Του Μελέτη Ρεντούμη
Είναι γεγονός ότι η χώρα μας θα περάσει μία ακόμα δύσκολη περίοδο με την έλευση της Τρόικας και των θεσμών γενικότερα, στα πλαίσια της τρίτης αξιολόγησης του Μνημονίου.
Τα ανοιχτά προαπαιτούμενα για την αξιολόγηση μέχρι τέλος του έτους ανέρχονται σε 113 και ενώ είχε αποφασίσει ο πρωθυπουργός να δράσει με εντολές προς τα υπουργεία για κινητοποίηση μέσα στο καλοκαίρι, ώστε να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος, τελικά έχουμε φθάσει στον Οκτώβριο και κανένα προαπαιτούμενο δεν ολοκληρώθηκε ουσιαστικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Επίσης η χώρα εξακολουθεί να μην έχει λάβει την υποδόση των 800 εκατ. ευρώ που προέρχεται από την προηγούμενη αξιολόγηση, καθώς δεν έχει πιάσει τους στόχους για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους προμηθευτές του Δημοσίου και εν γένει προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που έχει μείνει χωρίς ρευστότητα με την απουσία επαρκούς χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα.
Να θυμίσουμε ότι ήδη οι οφειλές του Δημοσίου έχουν φθάσει τα 4 δις ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες, παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης προς τους θεσμούς ώστε να αποκατασταθεί η ρευστότητα προς την οικονομία.
Στο σκέλος των δαπανών, η συγκράτηση γίνεται μέσω της εσωτερικής στάσης πληρωμών κυρίως όσον αφορά την συνταξιοδοτική δαπάνη, όταν εκκρεμεί η έκδοση αυτή την στιγμή πάνω από 130.000 κύριων συντάξεων.
Στον αντίποδα, οι μετακλητοί υπάλληλοι πάσης φύσεως από τα υπουργεία μέχρι τον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχουν αυξηθεί, ανεβάζοντας τις αντίστοιχες μισθολογικές δαπάνες.
Στο πλέον σημαντικό τομέα των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας, που είναι και η λυδία λίθος της ανάκαμψης και της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο πρωθυπουργός μόλις πρόσφατα ανακάλυψε μέσα από διάφορες ομιλίες και επισκέψεις ότι η χώρα χρειάζεται επενδύσεις, έχοντας ήδη χάσει σχεδόν 3 χρόνια διακυβέρνησης από τον Γενάρη του 2015.
Το ερώτημα που ταλανίζει την ελληνική οικονομία αλλά και τους ξένους θεσμικούς είναι απλό αλλά και αμείλικτο ταυτόχρονα.
Ποια σοβαρή επένδυση που έχει δημιουργήσει μόνιμες θέσεις εργασίας έχει πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;
Η πικρή απάντηση είναι καμία απολύτως. Αντιθέτως, εκατοντάδες επενδυτές, πολυεθνικές και ξένα funds από την στιγμή που εκδηλώνουν ενδιαφέρον, τηρούν στάση αναμονής για να κατανοήσουν τις προθέσεις της κυβέρνησης, σε θέματα φορολογικά, εισφορών, εργατικής νομοθεσίας, αδειοδότησης, περιβαλλοντικών μελετών, χρηματοδότησης και φυσικά της αρχαιολογικής υπηρεσίας που έχει την δυνατότητα με κυβερνητική ανοχή να μπλοκάρει οποιαδήποτε επένδυση στην χώρα ανεξαρτήτως μεγέθους και προοπτικής.
Το συμπέρασμα σε όλα τα παραπάνω, είναι ότι η κυβέρνηση αφενός δεν έχει την ιδιοκτησία του προγράμματος προσαρμογής που οφείλει να τηρήσει η χώρα, αφετέρου ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί να το εφαρμόσει.
Δεν θέλει γιατί ο σκληρός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα σαφές αντιευρωπαϊκό αφήγημα που ανθίσταται σε κάθε νέα επένδυση ή οτιδήποτε εγχώριο ή εξωγενές αφορά τις έννοιες, καπιταλισμός, κέρδος, επιχειρήσεις και δεν μπορεί γιατί δεν έχει τα κατάλληλα στελέχη που μπορούν να τρέξουν μεγάλα projects με ταυτόχρονες ρήξεις με το πελατειακό σύστημα.
Παρά τις πρόσφατες προσπάθειες του πρωθυπουργού να πείσει ότι η χώρα είναι φιλοεπενδυτικός προορισμός, τα γεγονότα τον διαψεύδουν.
Η μεγάλη επένδυση στις Σκουριές στην Χαλκιδική ακόμα κωλυσιεργεί, το Ελληνικό βρίσκεται στα χέρια της γραφειοκρατίας και των αρχαιολογικών υπηρεσιών, ενώ άλλες μικρότερες ιδιωτικοποιήσεις είτε δεν προχωρούν είτε υπολείπονται σημαντικά των βημάτων που θα έπρεπε να έχουν γίνει, επιβαρύνοντας έτσι σημαντικά έμμεσα το δημόσιο χρέος προς τους δανειστές με την απώλεια εσόδων.
Σε κάθε περίπτωση ο λογαριασμός της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας με τα υπέρογκα πλεονάσματα του 3.5% ετησίως που έχει υπογράψει η κυβέρνηση για τα επόμενα 5 χρόνια, όχι μόνο δεν βγαίνει αλλά βάζει ταφόπλακα στην αναπτυξιακή προοπτική.
Η χώρα χρειάζεται ένα νέο όραμα, ένα τοπίο φιλοεπενδυτικό, με σοβαρή διαπραγμάτευση με τους εταίρους για την επόμενη μέρα της χώρας στις διεθνείς αγορές μέσα από τομές και μεταρρυθμίσεις που θα μείνουν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές.
Ας αναλογιστεί λοιπόν η κυβέρνηση τι έχει κάνει τα δύο τελευταία χρόνια και που θα έπρεπε να βρίσκεται η χώρα αυτή την στιγμή και ας πράξει κατά συνείδηση.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.