Του Γ. Λακόπουλου
Στο εξώφυλλο υπάρχει το όνομα του συγγραφέα – Παναγιώτης Αγγελόπουλος. Από κάτω ένα “ζωνάρι”, απόσπασμα από το έργο “Ο γνωστός κόσμος του Αιγαίου” του Αλέκου Κυραρίνη.
Λίγο πάνω από τη μέση ο τίτλος του βιβλίου “Ανάμεσα στους ήλιους”. Και στη βάση ο εκδότης “Ίκαρος”.
Άλλα στοιχεία δεν υπάρχουν. Ο εκδότης δίνει λιγοστές πληροφορίες για τον συγγραφέα – σαν να έχει υποχρεωθεί να μην αναφέρει τίποτε περισσότερο:
“Ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος γεννήθηκε το 1991. Σπούδασε στο Χάρβαρντ, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Εργάζεται στην Αθήνα“.
Οι μυημένοι ξέρουν ότι ο Ίκαρος φιλοξενεί αριστουργήματα και δεν ανοίγεται σε νέους συγγραφείς χωρίς λόγο. Πράγματι, για όσους ανοίγουν αυτό το μικρό βιβλίο, των μόλις 88 σελίδων, η έκπληξη έρχεται από τις πρώτες αράδες κιόλας: είναι ένα διαμαντάκι.
Η δομή του μαρτυρά ανθολόγηση από προσωπικό ημερολόγιο τεσσάρων χρόνων: από Ιούλιο σε Ιούλιο ανάμεσα στο 2016 και 2020. Αλλά προχωρώντας στην ανάγνωση δεν ξέρεις αν είναι διάσπαρτες βιωματικές αφηγήσεις, ποιητικός λόγος, φιλοσοφική ενατένιση, ατέρμων θαυμασμός του Αιγαίου, ή απλώς μια περίτεχνη σπουδή στον Σεφέρη.
Διαβάζοντας υποπτεύεσαι ότι πίσω από τις συχνές αναφορές στα έργα του νομπελίστα ο συγγραφέας τοποθετεί κρυφά και το βλέμμα του Ελύτη στο κυκλαδίτικο νησιωτικό σύμπλεγμα. Στον μικρό τον μέγα κόσμο του.
Το βιβλίο του Παναγιώτη Αγγελόπουλου είναι ποτάμι ευαισθησίας. Διείσδυση σ’ αυτό υπήρχε πάντα, αλλά δεν έβλεπαν όλοι. Αλλά και παρατήρηση των τοπίων, των αισθημάτων, του χρόνου και της προσωπικής σχέση μαζί τους.
Υπάρχει το περιβάλλον, η ανθρώπινη παρέμβαση στη διαμόρφωση του, αλλά αναφορές σε ανθρώπους δεν υπάρχουν. Ο συγγραφέας περιπλανάται μόνος στο θαυμαστό κόσμο της κυκλαδίτικης πανδαισίας.
Οι αναφορές στον Σεφέρη μοιάζουν σαν αισθητικό παιχνίδι συνδυασμού όσων ενέπνευσαν τον ποιητή με όσα βλέπει και αισθάνεται ο ίδιος ο συγγραφέας. : ” … οι Κυκλάδες δεν μπορούνε να υπάρχουν αν τους στερήσεις το αδυσώπητο φως του μεσημεριού”.
Καταφεύγει στον Σεφέρη, τον Ελύτη, ή και τον Παπαδιαμάντη, γιατί εμφανώς έχει εξοικειωθεί όχι μόνο με το έργο τους, αλλά και με τους κραδασμούς του σύμπαντος που έβγαλαν από μέσα τους τα αριστουργήματα τους. Την ίδια οικειότητα έχει με τους ναυτικούς όρους που χρησιμοποιεί στην αφήγηση- στοιχεία που μάλλον μαρτυρούν την ταυτότητά του.
Το κείμενο του Αγγελόπουλου έχει εσωτερική δύναμη και εντυπωσιακές λογοτεχνικές αρετές, που αναδεικνύουν ότι περιπλέοντας απολαμβάνει, αλλά στοχάζεται κιόλας: “Τίποτα πιο επικίνδυνο από το να επιστρέφεις σ’ έναν τόπο όπου έχεις υπάρξει ευτυχισμένος”.
Η αφήγηση δείχνει έναν τριαντάρη που έχει ήδη αφομοιώνει εκτός από τη γνώση και την πεμπτουσία της διαχρονικής περιήγησης στο Αιγαίο, στη δόμησή του, στη βλάστηση, στον αέρα, τη θάλασσα και τους ήλιους του.
Αισθάνεται γιατί “στη βουκαμβίλια ισορροπούν η ομορφιά και η εξασθένισης” και γιατί “κάθε ξωκλήσι είναι ένα αριστούργημα”.
Το κείμενο πότε φωτίζει αφαιρετικά και πότε προσδιορίζει συγκεκριμένα και χειροπιαστά όσα καταγράφει. Αποδίδει με ισχυρή περιγραφική λιτότητα το απλό, το απέριττο, το φυσικό με το μάτι της παρατήρησης. Και ταυτόχρονα διεισδύει στο περίπλοκο και αποσυναρμολογεί το σύνθετο με τα μάτια της ψυχής.
Το κίνητρό του δεν αποκαλύπτεται. Εμπνεύσθηκε αυτό το εξαίσιο “αφήγημα” απλώς παραθερίζοντας στα νησιά; Ή ψάχνει να βρει αν είναι αλήθεια όσα ανακάλυψαν τόσο σπουδαίοι ραψωδοί του φωτός και της εικόνας;
Προσπαθεί να μεταφέρει με δέος όσα τον καθηλώνουν ή φιλοδοξεί να βρει και ο ίδιος κάτι ξεχωριστό και να το προσθέσει , με τη γραφή του, στα Άπαντα της έντεχνης εξιστόρηση για “τον τρόπο της φύσης να δένει με τις μεταπτώσεις της ψυχής”;
Στη ροή του το βιβλίο πότε είναι αφήγημα και περιγραφή, προσωπική ταξιδιωτική εξιστόρηση και πότε αναπόληση η εξομολόγηση και πότε αισθητική ανάλυση, δοκίμιο και ύμνος στη δημιουργία του κόσμου. “Μια ματιά έφτανε ώστε κάθε πράγμα να δικαιολογήσει τη ύπαρξή του”.
Η δική του ματιά στα πράγματα, τα άυλα και τα εμφανή, αποκαλύπτει βαθιά πνευματική καλλιέργεια – ασυνήθιστη για κάποιον που , όμως μας λέει ο εκδότης του, γεννήθηκε ούτε καν δέκα χρόνια πριν φύγει ο δημιουργικός – και στους θριάμβους και στις τραγωδίες- 20ος αιώνας.
Η αριστοτεχνική γραφή υποδηλώνει ιδιοσυγκρασία που αναζητά, αγάλλεται και δένεται με ότι περνάει από το βλέμμα, την ψυχή και τη σκέψη. Κυρίως όμως άνθρωπο που μιλάει πολύ με τον εαυτό του και ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για όσα έχουν πει και έχουν γράψει όσοι διαμόρφωσαν τον πολιτισμό- απλοί και φωτισμένοι.
Εμφανίζεται κατά διαστήματα σε νησιωτικούς όρμους σε δρόμους, σε πλεούμενα και σε ακτές, σε εκκλησίες- ακόμη και σε μια έξοχη περιγραφή κοιμητηρίου-, σε γαλανά νερά και αμμουδιές, πλήρης από όσα συλλαμβάνουν οι αισθήσεις του. Σίκινος, Σέριφος, Βαθύ, Φολέγανδρος, Δήλος, Φούρνοι… οι τόποι έχουν κάτι να του πουν.
Το εισπράττει με ικανοποίηση, αλλά συχνά και με μελαγχολία ή με μεταφυσική διάθεση. Το ανικανοποίητο δεν φεύγει από μέσα του και τον παρακινεί να συνεχίσει: “Στεναχωρήθηκα για το ότι δεν βρήκα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τη λέξη φύκι”.
Το “Ανάμεσα στους ήλιους” ίσως είναι ένα βιβλίο που κάποια στιγμή θα μας κάνει να μιλήσουμε πολύ για τον συγγραφέα του.