Του Γ. Λακόπουλου
Πρόσφατα σε ένα τηλεπαιχνίδι μια συμμετέχουσα ρωτήθηκε αν γνωρίζει ποιος είναι ο Άδωνις Γεωργιάδης και απεδείχθη ότι δεν τον γνώριζε. Δεν είχε ιδέα για ένα πρόσωπο ιδιαιτέρως προβεβλημένο από την τηλεόραση. Αυτή η κοπέλα όμως ψηφίζει στις εκλογές.
Το «περιστατικό» δείχνει κάτι: το εκλογικό σώμα είναι μέγεθος μεγαλύτερο από το τηλεοπτικό κοινό. Όπως είναι και είναι μέγεθος απείρως μεγαλύτερο από το δείγμα των δημοσκοπήσεων. Αυτό σημαίνει ότι η συμπεριφορά των ψηφοφόρων διαμορφώνεται με όρους που εκφεύγουν της επικοινωνιακής επιρροής των κομμάτων.
Όπερ έδει δείξαι, που έλεγαν οι παλιοί μαθηματικοί. Ο χειρότερος τρόπος να προβλέψουμε το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών- ειδικά μετά από τέσσερα χρόνια «αγρανάπαυσης» των εκλογέων-είναι οι δημοσκοπήσεις και το μιντιακό περιβάλλον. Ειδικά όταν και οι πέτρες ξέρουν ότι δεν υπάρχουν πραγματικές δημοσκοπήσεις και καθαρή ενημέρωση.
Οι εκλογές δεν γίνονται με «πίτες» δημοσκόπων και τηλεοπτικές εκπομπές. Γίνονται με ψήφους που διαμορφώνονται με κριτήρια πολιτικά, ιστορικά, πολιτισμικά, αισθητικά, οικονομικά. Και κρίνονται με βάση τα συμφραζόμενα της συγκυρίας στην οποία διεξάγονται και τις απαντήσεις που δίνουν τα κόμματα στο κεντρικό δίλημμα των εκλογέων. Γι’ αυτό έχει σημασία ποιος το θέτει και με ποιο τρόπο.
Η μόνη ασφαλής μέθοδος πρόβλεψης της συμπεριφοράς των ψηφοφόρων στην κάλπη είναι η αξιολόγηση των πολιτικών δεδομένων. Και με βάση την πολιτική ανάλυση προκύπτει ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει περισσότερες πιθανότητες να πείσει το εκλογικό σώμα να τον στηρίξει από όσες έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο σημερινός Πρωθυπουργός υπερέχει σαφώς του αντιπάλου του στα σημεία που κρίνουν κάθε φορά το εκλογικό αποτέλεσμα. Ας τα δούμε:
1.Ο παραταξιακός συσχετισμός δυνάμεων: Αν δει κανείς τα εκλογικά αποτελέσματα 1981 και εντεύθεν θα διαπιστώσει ότι η Δημοκρατική Παράταξη είναι σταθερά πλειοψηφική απέναντι στη Δεξιά. Ακόμη και όταν κέρδισε τις εκλογές η ΝΔ. Από πλευράς ταξικής εκπροσώπησης, ιστορικά και παρά τα λάθη ηγεσιών από τη πολιτική φύση τους και την ιδεολογία τους η Αριστερά και η Κεντροαριστερά, η Δημοκρατική παράταξη εν γένει, εκπροσωπούν την πλειοψηφία της κοινωνίας: τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, την εργατική και αγροτική τάξη, τους διανοούμενους, τους νέους και όσους μετέχουν σε πρωτοποριακά κινήματα για τις δημοκρατικές ελευθερίες, τα ατομικά δικαιώματα, την προστασία του περιβάλλοντος, την εθνική ανεξαρτησία. Αντίθετα το ιστορικό της Δεξιάς είναι συνδεδεμένο με την υποστήριξη των μεγάλων συμφερόντων, των ξένων επεμβάσεων τις αντιδραστικές παρεμβάσεις και την οπισθοδρόμηση. Συνεπώς η δεξαμενή του Τσίπρα είναι ευρύτερη και πιο «ζωντανή» από τη δεξαμενή του Μητσοτάκη.
2. Η ηγετικότητα: Η υστέρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα είναι δραματική για τη ΝΔ. Ο επικεφαλής της αδυνατεί να αντιπαρατεθεί με τον αντίπαλό του στα μαρμαρένια αλώνια. Η σκηνική παρουσία του Τσίπρα είναι καταλυτική έναντι του Κυριάκου, που δεν έχει στοιχεία ηγέτη. Ενώ ο Τσίπρας είναι κυρίαρχος στο χώρο του ο Μητσοτάκης αντιμετωπίζεται ως πρόεδρος της ΝΔ, αλλά όχι ηγέτης της παράταξής του. Η φράση-μπηχτή και καθόλου τυχαία της Φωτεινής Πιπιλή «μπορεί να είναι άχρηστος σε όλα τα άλλα, αλλά ξέρει καλά αγγλικά», απηχεί αυτό το κλίμα.
3.Η ποιότητα του δημόσιου λόγου: Για να μην πάμε στα προηγούμενα και στις αναμετρήσεις τους στη Βουλή, υπήρξαν μέσα σε ένα 24ωρο δυο δείγματα γραφής εκατέρωθεν. Με τις ομιλίες τού Τσίπρα στα Χανιά και του Μητσοτάκη σε κομματικό ακροατήριο. Η διαφορά ήταν εμφανής. Ο Πρωθυπουργός έχει συγκροτημένο λόγο με πολιτικό περιεχόμενο. Ο λόγος του Μητσοτάκη είναι ρηχός και ανούσιος και κινείται στα όρια του λούμπεν. Ο Τσίπρας μιλάει για τη χώρα και ο Κυριάκος για τον Πολάκη και τον Μαδούρο. Ο Πρωθυπουργός είναι «ιδιοκτήτης» του λόγου του, ενώ αντίθετα ο Μητσοτάκης μιλάει καθ’ υπαγόρευση των επικοινωνιολόγων του που σκηνοθετούν τη δημόσια παρουσία του, τον επιτηρούν και δεν του επιτρέπουν να μετέχει σε ελεύθερο διάλογο με τον αντίπαλό του.
4.Ο πολιτικός απολογισμός: Ο Τσίπρας εμφανίζεται στην προεκλογικό διάλογο με απόθεμα μετρήσιμων πολιτικών αποτελεσμάτων: την έξοδο από το Μνημόνιο, την ανοδική πορεία της οικονομίας, τη Συμφωνία των Πρεσπών, την ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου κλπ. Ο Μητσοτάκης έχει απολογισμό μόνο αποτυχημένων προβλέψεων και λανθασμένων επιλογών.
5.Το πρόγραμμα και η προοπτική: Ο Τσίπρας καταθέτει προγραμματική πρόταση που συνάδει με την μεταμνημονιακή πορεία της χώρας και συνδέεται με συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις. Ο Μητσοτάκης μιλάει για…μεταρρυθμίσεις που δεν κατονομάζει και για μειώσεις φόρων που δεν μπορεί να κάνει πέραν του ορίου που θα εχει κανει ηδη ο Τσιπρας.
6.Το προσωπικό προφίλ: Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο πρώτος Πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης που δεν προέρχεται από τζάκι και δεν αναδείχθηκε με τη στήριξη μιντιακών και οικονομικών παραγόντων. Μετείχε στους αγώνες της γενιάς του και έχει αναπτυγμένο πολιτικό αισθητήριο. Αντίθετα ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπήκε στην πολιτική κατ’ ευθείαν ως γόνος, χωρίς προηγουμένη πολιτική δράση και η πολιτική του επάρκεια αποδεικνύεται συχνά περιορισμένη.
7.Η ιστορική και ηθική επιβάρυνση: Ο Αλέξης Τσίπρας παρέλαβε μια χώρα χρεοκοπημένη και με την κοινωνία υπό διωγμό, χωρίς ευθύνη του κόμματός του. Παρά τις παλινωδίες του την σταθεροποίησε, προτάσσοντας τις ανάγκες της κοινωνίας. Ο Μητσοτάκης ανήκει σ’ αυτούς που χρεοκόπησαν τη χώρα, υπέθαλψαν τη διαφθορά και τη σήψη, βαρύνονται με σωρεία σκανδάλων και επιδιώκουν να επανακάμψουν.
8.Το αποτέλεσμα: Ο Τσίπρας προτάσσει ένα ευανάγνωστο πολιτικό αφήγημα και το θεμελιώνει με συγκεκριμένα αποτελέσματα που αφορούν άμεσα τον πολίτη. Ο Μητσοτάκης υπόσχεται τον ουρανό με τα άστρα, αλλά η μέθοδος που έχει κατά νου είναι η… ιδιωτικοποίηση των πάντων. Αντιστοίχως συντριπτική υπέρ του Τσίπρα είναι η παρουσία στον διεθνή χώρο όπου ο Πρωθυπουργός αναγνωρίζεται ως τολμηρός και αποτελεσματικό πολιτικός, ειδικά μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών και είναι υποψήφιος για Νόμπελ. Ο Μητσοτάκης αντίθετα δεν μπόρεσε να πάει πέρα από τον Βέμπερ.
