Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Εν όψει των κρίσιμων επί θύραις εξελίξεων στο μεγάλο εθνικό μας θέμα, με επίκεντρο τη συνάντηση του Βερολίνου, θεωρώ αναγκαίο να διατυπώσω τις απόψεις μου ως ένας άνθρωπος που επί δεκαετίες είμαι παρών στην πολιτική διαδικασία μέτοχος και κοινωνός των διεργασιών και των προσπαθειών για λύση του Κυπριακού προβλήματος.
Μια λύση που θα πρέπει να διασφαλίζει τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.
Στόχος και σταθερή μας επιδίωξη πρέπει να είναι η διαμόρφωση συνθηκών ενότητας. Η μέγιστη δυνατή εθνική λαϊκή ενότητα, η συναντίληψη και η συναίνεση, είναι κρίσιμες προϋποθέσεις για τη ευόδωση του κοινού στόχου, μιας λύσης που θα τερματίζει την τουρκική κατοχή και θα αποκαθιστά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού μας.
Για να επιτευχθεί όμως ενότητα, απαιτείται η πορεία να είναι σύμφωνη με τη λαϊκή βούληση. Η ενότητα στα λόγια, δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός και ούτε μπορεί να χρησιμοποιείται για τη συγκάλυψη υπαρκτών διαφωνιών. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εξαπάτηση του λαού. Ο οποίος θα πρέπει να έχει και τον τελικό λόγο σε περίπτωση διαφορετικών απόψεων και θέσεων. Επιπρόσθετα χρειάζεται η εκ των προτέρων ενημέρωση, η συλλογική διαβούλευση και η συνδιαμόρφωση θέσεων και προτάσεων.
Το ομόφωνο κοινό ανακοινωθέν του Εθνικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου του 2009 μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τη βάση για ευρύτατες συναινέσεις και για πολιτική αλλά και λαϊκή ενότητα.
Στη βάση των αρχών λύσης όπως διατυπώθηκαν στο ανακοινωθέν του Εθνικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου του 2009, θα πρέπει πρώτη προτεραιότητα να είναι η απόλυτη διασαφήνιση της στόχευσης για τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε καμιά περίπτωση αποδοχή θέσεων, ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα, για διάλυση της ή για παρθενογένεση. Θέσεις και ορολογίες για συνεταιρισμό ή νέο συνεταιρισμό ή ιδρυτικά κράτη ή υπάρχοντα κράτη που θα ενωθούν, πρέπει να απορριφθούν και να εξοβελιστούν από τη διαπραγματευτική διαδικασία.
Σε ότι αφορά τις όποιες νέες διαπραγματεύσεις πρέπει να απαιτήσουμε την άμεση και χωρίς άλλη καθυστέρηση, συζήτηση και των άλλων ζωτικών πτυχών, δηλαδή της ασφάλειας, με έμφαση στην αποχώρηση των στρατευμάτων, κατάργησης εγγυήσεων και μονομερούς επεμβατικού δικαιώματος, καθώς και του εδαφικού, οι οποίες για λόγους ακατανόητους δεν απασχολούν τουλάχιστον εξαντλητικά τις συνομιλίες. Είναι παντελώς αδιανόητο η ημερήσια διάταξη των διαπραγματεύσεων να καθορίζεται από τη μια πλευρά, δηλαδή την τουρκική.
Δεν θα πρέπει η διαδικασία των διαπραγματεύσεων να διολισθήσει σε υιοθέτηση λογικών χρονοδιαγράμματος και επιδιαιτησίας. Η πορεία προς τη λύση αποφασίζεται στην Κύπρο, ενώ αποκλείονται ρητά, επιδιαιτησία και χρονοδιαγράμματα και ότι όλα ανεξαιρέτως τα θέματα θα τυγχάνουν διαπραγμάτευσης μέχρι τέλους από τους ηγέτες των δύο Κοινοτήτων και ο Γ.Γ. του ΟΗΕ θα παρέχει απλώς τις καλές του υπηρεσίας.
Η Ε/Κ πλευρά επιθυμεί να συνεχιστεί η προσπάθεια από τις δύο Κοινότητες με την παροχή καλών υπηρεσιών από το Γενικό Γραμματέα στους ηγέτες των δύο Κοινοτήτων, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η απόφαση για το κατά πόσο ευρισκόμαστε σε απόσταση συμφωνίας, θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί από τις δύο πλευρές στις διαπραγματεύσεις και κανένα άλλο. Αν η απόφαση αφεθεί σε τρίτο -προφανώς τα Η.Ε.- να κρίνει αν έχουν φτάσει τα Μέρη σε απόσταση συμφωνίας τότε, είναι σαν να αποδεχόμαστε ρόλο επιδιαιτητή και συναινούμε σε χρονοδιάγραμμα.
