ΟΙ αστυνομικές ιστορίες του Γιάννη Πανούση (2): Σε ποιόν ανήκει το παρελθόν;

Διηγήματα και κοινωνικές μυθιστορίες

 

ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 3

Διηγήματα που έγραψε όσο ήταν αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη.

Oποιος θέλει να καταλάβει θα καταλάβει…

ΠΡΟ-ΛΟΓΙΚΑ

Το ερώτημα παλιό: «πρέπει ο εγκληματολόγος να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή πρέπει ο συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας να γνωρίζει βασικές αρχές της Εγκληματολογίας»; Δεν θ’ απαντήσω στο ερώτημα, γιατί πιστεύω πως οι αναγνώστες των αστυνομικών μου διηγημάτων θα βγάλουν μόνοι τα συμπεράσματά τους. Θεώρησα χρήσιμο να εκδώσω τα κείμενα αυτά τώρα, καθώς ύστερα από μια επτάμηνη θητεία ως Αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη (27/1/2015 – 28/8/2015), μια δεύτερη ματιά πάνω στα ζητήματα του εγκλήματος και της τιμωρίας είναι για μένα πολλαπλώς γόνιμη. Τα διηγήματα δεν είναι «αμιγώς» αστυνομικά. Στην ουσία, μέσα από την πλοκή μυστηρίου, αναδύονται οι απόψεις μου για τον Κόσμο, τη Φύση, τον Άνθρωπο, την Ιστορία, την Πολιτική. Σ’ έναν πραγματικό χώρο όπου το ακατανόητο κυριαρχεί ελπίζω να μη γίνομαι τόσο αινιγματικός ώστε να φέρνω μελαγχολία.

Γ. Πανούσης

Αθήνα, Σεπτέμβριος 2015

Σε ποιόν ανήκει το παρελθόν; *

 

Θα το κάνω, είπε. Δεν αντέχω άλλο αυτή την ενοχή. Πήρε το όπλο από το συρτάρι, ντύθηκε και βγήκε στο κρύο απόβραδο.

 

Ο αστυνόμος Μπέκας δεν άντεχε τις χαμηλές θερμοκρασίες. Χωνόταν ολόκληρος μέσα στο τριμένο παλτό του αλλά δεν ζεσταινόταν. Ούτε η είδηση που είχε διαβάσει τον κινητοποίησε όσο θάπρεπε. Άλλωστε ήταν υπόθεση των Ηθών:

«Βρέθηκε χτες δολοφονημένη μια πόρνη μαχαιρωμένη στο στήθος».

Καθώς έφτανε στο Τμήμα ο Μπέκας αναρωτιόταν γιατί κάποιοι άνθρωποι σκοτώνουν και σκοτώνονται ενώ μπορούν να λύσουν διαφορετικά τις όποιες εντάσεις και διαφωνίες τους. Δεν πρόλαβε να μπει στο γραφείο του και το τηλέφωνο χτύπησε:

– Εμπρός, Μπέκας

– Αστυνόμε, ο Διοικητής

– Διατάξτε

– Μπέκα, θέλω να αναλάβεις εσύ την υπόθεση

– Ποια υπόθεση Αρχηγέ; έκανε τον αθώο ο Μπέκας.

Του άρεσε ν’ αποκαλεί τον Διοικητή του «Αρχηγό», αν και ήταν της ίδιας «σειράς»

– Της δολοφονημένης…, πώς να το πω…, αυτής της ιερόδουλης… της κυρίας τέλος πάντων…

– Εντάξει «Αρχηγέ», κατάλαβα. Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω ή να προσέξω;

– Όχι. Όλα τα στοιχεία τα έχει το Ηθών. Άντε, καλή δουλιά. Το τηλέφωνο έκλεισε αλλά ο Μπέκας κρατούσε ακόμα στο χέρι το ακουστικό λες και κάτι περίμενε ν’ ακούσει ακόμα.

***

 Το Ηθών δεν είχε πολλά να του πει. Πόρνη, εκδιδόμενη πολλά χρόνια, εργαζόταν μόνη χωρίς «προστάτη», κοκκινομάλλα, με ελιά στο μάγουλο. Ρούσα την φωνάζανε στην πιάτσα. Είχε δοθεί ήδη στον τύπο η φωτογραφία της. Στο δωμάτιο που έμενε, ένα χαμόσπιτο στη Φυλής, δεν βρέθηκαν προσωπικά στοιχεία ή ταυτότητα. Μόνο μια ιατρική γνωμάτευση που έδειχνε ότι έπασχε από 38 φυματίωση και δεν είχε πολύ χρόνο μπροστά της. Λίγα χρήματα και μια κιτρινισμένη φυλλάδα με μια φωτογραφία που δεν διακρινόταν καθαρά κανένα πρόσωπο, αλλά σαν κάποιος να φορούσε στολή.

– Αφού θα πέθαινε, γιατί να την σκοτώσουν, αναρωτήθηκε ο Μπέκας.

Πήγε ν’ ανάψει την πίπα του για να σκεφτεί όταν χτύπησε η πόρτα.

– Εμπρός.

– Επιτρέπεται;

– Παρακαλώ, περάστε. Μπήκε με τον αέρα του πετυχημένου Νεαρός μεγαλογιατρός. Γνωστός για την επιστημονική του κατάρτιση αλλά και για τις δημόσιες σχέσεις του.

– Φάνης Δελίδης.

– Σε τί μπορώ να σας φανώ χρήσιμος κύριε Δελίδη, τον ρώτησε ο Μπέκας επεξεργάζοντας συγχρόνως την «κοψιά» του.

Του έκανε εντύπωση μια ελιά στο ένα μάγουλο .

– Είναι η μητέρα μου, είπε απλά ο Φάνης Δελίδης, βάζοντας μπροστά στα μάτια του αστυνόμου τη φωτογραφία της δολοφονημένης πόρνης που είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες.

– Λυπάμαι, ψέλισε σχεδόν αιφνιδιασμένος ο Μπέκας. Είστε βέβαιος ότι…

– Αστυνόμε, αν και όλοι στην οικογένεια τη θεωρούσαμε, έτσι τουλάχιστον μας είχαν πει, πεθαμένη εδώ και χρόνια, μόλις είδα τη φωτογραφία κατάλαβα αμέσως πως είναι, ήταν, η μητέρα μου.

– Καλά, πώς και δεν είχατε νέα της τόσα χρόνια; Ρώτησε με όσο τακτ διέθετε ο Μπέκας.

– Μα εγώ μεγάλωσα σαν ορφανό σε ίδρυμα. Με βρήκαν έξω από το ορφανοτροφείο, μέσα σε μια κουβέρτα. Μόνο μια φωτογραφία ήταν καρφιτσωμένη στο ρουχαλάκι μου. Μια κοκκινομάλλα γυναίκα με ελιά στο μάγουλο κι ένα σημείωμα: Maman, K.M. Αυτά μόνο ξέρω, αυτά μου είπαν όταν μεγάλωσα και με υιοθέτησε ένα ζευγάρι εύπορων γιατρών.

Την ώρα που ο Μπέκας προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του και ν’ ανάψει την πίπα του, ο Δελίδης πρόσθεσε:

– Αστυνόμε, παρακαλώ η έρευνα να γίνει όσο πιο διακριτικά… καταλαβαίνετε…

– Ναι, ναι, ασφαλώς, απάντησε ο Μπέκας χωρίς ποτέ να καταλαβαίνει γιατί όλοι όσοι έχουν μυστικά για τα οποία φοβούνται δεν θέλουν ν’ απαλλαγούν από τις τυχόν ενοχές τους βγάζοντάς τα στο φως.

 

***

 Την άλλη μέρα το πρωί ο Μπέκας ζήτησε από το Ηθών να ψάξουν να βρουν όλες τις εκδιδόμενες που έχουν αρχικό Γράμμα (μικρό όνομα;) Κ. Κατερίνες, Καιτούλες, Κορίνες, και ούτω καθεξής.