9.Η προσωπική αύρα: Αν ρωτηθεί ο μέσος πολίτης με ποιον από τους δυο μονομάχους θα έκανε παρέα, η απάντηση είναι συντριπτική υπέρ του Τσίπρα. Είναι γήινος, οικείος, ευπροσήγορος και ανθρώπινος, απέναντι σε έναν αντίπαλο με τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του υδρογόνου: άχρωμος , άοσμος και άγευστος. Ο Τσίπρας τοποθετεί τον εαυτό του στον ανοιχτό χώρο ελεύθερα και με βάση τα προσωπικά στοιχεία του, ενώ αντίθετα ο Μητσοτάκης κινείται διαρκώς σε σκηνοθετημένο περιβάλλον με συνταγές πολιτικού μάρκετινγκ- αμερικανικής προέλευσης.
10.Η πολυδιάσπαση της Δεξιάς: Ειδικά στις ευρωεκλογές η αδύναμη ηγεσία της ΝΔ οδήγησε σε διάσπαση τις συντηρητικής παράταξης σε κάθε δήμο και αυτό αποτυπώνεται στα συγκρουόμενα ψηφοδέλτια της ΝΔ στους ΟΤΑ. Αντίστοιχη κατάτμηση του στελεχιακού δυναμικού αναμένεται και στα ψηφοδέλτια των εθνικών εκλογών με τα οποία ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να αποβάλει τους σημερινούς βουλευτές της ΝΔ, προωθώντας στη θέση τους πρόσωπα που έχουν σοβαρά ελλείμματα πολιτικής και προσωπικής επάρκειας.
Τέλος, ο… Κυμπουρόπουλος: Δεν πρέπει να υπάρχει άτομο με προβλήματα αναπηρίας στη χώρα που να μην έχει εξοργισθεί με τον κυνισμό του Μητσοτάκη στην αξιοποίησης της αναπηρίας του υποψηφίου ευρωβουλευτή της ΝΔ. Εξ αρχής τον περιφέρει σαν αξιοθέατο, ισοπεδώνοντας την αξιοπρέπειά του, προκειμένου να ψηφοθηρήσει στο χώρο των αναπήρων. Στην τελευταία ομιλία του το κρεσέντο για «την χυδαία επίθεση Πολάκη στον Στέλιο» ήταν μάλλον εξευτελιστική για τον Κυμπουρόπουλο, που δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι ο Μητσοτάκης δεν έχρισε υποψήφιο τον ίδιο αλλά την αναπηρία του. Άλλωστε οι χειρισμοί της ΝΔ τον ξεπερνούν με την πρόταση μομφής.
Ο Πολάκης -που έχει στην καμπούρα του ανάγωγη δημόσια συμπεριφορά σε άλλες περιπτώσεις- είπε γι’ αυτόν κάτι που ήταν άδικο- γιατί ο Κυμπουρόπουλος δεν παραβίασε κανένα νόμο, αλλά δεν ήταν υβριστικό, ούτε τον μείωνε. Πόσο μάλλον δεν «σήκωνε» την -παρελκυστική-πρόταση μομφής. Αντίθετα μειωτική είναι η εργαλειοποίηση και η ψηφοθηρική «εύνοια» Μητσοτάκη προς τον Κυμπουρόπουλο. Ο υπερτονισμός της αναπηρίας του «αγωνιστή της ζωής», με τρόπο που τον εμφανίζει να επιδιώκει τον οίκτο των ψηφοφόρων ενώ ο άνθρωπος ζητάει το αντίθετο: ίσες ευκαιρίες στη ζωή και ίση αντιμετώπιση στην πολιτική.
Από όλα αυτά προκύπτει ποιος υπερισχύει στη σύγκριση Τσίπρα – Μητσοτάκη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τσίπρας δεν βαρύνεται με λάθη, αντινομίες και υστερήσεις. Το αντίθετο: από την -έστω αναγκαστική- σύμπραξη με τον Καμμένο, μέχρι την ανοχή στην ασυδοσία της Ζωής και την παραφροσύνη του Βαρουφάκη. Και από την κάλυψη στελεχών του που θα έπρεπε να είχε αποπέμψει μέχρι τις καθυστερήσεις στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και την αναβάθμιση του κράτους ή τις επενδύσεις.
Αλλά ως πολιτικός, ως ηγέτης και δημόσιο πρόσωπο, υπερτερεί συντριπτικά του αντιπάλου του. Σε κάθε πολιτική σύγκριση υπερέχει. Και το ερώτημα είναι απλό: εφόσον ο Τσίπρας κερδίζει σε όλα τα μέτωπα της πολιτικής και υπερέχει στην μεταξύ τους αναμέτρηση, πώς μπορεί να κερδίσει τις εκλογές ο Μητσοτάκης;