“Θέλω να κάνω μια επανάσταση, αλλά να μην κουραστώ πολύ”

Του Νίκου Λακόπουλου

Αν όλα πάνε καλά οι εκλογές θα γίνουν το 2018 ή το 2019, ο Μητσοτάκης θα πάρει την κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχωρήσει περιμένοντας στην αντιπολίτευση να διεκδικήσει ξανά στην εξουσία. Αλλά τι δεν πάει καλά σ΄αυτό το σενάριο;  Aν έτσι κυλήσουν τα πράγματα αυτές θα είναι από τις σπάνιες εκλογές που δεν θάχουμε εκπλήξεις. Αλλά οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα δεν προετοιμάζονται στα πολιτικά σαλόνια, ούτε σχεδιάζονται από “ξένα κέντρα αποφάσεων” -όπως εύκολα βλέπουν όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει για την Ελλάδα μια …παγκόσμια συνωμοσία.

Οι πολιτικές εξελίξεις διαμορφώνονται στα έγκατα της κοινωνίας, που δεν μιλούν πολύ, ίσως γιατί δεν είναι πλέον “αγανακτισμένα”, αλλά κάτι πέρα από θυμωμένα. Μπορεί να είναι και …λυσσασμένα. Υπάρχει πάντα μια νέα γενιά ψηφοφόρων που διαμορφώνουν τις εξελίξεις και αναζητούν την πολιτική τους έκφραση, όπως έκαναν με τον ΣΥΡΙΖΑ -και τη Χρυσή Αυγή, που όμως είναι ήδη παρελθόν, αλλά δεν το ξέρουν.

Μέσα σε δέκα χρόνια η σύνθεση του εκλογικού σώματος θα αλλάξει καθώς περίπου ένα εκατομμύριο πολίτες θα έχουν αποχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Μια νέα μάζα ψηφοφόρων, μικρότερη και με άλλη εκλογική συμπεριφορά που σήμερα είναι από 18 έως …8 χρονών θα έχει αλλάξει ριζικά το πολιτικό σκηνικό.

Περίπου ένα εκατομμύριο μετανάστες τα επόμενα χρόνια θα έχουν ενσωματωθεί στην Ελλάδα με πολιτικά δικαιώματα και ίσως δημαρχιακές ή υπουργικές θέσεις. Μερικά από τα παιδιά που σηκώνουν σήμερα τις σημαίες στις μαθητικές παρελάσεις θα είναι Έλληνες πολιτικοί, σύμβουλοι, συνδικαλιστές.

Τα σημερινά κόμματα θα έχουν εξαφανισθεί ή θα έχουν αλλάξει, αλλά οι δυνάμεις που τα υποστηρίζουν με μια άλλη σύνθεση, αλλά και νέα στρώματα, θα υπάρχουν. Δεν είναι μόνο τα κόμματα που πεθαίνουν. Είναι ολόκληρα στρώματα που εξαφανίζονται και νέα που δημιουργούνται καθώς η κρίση της τελευταίας εξαετίας εξαφάνισε μια ολόκληρη τάξη, δημιούργησε νέους φτωχούς, αλλά και νέους πλούσιους.

Πολύ περισσότερο δημιούργησε την ανάγκη μιας νέας πολιτικής έκφρασης -που δεν είναι ούτε ο Θεοδωράκης, ούτε η Διαμαντοπούλου ή ο Ραγκούσης που μπορεί να είναι καλοί όμιλοι “ειδικών”που έχουν εν είδει επαγγελματία ή νεοεπαγγελματία μελετήσει τα θέματα και έχουν μάλιστα και τις λύσεις -αν και πολύ συχνά …αντιγράφουν. Όλα τα κόμματα έρχονται από μια άλλη εποχή, τα 80’s ή πιο παλιά και δεν έχουμε στην Ελλάδα κόμματα σύγχρονα που να έρχονται από το μέλλον, αντί να θέλουν να διορθώσουν το παρελθόν.

Από την εποχή του Εθνάρχη Καραμανλή- που έλεγε πως έχει “σοσιαλιστική ψυχή” ως αυτήν του Ανδρέα Παπανδρέου που κατάφερε να ενώσει ένα σοσιαλιστικό αριστερισμό με τον πατριωτισμό και να αποσπάσει ψήφους από την Ακροδεξιά κανένα κόμμα δεν μπορεί να βρεθεί στην κυβέρνηση αν δεν ενώσει υπό την ακτινοβουλία ενός συνήθως αντιφατικού ηγέτη ένα -δύο -τρία πολιτικά ρεύματα.

Το ΠΑΣΟΚ ήρθε να πάρει την ρεβάνς για τον Εμφύλιο, ο ΣΥΡΙΖΑ για να τιμωρήσει το ΠΑΣΟΚ κι οι Αγανακτισμένοι δεν ήταν ένα νέο πολιτικό κίνημα, όσο ζητούσαν μια θέση στο δημόσιο. Από αυτήν την πλευρά δεν μιλάμε για κατάρρευση, αλλά για αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, όπου ακόμα και η αντισυστημική ‘Χρυσή Αυγή» πήρε τη θέση του ΛΑΟΣ κι αν δει κανείς την ιστοσελίδα της- με συνθήματα όπως …η Ελλάδα στους Έλληνες”!- θέλει κι αυτή ένα ΠΑΣΟΚ να γίνει.

Η πολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνεται το κενό. Από μια άποψη από την εποχή που έγιναν –με νοθεία- οι πρώτες συνταγματικές εκλογές στην Ελλάδα με σύμπραξη του Ρώσικου και του Γαλλικού Κόμματος εναντίον του Αγγλικού δεν έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί που καθορίζουν ένα διπολισμό, που υφίσταται μόνον όταν υπάρχουν «εθνικοί» ηγέτες. Βέβαια δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το «Νεωτεριστικόν» ή το «Πέμπτο Κόμμα» του Χαρίλαου Τρικούπη. Μόλις μετά βίας πήρε ένα 17% κι απο κει ένα δανεικό ποσοστά για να πάει στο 35%. Όχι γιατί εξέφρασε ένα νέο πολιτικό λόγο, ούτε γιατί είχε έστω ένα ελάχιστο από τον ριζοσπαστισμό του πρώτου, του “αριστερού” ΠΑΣΟΚ, αλλά γιατί πριν τις εκλογές ο Τσίπρας άρχισε να τραβάει τη φωνή του για να μοιάζει με τον Ανδρέα και να κλέβει τα τσιτάτα του.

Η εντύπωση που δόθηκε τα τελευταία χρόνια με τις έρπουσες εξεγέρσεις των αγανακτισμένων για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού σήμερα υποχωρεί καθώς οδηγούμαστε σε ένα διπολισμό που αναζητά τους ηγέτες που θα τον διαμορφώσουν. Τα ποσοστά του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι εντυπωσιακό πόσο τα τελευταία χρόνια είναι αυτά που είχε το «Παλλαϊκό Μέτωπο» το 1935 με επικεφαλής τον Νίκο Πλουμπίδη. 5,76%!

Η σημερινή συγκυρία μοιάζει πολύ με την μεταπολεμική Ελλάδα του ’50 με πολλά κόμματα της ίδιας παράταξης να κατεβαίνουν χωριστά ώσπου να ενωθούν υπό τον Παπάγο, τον Καραμανλή ή τον Γεώργιο Παπανδρέου. (Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τη πρώτη φορά έγινε πρωθυπουργός χωρίς εκλογές, ως “κηπουρός” του Παλατιού. Ύστερα κέρδισε το κόμμα του αν και βγήκε δεύτερο με 47,38% έναντι 48,14% της Δημοκρατικής Ένωσης, χάρη στο εκλογικό νόμο σχημάτισε κυβέρνηση με 165 έδρες. Το 1958 το σύστημα βελτιώθηκε και κατάφερε με 41,16% να πάρει 171 έδρες. Στις εκλογές βίας και νοθείας του 1961, ψήφισαν και οι νεκροί και τα δέντρα και αύξησε τις έδρες σε 176. Αυτό είναι το περίφημο “Θαύμα Καραμανλή”!).

Το 1981 με το θριαμβευτικό 48% το ΠΑΣΟΚ διαμορφώθηκε με ψήφους της «Νέας Δημοκρατίας» και 7% της Ακροδεξιάς χωρίς να αγγίξει το ΚΚΕ που αύξησε την δύναμη του (10,93%). Το ΠΑΣΟΚ τροφοδότησε τον ΣΥΡΙΖΑ που όμως έχει πάρει και πολλούς ψήφους από την «Νέα Δημοκρατία». Πέρα από την συνεργασία του με ένα κόμμα της λαϊκής δεξιάς- που πολλοί θεωρούν ακροδεξιό- ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία και τους θρησκευόμενους Έλληνες, αφού ο Αλέξης είναι ένας άθεος μεν, αλλά αγαπά τον Θεό και κείνος πολύ περισσότερο.

Μια «βιομετρική ανάλυση» των σημερινών και υπό κινητικότητα κομμάτων δείχνει πως η Νέα Δημοκρατία θα χάσει το 20% της δύναμης της τα επόμενα πέντε χρόνια. Η σύγκρουση ανάμεσα στον νεοφιλευθερισμό και τον “κοινωνικό φιλελευθερισμό” που εκφράζεται και ως μία σύγκρουση ανάμεσα Καραμανλικούς και Μητσοτατικούς διατρέχει το κόμμα με συχνά προβλήματα, αλλά αναστέλλεται μπροστά στο στόχο της κατάκτησης της εξουσίας.

Σε κάθε περίπτωση ένα ακροδεξιό κόμμα, συντηρητικό, πατριωτικό, εθνικό -χωρίς ναζιστικό παρελθόν ή καλύτερα το φάντασμά του εμποδίζει τη Νέα Δημοκρατία να μετακινηθεί προς το κέντρο, αλλά αυτή η μετακίνηση είναι απαραίτητη αν θέλει να βρεθεί στην κυβέρνηση-ιδιαίτερα με ένα σύστημα απλής αναλογικής.

