Toυ Αντώνη Παπαγιαννίδη
Για νάμαστε ειλικρινείς, η αρχική ιδέα ήταν να τιτλοφορήσουμε «Οι 3+3 διαφαινόμενες αποτυχίες ενός ανασχηματισμού», αλλά το συγκρατήσαμε – γιατί; Επειδή για τους μεν πιστούς της Κυβέρνησης ο,τιδήποτε επιχειρηθεί ως κίνηση ανασχηματισμού θα είναι επιτυχία (βρισκόμαστε στην φάση δημιουργίας κύκλου άμυνας, όπως έκαναν οι πιονιέροι όταν τους επετίθεντο οι Ινδιάνοι στην Άγρια Δύση, κατά το Αμερικανικό στερεότυπο) ενώ για τους όλο και πιο επιθετικούς της Αντιπολίτευσης και για ουκ ολίγους που μυρίζονται ότι το «Φυγε εσύ! Έλα εσύ!» επελαύνει οπότε και τοποθετούνται αναλόγως, ο,τιδήποτε κάνει η Κυβέρνηση είναι αποτυχία (οπότε… προς τι οι αναλύσεις;) Μένουμε λοιπόν στους «σκοπέλους του ανασχηματισμού». Που πάει να γίνει μοναδικό πλέον εργαλείο πολιτικής στην πορεία προς την ΔΕΘ, και τα μετέπειτα «Θα δούμε».
Οι τρείς πρώτοι σκόπελοι είναι εσωτερικής για την Κυβέρνηση φύσης, οπότε θα το πάμε γρήγορα – μην πολυκοιτάζουμε στο εσωτερικό των οικογενειακών υποθέσεων! Πρώτον είναι η παραδοσιακή λειτουργία κάθε ανασχηματισμού, δηλαδή να αναδειχθεί η ισχύς του Πρωθυπουργού και ο αποφασιστικός ρόλος του: ειδικά μετά την εποχή Κωνσταντίνου Καραμανλή, που τόχε ούτως ή άλλως να ελέγχει το ασκέρι, και εκείνην του Αντρέα, που είχε αναγάγει σε εργόχειρο το να ταράζει την ησυχία των ανθρώπων του ώστε να μην ξεχνάνε «ποιος είναι το αφεντικό» (βέβαια, λίγο αργότερα τους αναδομούμενους τους ξαναπεριμάζευε, άλλη ιστορία αυτή…) το παιχνίδι των ισορροπιών και των προσώπων και των κατευθύνσεων πολιτικής (καλά, λέμε!) και των διευρύνσεων κοκ, θεωρήθηκε εργαλείο ηγετικότητας. Σ’ αυτήν την συγκυρία, το άμεσο τράνταγμα που έχει υποστεί ο Αλέξης Τσίπρας από την «διαχείριση» της τραγωδίας της πυρκαγιάς στο Μάτι μάλλον θα κάνει σωφρονέστερη την αποφυγή κάθε επίδειξης πυγμής.
Δεύτερος εσωτερικός σκόπελος, θαρρούμε, είναι να επιδιωχθεί το παραδοσιακό παιχνίδι εξισορροπήσεων, τάσεων, συμμαχιών κοκ. Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδειχθεί πως αποτελεί πολύ ιδιότυπο πολιτικό σύμπαν – όμως η τριπλή δοκιμασία που είχε τον τελευταίο καιρό (α) με την ηρωϊκή αλλ’ υψηλού πολιτικού κόστους και (το λέμε ευγενικά) όχι-υψηλής-τεχνικής-ποιότητας απόφαση για το Μακεδονικό, (β) με την προσέλευση στην τελική συμφωνία του Eurogroup για την «έξοδο από τα Μνημόνια», χωρίς αλεξίπτωτο και με εξαιρετικά ανηφορικές προ-δεσμεύσεις (συντάξεις, φόροι) και (γ) τώρα η τρομερή εμπειρία των πυρκαγιών και της προβληματικής διαχείρισης του σοκ, η τριπλή αυτή δοκιμασία έχει ευθραυστοποιήσει τις ίδιες τις ενδο-ΣΥΡΙΖΑ τάσεις. Κανείς δεν είναι – μαθαίνουμε, βλέπουμε – πρόθυμος να σηκώσει το αληθινό κόστος. Αν πάει δια του ανασχηματισμού να φτιάξει νέες ισορροπίες ο Αλέξης Τσίπρας, κινδυνεύει να βρεθεί σε κινούμενη άμμο.
Ο τρίτος εσωτερικός σκόπελος είναι κοντινός προς τον προηγούμενο, όμως με δεδομένο ότι βρισκόμαστε ούτως ή άλλως σε προεκλογικό κλίμα μπορεί να δώσει αθέλητα αρνητικούς κραδασμούς. Θα τον αποκαλούσαμε «ιδεολογική αυτοπαγίδευση». Την έχει ούτως ή άλλως ο ΣΥΡΙΖΑ την πετριά, να προσεγγίζει με ιδεολογικό (ή και ιδεολογικοφανή) τρόπο τα ζητήματα. Αμα τώρα, τώρα με τις τρεις δοκιμασίες που μόλις αναφέραμε, επιδιωχθεί δια του ανασχηματισμού να δοθεί ιδεολογικό σχήμα – είτε επανασύνδεσης με τα ριζοσπαστικότερα αριστερά/κοινωνικά, είτε μετάβασης στον σοσιαλδημοκρατικό ρεαλισμό – περισσότερα προβλήματα παρά ωφέλειες θα προκύψουν. Γνώμη μας, αλλά και πάλι βρισκόμαστε στην εσωτερική πλευρά των σκοπέλων, στα Συριζέϊκα interna corporis, οπότε…
Πάμε όμως τώρα στους σκοπέλους που αφορούν έναν ευρύτερο κόσμο. Θα επιδιωχθεί ένας ανασχηματισμός αποτελέσματος ή εντυπώσεων; Αυτό είναι κάτι που ακούγεται ρηχό, όμως επειδή έχει να κάνει με το ανθρώπινο υλικό αλλά και τους συμβολισμούς των επιλογών, θα αποκτήσει σημαντικό βάρος στην δημόσια πρόσληψη του όποιου ανασχηματισμού. Και μάλιστα άμα το δει κανείς το πράγμα όχι απλώς με υπουργικά χαρτοφυλάκια, αλλά με λειτουργίες. Είδαμε για παράδειγμα την φρίκη στο Μάτι – μιλούμε για την επιχειρησιακή παράλυση και την ακύρωση στην πράξη όποιας συντονιστικής προσπάθειας (δυο μήνες νωρίτερα είχε τρέξει «με επιτυχία» άσκηση πυρόσβεσης επι του πεδίου!), δεν το πιάνουμε στο επίπεδο των ευθυνών που σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον – αλλά η συζήτηση για την παραίτηση Τόσκα (και συνεπώς για την αντικατάσταση των ηγεσιών Πυροσβεστικής και Αστυνομίας: όμως «το πέρασμα τους δυο υπαρχηγούς», τι αληθινά εχέγγυα αποτελεσματικότητα δίνει) – αληθινά όμως; Μια ακόμη μετακίνηση του Δημήτρη Βίτσα θα έλυνε το πρόβλημα πολιτικής αντιπροσώπευσης – το τεχνικό αποτέλεσμα, όμως; Το ίδιο και με την (αυριανή, μεθαυριανή) αντικατάσταση στο πηδάλιο της Πολιτικής Προστασίας : αναπόδραστα θα αλλάξουν τα θεσμικά σχήματα, υφυπουργοποιήσεις, υπουργοποιήσεις, συντονιστικά – όμως το πρόσωπο/η φιγούρα/το βιογραφικό/η διαδρομή ζωής που θα αντικαταστήσει τον απολύτως-μη-μάχιμο Γιάννη Καπάκη, θα θελήσει να δώσει μιαν εντύπωση, ή να φέρει/υποσχεθεί ένα αποτέλεσμα;