***

 Ξανάβαλε το όπλο στο συρτάρι του αφού το καθάρισε προσεκτικά. Πονούσε λίγο. Την άλλη φορά θα τα καταφέρω καλύτερα, σκέφτηκε και κοιμήθηκε.

***

 Μέχρι το Αρχείο των Ηθών να «δουλέψει» ο Μπέκας πήρε ένα χαρτί κι ένα μολύβι και κατέγραψε τα μέχρι στιγμής δεδομένα:

– Ύποπτος: κανένας

– Όνομα: Ρούσα, αλλά μάλλον δεν είναι το πραγματικό της.

– Οι γείτονες δεν ξέρουν τίποτα, ούτε οι άλλες εκδιδόμενες. Μόνο μερικές κατέθεσαν ότι την είχαν δει κάποιες Κυριακές να βγαίνει μόνη από σινεμά που έπαιζε γαλλικές ταινίες. Ζαν Γκαμπέν, Φερναντέλ, δεν θυμόντουσαν ακριβώς. Προτιμούσε να «δουλεύει» με ξένους γιατί ήξερε ξένες γλώσσες. Καμία εμπλοκή με την Αστυνομία.

– Άντε να βρεις άκρη, μονολόγησε ο Μπέκας. Μάλλον ήθελε να μου κάνει καψόνι ο «Αρχηγός» που μου ανέθεσε την υπόθεση.

***

 Άναψε το πορτατίφ. Τώρα πρέπει να γίνουν όλα, είπε δυνατά. Το αίμα είχε ξεραθεί στην πληγή. Κοίταξε το όπλο σχεδόν τρυφερά.

***

 Ο Μπέκας αποφάσισε να επισκεφθεί το σπίτι, τί σπίτι, έπαυλη στην Εκάλη, του Φάνη Δελίδη. Τηλεφωνούσε αλλά δεν απαντούσε κανείς. Του άνοιξε η γκουβερνάντα.

– Παρακαλώ

– Αστυνόμος Μπέκας. Θάθελα να μιλήσω στον κύριο Δελίδη.

– Μαρία, ποιος είναι; ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το βάθος του σπιτιού

– Ένας αστυνόμος, κυρία. Ζητάει τον κύριο.

Η γυναίκα που εμφανίστηκε στην πόρτα ήταν καλοφτιαγμένη χωρίς τίποτα «που να βγάζει μάτι». Λεπτή και ευγενική.

– Καλημέρα σας, είμαι η σύζυγος του Φάνη. Ο άντρας μου λείπει σε ταξίδι. Θα γυρίσει το βράδυ αργά. Μπορώ να σας βοηθήσω εγώ σε κάτι; Πάλι κάποιος κακόβουλος μήνυσε τον Φάνη; Ξέρετε, τον ζηλεύουνε… Θέλετε να περάσετε μέσα;

Ο Μπέκας κατάλαβε ότι η σύζυγος δεν γνώριζε τίποτα για τη μητέρα του Φάνη. Δεν είχε λόγο ν’ ανακατέψει τα οικογενειακά τους.

– Όχι, ευχαριστώ απάντησε. Απλώς να του πείτε ότι τον ζήτησα.

Έφυγε από τη βίλα με μια απορία: Πού να συναντιώνται άραγε τα σαλόνια με τα καλντερίμια; Είχαν ήδη περάσει είκοσι και πλέον χρόνια αλλά δεν είχαν κλείσει ολοσχερώς: παράνομες σχέσεις, κομπιναδόροι, διπλοί πράκτορες, παιδιά του δρόμου, νόθα, εγκαταλελειμμένα, ελληνίδες που «χαρακτηρίστηκαν». Πού κρυβόταν όμως η κόκκινη κλωστή που τα συνέδεε όλα αυτά στην υπόθεσή του; Αν βέβαια έτσι είχαν τα πράγματα.

***

 Οι εφημερίδες του αιγυπτιακού ελληνισμού είχαν την είδηση σε πρωτοσέλιδο. Στην Ελλάδα πέρασε στα ψιλά.

«Βρέθηκε νεκρός ο Ντίμης Στόκος, καλλιτεχνικός διευθυντής πολλών νυκτερινών κέντρων, ο ίδιος πρώην μουσικός, εύπορος και γνωστός στους κύκλους των επιχειρηματικών της Αλεξάνδρειας».

Τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο μέτωπο από 45άρι, στο κέντρο Cabaret des étrangers, λίγο πριν αρχίσει το πρόγραμμα. Κάποιοι από το προσωπικό του κέντρου δήλωσαν στην αστυνομία ότι άκουσαν να καβγαδίζει με κάποιον στο γραφείο του σε μια γλώσσα που δεν αναγνώριζαν.

***

 Κανείς δεν σκέφτηκε να συσχετίσει τους φόνους της ιερόδουλης Ρούσας με τον καλλιτεχνικό manager Ντίμη Στόκο;

Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο μαχαίρι που βρέθηκε σ’ ένα ερμάρι στο γραφείο του Στόκου, ούτε στη φωτογραφία από την κατοχή αγκαλιά με μια κοκκινομάλα πούχε μια ελιά στο μάγουλο;

Κανείς δεν ρώτησε για το πραγματικό όνομα του «αιγυπτιώτη» Στόκου που δεν ήταν Ντίμης αλλά Ντιμίτρι Στόκωφ, βούλγαρος πρώην στρατιωτικός; Η κρίση του Σουέζ δεν είχε αφήσει και πολλά περιθώρια αλληλοενημέρωσης των υπηρεσιών χρόνια μετά, αλλά το ερώτημα έμεινε αναπάντητο: Κανείς δεν τα «έδεσε» αυτά μεταξύ τους;

***

 Το Αλλοδαπών δεν επικοινωνούσε με το Ηθών και η αλλαγή ταυτότητας στα ταραγμένα χρόνια δεν ήταν και πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο Μπέκας έψαχνε αλλά δεν έβρισκε άκρη. Μέχρι που του τηλεφώνησε ο Δελίδης.

– Αστυνόμε, έμαθα ότι με ζητήσατε. Έλειπα σε ταξίδι. Διεθνές συνέδριο Ιατρικής. Έχω κάποια νέα. Θα μπορούσα να έρθω στο γραφείο σας σε μια ώρα;

– Σας περιμένω, απάντησε με έκδηλο ενδιαφέρον ο Μπέκας.

***

– Αστυνόμε, με όλο το σεβασμό στο έργο της Αστυνομίας και στη δική σας πολύ καλή φήμη, λόγω της λεπτότητας του θέματος, ανέθεσα σε έλληνα και ξένο ιδιωτικό ντετέκτιβ να ψάξουν την υπόθεση.  Σας καταθέτω λοιπόν τα στοιχεία, όπως ακριβώς μου τα μετέφεραν, για να βγάλετε εσείς, με το αστυνομικό σας ένστικτο κάποια συμπεράσματα.

– Σας ακούω, ψιθύρισε, σχεδόν αμήχανα, ο Μπέκας ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο μπανταρισμένο χέρι του Δελίδη.

– Η μητέρα μου, Χριστίνα Μπαλούκου, ήταν κόρη ενός γάλλου ιδεολόγου, George Balou, που πολέμησε στη Μικρά Ασία και τελικά έμεινε στην Ελλάδα, στο Βόλο, όπου συζούσε με μια ελληνίδα, την Νίκη Διομήδους.

– Χριστίνα, αλλά γαλλικά Κριστίν, γι’ αυτό στο σημείωμα είχε το αρχικό Κ, σκέφτηκε χωρίς να μιλήσει ο Μπέκας. Κι εμείς ψάχναμε για Κατερίνες, Καιτούλες, Κορίνες. Τέλος πάντων.

– Προχωρήστε, είπε δυνατά.

– Η μητέρα μου φαίνεται ότι έζησε μια διπλή παρανομία (νόθο παιδί, κυνηγημένος πατέρας) και στη δίκη των μετεμφυλιακών χρόνων τάμπλεξε με έναν ξένο στρατιωτικό που την «ατίμασε» και την εγκατέλειψε. Μέχρις εκεί μπόρεσα να μάθω. Οι έρευνες συνεχίζονται αλλά παρακαλώ και πάλι να μη δημοσιοποιηθεί τίποτα. Η οικογένειά μου νομίζει ότι όλη αυτή η κινητικότητα αφορά business ή ιατρικούς ανταγωνισμούς.

– Μείνετε ήσυχος, τον διαβεβαίωσε ο αστυνόμος Μπέκας.

Ο Δελίδης χαιρέτησε και έφυγε, αφήνοντας τον αστυνόμο σε βαθιά μελαγχολία. Πόρνη – Στρατιωτικός – Μεγαλογιατρός. Παιδιά του πολέμου, της Κατοχής, του εμφύλιου, που ψάχνουν τις ρίζες τους. Κανείς όμως δεν φαίνεται να απειλούσε τη ζωή του άλλου. Κανείς, εκτός από το παρελθόν, αποφάνθηκε.

***

 Πάλι απέτυχα. Αίμα έτρεχε από παντού στο σώμα του. Τρεις σφαίρες μου έμειναν, σκέφτηκε.

***

 Την επομένη στα ψιλά των εφημερίδων καταχωρίστηκε η είδηση:

«Εισήχθη επειγόντως σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική ο Βασίλης, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος αποπειράθηκε τρεις φορές να θέσει τέρμα στη ζωή του. Εντοπίστηκε αιμόφυρτος και νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση. Στο παραλήρημά του αναφέρει ονόματα, διευθύνσεις, καταστάσεις από την περίοδο του πολέμου. Παρακαλούμε όποιος γνωρίζει κάτι για τον ενλόγω να το αναφέρει στο πλησιέστερο αστυνομικό Τμήμα».

Το δημοσίευμα συνόδευε και μια φωτογραφία του Βασίλη.

Δεν είχε τελειώσει τον καφέ του ο αστυνόμος Μπέκας όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα του γραφείου.

– Εμπρός… Α, καλημέρα κύριε Δελίδη. Έχετε νέα;

– Αυτός πρέπει να είναι ο αδελφός μου, είπε κοφτά ο Δελίδης δείχνοντας τη φωτογραφία του Βασίλη στην εφημερίδα.

– Πώς;

– Δεν βλέπετε την ελιά στο ένα μάγουλο; Συμπλήρωσε ο Δελίδης.

Ο Μπέκας το μόνο που έβλεπε εκείνη τη στιγμή ήταν το μπανταρισμένο χέρι του Φάνη Δελίδη, από το οποίο φαίνονταν κάποιες σταγόνες αίμα. Στο σπίτι του Βασίλη, όπως το ήξεραν όλοι στη γειτονιά, του Βασίλη από το Ίδρυμα, που δεν τον ζητούσε ποτέ κανείς, βρέθηκε φωτογραφία μιας κοκκινομάλλας γυναίκας με ελιά στο μάγουλο κι ένα σημείωμα: Maman, K.M., κι ένα «χρησιμοποιημένο» περίστροφο 45άρι, χωρίς σφαίρες.

Ο Μπέκας είχε διαβάσει για τη δολοφονία του Ντίμη Στόκου, στην Αλεξάνδρεια, είχε ρωτήσει τους δημοσιογράφους της εποχής και πρώτα απόλα τον φίλο του Μακρή, είχε επισκεφτεί ορφανοτροφεία και ιδρύματα, είχε πάρει στοιχεία από τον ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για δίδυμα παιδιά, αλλά όταν δεν διέθετε ατράνταχτα επιχειρήματα και ανεπίδεκτες αμφισβήτησης αποδείξεις δεν του άρεσε να κατηγορεί ανθρώπους. Και βέβαια απέφευγε να ηθικολογεί.

 

*Σε ποιόν ανήκει το παρελθόν; * σε «Η επιστροφή του Αστυνόμου Μπέκα», Καστανιώτης noir, 2012, σ. 317-326 37

 

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ:  Ο άγρυπνος ύπνος του Κάιν