Από την εποχή του Εθνάρχη Καραμανλή- που έλεγε πως έχει “σοσιαλιστική ψυχή” ως αυτήν του Ανδρέα Παπανδρέου που κατάφερε να ενώσει ένα σοσιαλιστικό αριστερισμό με τον πατριωτισμό και να αποσπάσει ψήφους από την Ακροδεξιά κανένα κόμμα δεν μπορεί να βρεθεί στην κυβέρνηση αν δεν ενώσει υπό την ακτινοβουλία ενός συνήθως αντιφατικού ηγέτη ένα -δύο -τρία πολιτικά ρεύματα. Ο δικομματισμός όταν και όσα υπήρχε απαιτούσε έναν τέτοιο ηγέτη.

Φυσικά ένας τέτοιος ηγέτης δεν είναι ο Αλέξης Τσίπρας -παρά μόνο ως κακέκτυπο, ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης που αν έγινε από αουτσάιντερ πρόεδρος δεν έγινε ποτέ ηγέτης. Δεν είναι η Φώφη Γεννηματά που πρέπει να επιλέξει πιο από τα ΠΑΣΟΚ πρέπει να αναβιώσει: το αντιμπεριαλιστικό της δεκαετίας ΄70, το κρατικό του ΄80, το ευρωλιγούρικο σοσιαλδημοκρατικό -αποικιακού τύπου- του Σημίτη ή το νεοφιλελεύθερο του ΓΑΠ που διέγραψε την λέξη σοσιαλιστικό από το λεξιλόγιο και σκόπευσε να αντικαταστήσει τον πράσινο ήλιο με κάτι πιο …μοντέρνο και αρτίστικ;

H μόνη προοπτική που έχει η κληρονόμος του Γεννηματά είναι η συντήρηση ενός λαογραφικού ομίλου για την μνήμη του πατέρα της και του Ανδρέα Παπανδρέου.  Το ΠΑΣΟΚ θα εξαφανισθεί αφού παίρνει ισχνά ποσοστά στους νέους. Το αντίστοιχο προηγούμενο της «Ένωσης Κέντρου» βρέθηκε από 53% στο 25%, το 11% και το 1%.

Σε κάθε περίπτωση την επόμενη δεκαετία ένα μεγάλο κόμμα της κεντροδεξιάς μπορεί να κινηθεί σε ποσοστά 35-40 % με ένα ακροδεξιό κόμμα δίπλα του με 5-10% και η Κεντροαριστερά σε ποσοστά 35-45% με άλλα μικρά κόμματα γύρω τους που θα συγκεντρώνουν 15-25%, ένα από τα οποία θα είναι το ΚΚΕ. Ωστόσο όπως φάνηκε από το Ποτάμι ή το κόμμα του Τσοβόλα στην Ελλάδα ένα μικρό κόμμα που δεν μεγαλώνει εξαφανίζεται -ιδιαίτερα αν έχει χαρακτηριστικά πολιτικού κάμπινγκ από το οποίο βουλευτές διανυκτερεύουν μέχρι να βρεθούν σε άλλα κόμμα.

Το ερώτημα ποια νέα κόμματα και ποιο «κόμμα- έκπληξη», όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ μας επιφυλάσσει το εγγύς ή απώτερο μέλλον. Οι παραδοσιακές γραμμές έχουν ξεπεραστεί καθώς οι παρατάξεις «Μνημονιακών»- «Αντιμνημονιακών» έχουν διαλύσει τα δυο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης.

Η πολιτική ομοιομορφοποίηση οδήγησε τα μεγάλα κόμματα σε κοινούς λογογράφους των λόγων των ηγετών τους με μόνες διαφορές το αν θα πουν “Πάμε”, Πάμε μαζί” ή “Πάμε όλοι μαζί”. Η Ελλάδα με τις βαθιές ταξικές μετατοπίσεις, την μεγάλη αποχή στις τελευταίες εκλογές και το αβέβαιο μέλλον στην πραγματικότητα αναζητά τη νέα πολιτική εκπροσώπησή της που δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού εύκολα θα βρεθεί από το 35% σε μονοψήφια νούμερα αν ένα άλλο κόμμα πιο αξιόπιστο και με καθαρό πολιτικό λόγο βρεθεί δίπλα του.

Το κόμμα αυτό, προς το παρόν, είναι το Κόμμα του Κανένα -το Άγνωστο Κόμμα- που έχει ψηφοφόρους, ξέρει τι δεν θέλει, αλλά δεν ξέρει τι θέλει. Κι αν δεν ξέρεις τι θέλεις- έλεγε ένας …τζαζίστας- κανείς δεν μπορεί να στο δώσει.

  • Ο τίτλος από ένα παλιό σύνθημα σε τοίχο της Νομικής Αθήνας