συνθήκες εργασίας, ιδίως στο πλαίσιο του ιδιωτικού τομέα.

Επίλογος

Το Κοινωνικό Κράτος στην Ευρώπη οργανώθηκε και θεσμοθετήθηκε -και σε συνταγματικό επίπεδο – κυρίως μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ως «απάντηση» στα ερείπια που άφησε πίσω του Πόλεμος αυτός.  Η άνοδός του κορυφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αναπτύχθηκαν σταδιακώς τα κοινωνικά δικαιώματα και εμπεδώθηκε το Κοινωνικό Κράτος, μέσ’ από διατάξεις όχι μόνο του εσωτερικού δικαίου αλλά και του Διεθνούς, κατ’ εξοχήν δε του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Α. Ύστερα από την ραγδαία άνοδο του Κοινωνικού Κράτους άρχισε η φθίνουσα πορεία του, ιδίως μετά το 1990.  Η βασική αιτία της «πτώσης» του Κοινωνικού Κράτους πρέπει ν’ αναζητηθεί στο ότι όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ -επομένως, όσο υπήρχε ο φόβος της σύγκρισης μ’ εκείνη και τους «δορυφόρους» της ως προς την κοινωνική ευαισθησία και την διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων- η Δύση, και πρώτη η Ευρωπαϊκή Ένωση, στήριζαν αναφανδόν το οικοδόμημα του Κοινωνικού Κράτους και την θεσμική θωράκιση αλλά και την αποτελεσματική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.  Πολλές φορές μάλιστα αναδείκνυαν, όχι δίχως κάποια έπαρση, την υπεροχή αυτού του Κοινωνικού Κράτους έναντι εκείνου του κομμουνιστικού συστήματος διακυβέρνησης, ιδίως από το σημείο όπου η ΕΣΣΔ -και όσα κράτη εφάρμοζαν το ίδιο πολιτικό σύστημα- άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν, μέσα στην δίνη του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της διευρυνόμενης Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, μεγάλα οικονομικά προβλήματα και ανάλογη αδυναμία στήριξης των παραδοσιακών τους κοινωνικών δομών.  Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ήτοι μετά το 1990, η Δύση, και πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Ένωση, έζησαν την ψευδαίσθηση του «τέλους των Ιδεολογιών», μέσ’ από την αντίστοιχη, παρακολουθηματική, ψευδαίσθηση της πλήρους επικράτησης, σε παγκόσμιο επίπεδο, του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης στην βάση του προτύπου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και, μάλιστα, υπό την επήρεια του ακραίως νεοφιλελεύθερου «δόγματος» της «αυτορρύθμισης» της οικονομίας και της γενικευμένης απομείωσης του κρατικού παρεμβατισμού.

Β. Η πανδημία του Covid-19 ήλθε ν’ ανακόψει τον εφησυχασμό ως προς την «επάρκεια» του Κοινωνικού Κράτους και ν’ αναδείξει, όλως αντιθέτως, την ανεπάρκειά του ιδίως εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της, πολλά από τα οποία θεώρησαν ότι είχαν φθάσει σε τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης και ευημερίας, ώστε οι δομές του Κοινωνικού Κράτους και το καθεστώς άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.  Όμως, είναι αναγκαίο να σταθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα στο ποια είναι η αλήθεια για το Κοινωνικό Κράτος, την οποία έφερε στο φως -και σε όλο της το τραγικό «μεγαλείο»– η πανδημία του Covid-19.  Γιατί     όσο πιο ωμά και ολοκληρωμένα εμφανίζεται η αλήθεια αυτή, τόσο περισσότερο θα συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες μας και, επίσης, τόσο περισσότερο θα επιτρέψουμε στις ενοχές μας να γίνουν όχι τόσο τιμωροί αλλά καθοδηγητές του τι είναι εκείνο, το οποίο πρέπει, με κάθε θυσία, ν’ αποτρέψουμε στο μέλλον ως προς το Κοινωνικό Κράτος. Και τούτο προκειμένου να μην θρηνούμε, ως «άγγελοι επί τάφου σαλπίζοντες», την αναπότρεπτη «εκδημία» της αξίας του Ανθρώπου και το μοιραίο τέλος της Αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής.  Όπως ήδη εκτέθηκε, η πρώτη αρνητική έκπληξη ως προς το «έλλειμμα» του Κοινωνικού Κράτους μετά την ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας – αρνητική έκπληξη που έφθασε στα όρια της απόλυτης απόγνωσης και του πανικού στις ιδιαίτερα πληττόμενες Χώρες, και μάλιστα στις πιο προηγμένες οικονομικώς από αυτές- αφορούσε το Σύστημα Υγείας, το οποίο βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο και διαχείριση, έτσι ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες ιδίως των οικονομικώς και κοινωνικώς ασθενέστερων.

Γ. Ενόψει του ότι το Συνέδριο αυτό οργανώνεται στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ολοκληρώνω την ομιλία μου με μιαν επισήμανση που είναι, ταυτοχρόνως, και ευχή: Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, συμπληρώνει, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με πλειάδα κοινωνικών δικαιωμάτων πρέπει, επιτέλους, ν’ αποκτήσει πλήρη κανονιστική ισχύ.  Να καταστεί δηλαδή πλήρης «lex perfecta», ιδίως μέσω της θέσπισης των απαραίτητων κυρωτικών μηχανισμών σε περίπτωση παραβίασής του από τα Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. «Οδηγός» προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει ν’ αναδειχθεί η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Ας μην ξεχνάμε ότι η σύγχρονη δεινή κρίση του Κοινωνικού Κράτους, στο μέτρο που πλήττει ευθέως την αξία του Ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, είναι, αυτοθρόως, κρίση της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας.


[1] Βλ. ιδίως την απόφαση BVerfGE 1,97 (105).

[2] Από το έργο του «De Contemptu Mundi»: «Stat rosa pristina nomine, nomina nudα tenemus» («Από το χθεσινό ρόδο έμεινε μόνο τ’ όνομα, δεν μας έμειναν παρά κενά ονόματα»). 

[3] Στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή του (13,12).

[4] Βλ. Civilisation, 2012, ελλ. έκδ. Πολιτισμός, εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2012, σελ. 21.

Τέως Προέδρου της ΔημοκρατίαςΕπίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών