Του Γ. Λακόπουλου
Θα μπορούσε να μείνει κανείς σε μια δυο φράσεις. Π.χ. «Εκ στόματος κόρακος κρα εξελεύσεται». Ή «Εξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν». Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά βοθροποίησης του πολιτικού λόγου από τον Άδωνι Γεωργιάδη- ή τους κλώνους του στην Κ. Ο της ΝΔ.
Δεν είναι καν η πρώτη φορά που είπε ότι «μπορεί ο Τσίπρας να τα πιάνει». Κάθε φορά που ζορίζεται εκτρέπεται. Όχι γιατί παθαίνει παροξυσμό ή χάνει την ψυχραιμία του. Ο Γεωργιάδης είναι κρύο αίμα. Έτσι έκανε καριέρα: τη μια βρίζοντας και την άλλη γλείφοντας.
Ενσυνείδητα τις τελευταίες μέρες προσπαθεί να θολώσει τα νερά. Γιατί ξέρει ότι το τζίνι που τον αφορά πλησιάζει στο λαιμό του μπουκαλιού. Και μια από αυτές τις μέρες θα βγει.
Βγήκε ήδη για τον αδελφοποιητό του Ανδρέα Λοβέρδο, που οδεύει σε δίκη για δωροδοκία στην ίδια υπόθεση. Αφού πήρε το μάθημα ότι «υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα»: Η προσπάθεια να εξαιρέσει την εισαγγελέα Τουλουπάκη βρήκε τοίχο. Τα υπόλοιπα στον φυσικό δικαστή του, απέναντι στον οποίο πρέπει να υπερασπιστεί την αθωότητά του.
Τα μαντάτα για τον Άδωνι τα περιμένουμε. Οσονούπω η Εισαγγελία Διαφθοράς θα ανακοινώσει πού κατέληξε η έρευνά της. Νόμιμη έρευνα αρμόδιων αρχών, μετά από επώνυμες καταθέσεις, στοιχεία και ενδείξεις. Δωροδοκήθηκε ή όχι ο σημερινός υπουργός Ανάπτυξης από τη Νοβάρτις;
Δεν είναι υπόθεση εργασίας. Είναι το ζητούμενο σε επίσημη έρευνα της ελληνικής Πολιτείας -που ψάχνει την αλήθεια για πρόσωπα σ’ αυτό το σκάνδαλο- δια των επισήμων οργάνων της. Και τα σκυλιά δεμένα.
Ότι ο Γεωργιάδης επέλεξε εξ αρχής να αντιμετωπίσει αυτή την έρευνα με διαρκές δημόσιο παραλήρημα και απειλές ότι «θα τους βάλει όλους φυλακή», είναι η χειρότερη μέθοδος στην περίπτωσή του. Αν κινδυνεύει να πάει κάποιος στη φυλακή είναι ο ίδιος.
Η έρευνα των εισαγγελέων δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε δυο ενδεχόμενα: Το ένα είναι να έχει βρει στοιχεία που δικαιολογούν δικονομικά την άσκηση δίωξης. Οπότε θα ζητηθεί από τη Βουλή η άρση της ασυλίας του για τα περαιτέρω. Και τότε «εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα” για το κυβερνών κόμμα.
Το καλό σενάριο -για τον ίδιο και το πολιτικό σύστημα -είναι να επαναληφθεί η αρχειοθέτηση, όπως συνέβη ήδη με τους εφτά από τους δέκα ερευνηθέντες. Οι εισαγγελείς ερεύνησαν όσο ήταν δυνατόν τις καταγγελίες, αλλά δεν στοιχειοθετήθηκε κατά τον νόμο αδίκημα που να οδηγεί σε δίωξη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κακώς τις ερεύνησαν. Σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο έτσι απονέμεται η Δικαιοσύνη. Ότι στην Ελλάδα κάποιοι φρόντισαν να βγαίνουν στον αέρα τα ονόματα των πολιτικών -επειδή οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να τα στέλνουν στη Βουλή χωρίς έρευνα- είναι νομική υστέρηση. Απλώς κάποιες φορές γίνεται μπούμερανγκ.
Ο πρώτος φυσικά που έχει κάθε λόγο να αγωνιά εν όψει της εισαγγελικής αναγγελίας είναι ο Γεωργιάδης. Προφανώς γι’ αυτό τις τελευταίες μέρες έπιασε πάλι στασίδι στα φίλια ΜΜΕ και άρχισε το γνωστό τροπάρι. Ίσως και γι’ αυτό ρίχνει και κάτι ξώφαλτσες προειδοποιήσεις προς τον Μητσοτάκη: προτάσσει δική του πολιτική στη Συμφωνία των Πρεσπών την οποία θεωρεί υπό καταγγελία- ειδικά αν κερδίσουν οι εθνικιστές στη Βόρεια Μακεδονία.
Τα κακό γι’ αυτόν είναι ότι αυτή τη φορά μόνος του έβαλε τα χεράκια του και έβγαλε τα ματάκια του. Πριν από ένα χρόνο μίλησε στην ελβετική τηλεόραση για το το σκάνδαλο. Στην παραζάλη του είπε όσα ξέρουμε ότι είπε. Ίσως παρασυρόμενος από τις σχέσεις του με εγχώρια μέσα στα οποία αν του φύγει και καμία κουβέντα παραπάνω μπαλώνεται. Αλλά οι Ελβετοί δημοσιογράφοι κάνουν δημοσιογραφία. Όχι υποστηρικτική.
Έτσι, με την κοινοποίηση της δουλειά τους, ξέσπασε θόρυβος με όσα ανέφερε. Ούτε αγωγή στους Ελβετούς μπορεί να κάνει, όπως έλεγε, ούτε να τα εξαφανίσει. Γι’ αυτό κατέφυγε στη γνωστή πρακτική του -που μια χαρά θα περνούσε σε κάποια ΜΜΕ των οποίων είναι πελάτης.
Καθώς η πίεση αυξανόταν, σε μια έξαρση θρασύδειλης στρεψοδικίας, είπε ότι δεν απαντούσε στις ερωτήσεις ποιους πολιτικούς είχε κατά νου ότι λάδωνε η Νοβάρτις -για να «σώσει ζωές», ως γνωστόν- γιατί «δεν είναι σωστό να κάνουμε πολιτική με εικασίες».
Αλλά, αφού ο Τσίπρας επιμένει και «θεωρεί τη γνώμη μου τόσο σημαντική», τι να κάνει; «Αναγκάζεται να το πει».
“Λοιπόν, θεωρώ ότι πράγματι μπορεί να χρηματίστηκε ο κύριος Τσίπρας και ο κύριος Πολάκης για το νόμο που έφεραν για τις πολυεθνικές και για την τιμολόγηση φαρμάκων. Θα μπορούσε να αποτελεί προϊόν διαφθοράς, καλό είναι κάποτε να μας το εξηγήσουν”.
Δεν έχει στοιχεία, μια σκέψη διατυπώνει. Δεν υπάρχει το παραμικρό που θα του επέτρεπε να το διατυπώνει. Δεν ρίχνει καν λάσπη στον ανεμιστήρα- ξέρει ότι Τσίπρας είναι tefal, δεν κολλάει τίποτε απάνω του. Ρίχνει σαν τη σουπιά μελάνι για να κρυφτεί ο ίδιος.
Εδώ περιττεύει κάθε ενασχόληση με τον άνδρα. Όλα τα βλέμματα στρέφονται στον Πρωθυπουργό. Είναι συγκροτημένος άνθρωπος και ευπρεπής πολιτικός. Γνωρίζει που τελειώνει η ένταση της πολιτικής αντιπαράθεσης και αρχίζει η αθλιότητα.
Μια φορά που παρασύρθηκε από τη «σχολή Γεωργιάδη» και υπαινίχθηκε στη Βουλή πράγματα για τον πατέρα του Τσίπρα και τις δουλειές του και μετάνιωσε, όπως άφησε ο ίδιος να εννοηθεί πρόσφατα.
Ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι αν αφήσει ατιμώρητη και αυτή την εκτροπή Γεωργιάδη η πολιτική ζωή θα μετατραπεί σε ζούγκλα. Ο καθένας θα μπορεί να λέει ό,τι θέλει.
Επειδή αυτός κυβερνάει και παίρνει αποφάσεις, μετά από κάθε υπογραφή του ιδίου ή των υπουργών του, θα μπορεί ο οποιοσδήποτε να προσφεύγει στη μέθοδο Γεωργιάδη: να λέει ό,τι θέλει για τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και οποιοδήποτε κυβερνητικό στέλεχος.
Να τους ζητάει να εξηγήσουν «αν είναι ελέφαντες”. Με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποίησε για τον Τσίπρα και τον Πολάκη το παλιό βλαστάρι του Γ. Καρατζαφέρη. Ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, δεν κρύβει σήμερα ότι τρομάζει ακόμη και ο ίδιος για τα «τρία παιδιά» που εξέθρεψε -και του υφάρπαξε ο Σαμαράς. Όχι τα τρία παιδιά τα βολιώτικα…
Ο Πρωθυπουργός δεν έχει λόγο να νομιμοποιήσει αυτή την πρακτική, αφήνοντας τον Γεωργιάδη στη θέση του. Δεν τον συμφέρει άλλωστε, ως κυβέρνηση. Κατά συνέπεια το ερώτημα είναι ποια στιγμή και με ποιον τρόπο θα τον τελειώσει. Το θέμα είναι να το κάνει προτού του τινάξει την κυβέρνηση στον αέρα.