Εφόσον τα Μέρη φτάσουν σε ακτίνα συμφωνίας, τότε θα είναι η ώρα για τη Διεθνή Διάσκεψη. Σε τέτοια περίπτωση οι όροι σύγκλησης της Διεθνούς Διάσκεψης δεν θα πρέπει να υπονομεύουν το κύρος και τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε να προσδίδουν κύρος ή να υποβοηθούν ή να διευκολύνουν την αποσχιστική οντότητα των κατεχομένων. Η σύνθεση δε της Διεθνούς Διάσκεψης και η μεθοδολογία της θα πρέπει να συμφωνηθούν εκ των προτέρων. Θέμα μιας τέτοιας Διάσκεψης θα πρέπει να αποτελέσει μόνο η διεθνής πτυχή του Κυπριακού.
Καταληκτικά, υπογραμμίζεται η ανάγκη εμμονής στη «δημοκρατική αρχή» και ιδίως εκείνης της λαϊκής κυριαρχίας σε ότι αφορά τη συνταγματική δομή, η οποία ουδόλως αντιμάχεται τη δομή ενός ομοσπονδιακού πολιτεύματος.
Τονίζεται ότι η παράκαμψη του κανόνα της πλειοψηφίας, οδηγεί αναπόδραστα στην αδυναμία λειτουργίας της δημοκρατικής αρχής. Αντίθετα, με τη «αρχή του ισότιμου συνεταιρισμού», υπονοείται η ισότιμη προέλευση της εξουσίας από τις δύο Κοινότητες και συνακόλουθα η ισότιμη κατανομή εξουσίας μεταξύ των εκπροσώπων της, κατά παραβίαση των πληθυσμιακών δεδομένων. Η «δυαδική αρχή» που ενδεχομένως θα διαχέεται στην Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική Εξουσία, οδηγεί σε παράκαμψη και της μόνιμης πρόνοιας των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας περί πολιτικής ισότητας, που ωστόσο δεν συνεπάγεται και την ποσοτική της εκδοχή. Αλλά ούτε και την ποιοτική της εκδοχή, με την πρόβλεψη ασφαλιστικών δικλείδων υπέρ της Τ/Κ κοινότητας, που αν υιοθετηθεί, θα οδηγήσει σε πλήρη παράλυση την πολιτεία. Σε μια τέτοια περίπτωση η πλειοψηφία, θα καταστεί, με την εξαναγκασμένη συναίνεση της, έρμαιο της μειοψηφίας.
Τέλος, επισημαίνεται η ανάγκη τήρησης της ορθόδοξης «συνταγματικής αρχής». Η εφαρμογή της δικοινοτικότητας και της διζωνικότητας, όπως αποτυπωνόταν στα σχέδια Ντε Κουεγιάρ και Ανάν, θα ισοδυναμούσε με την «επιβολή μιας κάθετης και διαμπερούς διαιρετικής τομής» στη Δημοκρατία. Τόσο από κοινωνική και γεωγραφική, όσο επίσης και από πολιτειακή άποψη. Και ότι η εφαρμογή ενός ιδιόρρυθμου ομοσπονδιακού συστήματος στην Κύπρο, θα ήταν απολύτως ξένη προς το ιστορικό νόημα της ομοσπονδιακής αρχής.
Είναι προφανές ότι η συνάντηση του Βερολίνου θα είναι καθοριστική σε ότι αφορά τη συνομολόγηση των λεγόμενων «όρων αναφοράς».
Απαιτούνται ορθοί και προσεκτικοί χειρισμοί που θα αποτρέπουν διολίσθηση τόσο επί της διαδικασίας όσο και επί της ουσίας. Απαράβατος δε όρος για νέες συνομιλίες θα πρέπει να είναι ο τερματισμός των πειρατικών ενεργειών της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και η εγκατάλειψη των μεθοδεύσεων εποικισμού της Αμμοχώστου.
Σημ: Οι δηλώσεις Τσαβούσογλου ότι « η Τουρκία δεν προτίθεται να παρακαθήσει σε διαπραγματεύσεις με τους παρόντες όρους», είναι αρκούντως σαφείς για τις τουρκικές προθέσεις. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μπει σε λογική εξευμενισμού, δηλαδή υποχωρήσεων, για να διαφοροποιηθεί η τουρκική στάση.
Τέως Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων