Μητσοτάκης και ελληνοτουρκικά: η αλλαγή ρητορικής κρύβει αλλαγή πολιτικής

Toυ Γ. Λακόπουλου

Με εξαίρεση την τραυματική περίοδο Σημίτη, η  πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στον εξ ανατολών κίνδυνο ήταν σαφής: δεν διαπραγματευόμαστε τίποτε.

Η μόνη διαφορά με την Τουρκία -που απειλεί την κυριαρχία και τα δικαιώματα της Ελλάδας- είναι η «οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών». Αυτή ήταν πάντα η διατύπωση. Όχι σκέτο «υφαλοκρηπίδα».

Ευλόγως σ’ αυτό προστίθεται και η οριοθέτηση των ΑΟΖ, εφόσον βεβαίως προηγηθεί η ανακήρυξή τους -που είναι πράξη μονομερής.

Όπως προκύπτει από τα πράγματα η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήλθε αποφασισμένη να αλλάξει αυτή την πολιτική. Αν σε κάτι ήταν «καλά προετοιμασμένος» ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν αυτό.  Άλλη μια ομοιότητα με τον Γ. Παπανδρέου. Και άρχισε από την αλλαγή ρητορικής.

Το είδαμε από την κατευναστική στάση του στην πρώτη συνάντηση  γνωριμίας με τον Ερντογάν στις ΗΠΑ και κυρίως στη πρώτη ουσιαστική συζήτηση μαζί του στο Λονδίνο τον περασμένο Δεκέμβριο.

«Εφόσον και οι δύο πλευρές δείξουν καλή διάθεση, οι δυσκολίες στις σχέσεις με την Τουρκία τελικά μπορούν να ξεπεραστούν» δήλωσε αμήχανα ο Έλληνας  Πρωθυπουργός μετά από 95 λεπτά τετ α τετ με τον Τούρκο Πρόεδρο.

Ήταν η αρχή της επιστροφής στην σημιτοποίηση της ελληνικής πολιτικής και εκδηλώθηκε με την αλλαγή ρητορικής, που έβαζε στην ιδια μοίρα την «διάθεση» και  των δυο  κυβερνήσεων.

Την συνέχεια την ξέρουμε. Οι  Τούρκοι βρήκαν μπόσικη την ελληνική πλευρά και κλιμάκωσαν τις προκλήσεις.

 Η λογική ελληνική αντίδραση θα ήταν η επιστροφή στην παλιά ρητορική: «Δεν παραχωρούμε  και δεν διαπραγματευόμαστε τίποτε».

Αυτό θα άφηνε στην Τουρκία μόνο μια επιλογή για τις βλέψεις της  κατά της Ελλάδας: τον πόλεμο. Και δεν θα τον αποτολμούσε ποτέ.

Αντίθετα η κυβέρνηση στράφηκε αποκλειστικά στους -υποτιθέμενους- συμμάχους. Σα να μην γνώριζε ότι η πολιτική τους είναι γνωστή από χρόνια: να στηρίζουν την Ελλάδα, χωρίς να τα σπάνε με την Τουρκία.

Δια της υποστήριξης στην Αθήνα και των επικρίσεων για την παραβατικότητα της Αγκύρας ωθούν σε διάλογο του τύπου: “Βρείτε τα”. Με ατζέντα στην οποία η Άγκυρα θα συμπεριλάβει τις εξωφρενικές και παράνομες αξιώσεις της.

Αυτή η πολιτική ουδόλως αναχαίτισε τους Τούρκους. Παρόλα αυτά ο Έλληνας πρωθυπουργός συνεχίζει τη ρητορική που υποδηλώνει αλλαγή πολιτικής, αφήνοντας ανοικτό τον δρόμο για ένα διάλογο από τον οποίο η  Ελλάδα μόνο χαμένη θα βγει: ή θα δεχθεί παραχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της ή θα αποχωρήσει και θα της προσάψουν  «υπονόμευση» και  «αδιαλλαξία».

Ότι η ελληνική στάση συνοδεύθηκε με πράξεις μυστικής διπλωματίας κάνει αυτή την πολιτική ακόμη πιο προβληματική.

H αλλαγή ρητορικής

Η αλλαγή ρητορικής κλιμακώνεται τις τελευταίες μέρες καθώς ο πρωθυπουργός βάζει στο δημόσιο λόγο του λέξεις και έννοιες αδιανόητες για την ελληνική διπλωματία.

Στο πρόσφατο διεθνές άρθρο του -στις εφημερίδες The Times, Frankfurter Allgemeine Zeitung, και Le Monde- ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε  αβασάνιστα  «μη οριοθετημένη» την  περιοχή που σουλατσάρει για   περισσότερο από ένα μήνα το  Oruc Reis-και ο Βορίδης δεν βλέπει καμία παραβίαση.

Στο άρθρο του μιλάει για «περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία διεκδικούν δικαιώματα και η οποία δεν έχει ακόμη οροθετηθεί».  

Καταλαβαίνει τι λέει;  Η θέση της Ελλάδας είναι ότι αυτή η «περιοχή» είναι ελληνικά χωρικά ύδατα, τα οποία οι τουρκικές δραστηριότητες παραβιάζουν. Δεν είναι υπόθεση κοινής διεκδίκησης.

Πολλοί πρόσεξαν ότι η πρωθυπουργική διατύπωση ακολουθεί την αμερικανική φρασεολογία για «αμφισβητούμενα ύδατα». 

Με ανατριχιαστικές σκέψεις κάποιοι αναλυτές συνδυάζουν την τοποθέτηση Μητσοτάκη, με τις γκρίζες πλευρές της συμφωνίας με την Αίγυπτο, που αφήνει «ακάλυπτη» τη χώρα  ανατολικά του 28ου μεσημβρινού  και περικόπτει επήρεια από ελληνικά νησιά.

Στον ίδιο ρυθμό αλλαγής ρητορικής ο Μητσοτάκης μιλάει -στο άρθρο του- για «διαφορές» και όχι «διαφορά» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας!: «Οι διαφορές δεν επιλύονται με βία, τεχνάσματα ή χειραγώγηση».

Το ίδιο άρθρο έχει πολλές ασάφειες, αν διαβαστεί με προσοχή.

«Όταν ανέλαβα πρωθυπουργός δεν υπήρχε κανένας λόγος να πιστεύω ότι η Ελλάδα και η Τουρκία δεν θα μπορούσαν να είναι φίλες χώρες».

Δεν υπήρχε; Από πού προκύπτει αυτό το συμπέρασμα με το οποίο εγκαινίασε την πολιτική του έναντι της  Τουρκίας; Ας ελπίζουμε όχι από την απίστευτη αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο τον οποίο συστήνει ως «θείο του πατέρα μου». Σαν να προϋπήρχε ο πατέρας του του Βενιζέλου.

Ο ίδιος ομολογεί την κατευναστική πολιτική του: «Προσπάθησα επισταμένως να τείνω χείρα φιλίας και συνεργασίας». Με ποια δεδομένα κινήθηκε με αυτή την πολιτική τον Ιούλιο του 2019;

«Καταφέραμε ακόμη και να καταλήξουμε σε «έγγραφη συμφωνία. Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί τελικά η Τουρκία, αποκαλύπτοντας ανεπίσημες αλλά απόρρητες συζητήσεις.»

Η ελληνική θέση για τη Χάγη

Δεν υπάρχει πιο επίσημη ομολογία μυστικής διπλωματίας, αλλά και πιο παραπλανητική τακτική για αυτή την περίφημη «έγγραφη συμφωνία»  για την οποία ο Γ. Γεραπετρίτης ανέλαβε να τον υπερασπιστεί, περιορίζοντας την σημασία της σε διαδικαστική υπόθεση. Τότε γιατί δεν την δίνουν στη δημοσιότητα ή στα κόμματα;

Ο Πρωθυπουργός κάνει λάθος όταν ζητάει από την Τουρκία «αν δεν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε, τότε πρέπει να αναζητήσουμε λύση στη Χάγη».

Η ελληνική θέση δεν ήταν «να πάμε στη Χάγη, αν δεν συμφωνήσουμε». Ποτέ δεν θα υπάρξει συμφωνία στην οποία θα υπάρχουν ελληνικές παραχωρήσεις  και ποτέ δεν θα συμφωνήσει η Τουρκία για την αρμοδιότητα της Χάγης χωρίς αυτές.

Για την Ελλάδα ο διάλογος περιοριζόταν στην υπογραφή συνυποσχετικού για την Χάγη. Γιατί η σημερινή κυβέρνηση το αλλάζει; Στην διπλωματία η αλλαγή ρητορικής, σημαίνει αλλαγή πολιτικής.