Μην παραβλέπετε εδώ και το άλλο μέτωπο: την απολύτως ξεκομμένη από το αποτέλεσμα φιγούρα του Πάνου Καμμένο στο κεντρικότερης όλων (μετά το ΥΠΕΞ, εντάξει) σημασίας υπουργείο Αμυνας, αντιστήριζε/υποκαθιστούσε de facto ο Α/ΓΕΕΘΑ Βαγγέλης Αποστολάκης. Με – δυσάρεστο – δεδομένο το αμετακίνητο Καμμένου, ποιος θα εγγυηθεί πολιτική ψυχραιμία και επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα στην επόμενη αντιπαράθεση με την Τουρκία; Ανάλογα ισχύουν και σε λιγότερο αιχμηρούς τομείς: στο Πολιτισμού η ανυπαρξία Κονιόρδου καλύφθηκε όπως-όπως με την υφυπουργοποίηση Κώστα Στρατή – αν ο ίδιος αναβαθμιστεί το κριτήριο της αποτελεσματικότητας πληρούται, εκείνο των εντυπώσεων λιγότερο. Ενώ, πάλι στον ίδιο τομέα, αν μεταπειθόταν από την άρνησή του να προσέλθει π.χ. ο Σταύρος Μπένος, θα υπήρχε ασφαλώς και μια αίσθηση διεύρυνσης και μια αλλαγή ύφους – αλλά τι περιθώρια αποτελέσματος θα άφηνε μια ολιγόμηνη ούτως ή άλλως θητεία;
[Αφήνουμε εκτός συζήτησης το μέτωπο των Οικονομικών, εκεί που θα γίνει η προσπάθεια de facto διαπραγμάτευσης της μετα-Μνημονιακής ισορροπίας, με ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο μετά την ραστώνη του Αυγούστου. Ούτως ή άλλως, η εγκατάλειψη κάθε ιδέας βελτίωσης σε επίπεδο πρωτογενών πλεονασμάτων και μείγματος συμφωνημένης πολιτικής επανεκκίνησης «απέκλεισε» προηγούμενες σκέψεις για ενσωμάτωση – έστω και περιφερειακά – δυναμικού όπως ο Νίκος Χριστοδουλάκης, που θα χρωμάτιζε διαφορετικά. Ενώ η διαπραγματευτική διαδικασία τόσο τον Γιώργο Χουλιαράκη όσο τον Δημήτρη Λιάκο έχει αναδείξει σε ασφαλείς εναλλακτικές] Ένα τελευταίο πεδίο, που έχει κι αυτό το ενδιαφέρον του: στο βασανισμένο τοπίο των ιδιωτικών επενδύσεων, όπου σχεδόν μόνος το περπάτησε ο Στέλιος Πιτσιόρλας, σήμα θα έδινε δραστηριοποίηση της Λούκας Κατσέλη; Στο αποτέλεσμα ή στις εντυπώσεις;
Το επόμενο δίλημμα έχει να κάνει με δυο παραδοσιακές ανασχηματισμολογικές αναγνώσεις: ανανέωση ή «οι δικοί μας»/προβλεπτότητα; Από Εφη Αχτιόγλου και Κώστα Ζαχαριάδη μέχρι Αλέξη Χαρίτση και Γιώργο Βασιλειάδη, ή Νάσο Ηλιόπουλο και Λευτέρη Κρέτσο, δεν υπάρχει έλλειψη από νέα γενιά που ήδη απέκτησε εμπειρία διακυβέρνησης. Εκείνο όμως που μπορεί εύκολα να ξεφύγει – κι εδώ είναι ίσως η μεγαλύτερη ευθύνη Τσίπρα, άμα αποφασίσει κάτι το ουσιαστικό σε ανασχηματισμό – είναι να δοθεί (και στους ίδιους, άλλωστε) η αίσθηση ότι επιλέγονται όχι τόσο ως νέα διαφορετική φουρνιά αλλ’ ώς «δικοί μας», με ό,τι το άκριτο αυτό κουβαλάει μαζί του. Και οι δύο εκδοχές είναι εκδοχές του φαίνεσθαι, όμως η δεύτερη – των «δικών μας» – ιδιαίτερα σε προεκλογική φάση και με συνθήκες ακραίας πόλωσης κινδυνεύει να κάψει χρήσιμους ανθρώπους.
Θα καταθέσουμε ένα τρίτο μέτωπο, που εκ πρώτης όψεως θα φανεί κάπως ξεκούδουνο: πρόκειται για τις επιλογές που θα «κουβαλήσουν» την Ευρωπαϊκή παρουσία της σημερινής Κυβέρνησης. Και δεν – ΔΕΝ – εννοούμε την όποια διαπραγμάτευση για μετα-το-Μνημόνιο. Στην Ευρώπη αυτή την στιγμή χαράζονται μεγάλες/ευρύτερες στρατηγικές: υπάρχει η ζωηρή πορεία της Δεξιάς, της συντήρησης/επαναφοράς των εθνικών ταυτοτήτων και του κλεισίματος. Υπάρχει η αναζήτηση, κάπου στο Κέντρο, της νέας έκφρασης εκείνο που φάνηκε να πετυχαίνει στην Γαλλία ο Εμμανουέλ Μακρόν (που τώρα περνάει ζόρικα στο χωριό του, όμως δεν θα χάσει εύκολα την Ευρωπαϊκή φιλοδοξία να τρυγήσει την Σοσιαλδημοκρατία κρατώντας και φιλελεύθερες πρακτικές – μην παραβλέψει κανείς το πώς τελικά κάμφθηκε με την εμβληματική απεργία των σιδηροδρομικών/των cheminots). Εδώ το άνοιγμα είναι το στοιχημα. Παραπέρα, ήδη μορφοποιείται το Aufstehen της Σάρας Βάγκενκνεχτ – της (κατά δήλωσιν) υπερκομματικής κίνησης που επιχειρεί να υπερβεί στην Γερμανία, αλλ’ όχι μόνο, την ριζοσπαστική κλειστότητα των Die Linke – και να «ανοίξουν τα κόμματα τις λίστες τους για τις ιδέες μας και την συμπόρευσή μας […] για μια κοινωνική ατζέντα» (Στέκεται κάπου πιο προσγειωμένα από την πρωτοβουλία του DiEM25 και των περί αυτό ριζοσπαστικών σχεδιασμών Βαρουφάκη, που μας είναι πιο οικείοι στην Ελλάδα λόγω εντοπιότητας).
Αυτοί οι σχεδιασμοί, που θα επιχειρήσουν να αλλάξουν κάτι στην «καθισμένη» Ευρωπαϊκή σκηνή Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών-Φιλελεύθερων-Αριστεράς, τρέχουν τώρα υποχρεωτικά λόγω των Ευρωεκλογών οι οποίες ήδη λειτουργούν στον ορίζοντα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πορευθεί σ’ αυτό με μνήμες και με αντανακλαστικά παρελθόντος και με προσέγγιση Παπαδημούλη-Κατρούγκαλου-Κοτζιά (ναι, ναι, και ο Ν. Κοτζιάς θεωρεί ότι έχει λόγο…) τότε θα έχει αυτοπεριχαρακωθεί σε κάτι που κινδυνεύει να μην υπάρχει.
Και στις τρεις αυτές επιλογές – αποτέλεσμα ή εντυπώσεις; νέο ύφος ή «δικοί μας»; ή Ευρωπαϊκό; – ο Τσίπρας έχει μπροστά του προκλήσεις. Ή σκοπέλους.
Καλό καλοκαίρι!