Του Σωκράτη Αργύρη
Η σύγχρονη αμερικανική κοινωνία αποτελεί χώρο διασταύρωσης επιχειρηματικών συμφερόντων, πολιτικής εξουσίας και ιδεολογικής ηγεμονίας. Η σύγκρουση μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Έλον Μασκ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τριπλής έντασης. Περισσότερο από μια προσωπική αντιπαράθεση, πρόκειται για έκφραση μιας βαθύτερης σύγκρουσης ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τη νέα μορφή τεχνο-κεφαλαιούχων που αναδύονται μέσα από το σύστημα, μερικές φορές χωρίς παραδοσιακά ίδια κεφάλαια.
Η αντιπαράθεση αυτή αποκαλύπτει ευρύτερες ιδεολογικές μετατοπίσεις, επαναπροσδιορισμούς της έννοιας της εξουσίας και τη ρευστότητα του καθεστώτος στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η μελέτη αυτής της περίπτωσης μας δίνει πρόσβαση στην κατανόηση της δομής του σύγχρονου καπιταλισμού, της ρητορικής της «επιχειρηματικής ιδιοφυΐας» και της πολιτικής χρηστικότητας των ιδιωτών μεγαλοεπενδυτών.
Ο Έλον Μασκ γεννήθηκε το 1971 στη Νότια Αφρική και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1990. Η αρχική του δραστηριοποίηση στην τεχνολογική επιχειρηματικότητα ξεκίνησε με την ίδρυση της Zip2, η οποία πουλήθηκε στη Compaq για σχεδόν 300 εκατομμύρια δολάρια, ακολουθούμενη από τη δημιουργία της X.com (η οποία εξελίχθηκε στην PayPal). Το μεγάλο άλμα, ωστόσο, έγινε με την ίδρυση της SpaceX (2002) και την ηγεσία του στην Tesla, στην οποία προσχώρησε το 2004.
Αν και συχνά παρουσιάζεται ως «αντισυστημικός», ο Μασκ ευνοήθηκε εμφανώς από τη διακυβέρνηση Ομπάμα και, εν μέρει, από τον Τραμπ, με πληθώρα κρατικών προγραμμάτων και υποστήριξη, είτε με την μορφή επιδοτήσεων στην Tesla, είτε με συμβόλαια της SpaceX με τη NASA και το Υπουργείο Άμυνας, αφού έλαβε τεράστια χρηματοδότηση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε μορφή επιδοτήσεων και συμβολαίων, ιδιαίτερα για την Tesla (περίπου $4.9 δισ. συνολικά σε φοροαπαλλαγές και κρατικές ενισχύσεις).
Η υποστήριξη αυτή δεν περιορίζεται στη χρηματοδότηση, αλλά περιλαμβάνει και την ανοχή ρυθμιστικών αρχών. Παράλληλα, η δημόσια εικόνα του ως τεχνολογικού ήρωα, καλλιεργήθηκε και ενισχύθηκε από τα ΜΜΕ, που τον αντιμετώπισαν συχνά ως μεσσιανική φιγούρα.
Η άνοδος λοιπόν του Μασκ ήταν αποτέλεσμα στρατηγικής αξιοποίησης δημοσίων ενισχύσεων, συμβολαίων με κυβερνητικούς οργανισμούς (όπως η NASA), καθώς και προσδοκίας μελλοντικών καινοτομιών. Με άλλα λόγια, ο Μασκ λειτούργησε ως κεφαλαιούχος χωρίς αρχικό κεφάλαιο και στην ικανότητα προσέλκυσης επενδυτικών και δημόσιων πόρων, στηριζόμενος σε μια προφητεία αυτοεκπληρούμενη.
Η περίπτωση του Μασκ δεν είναι μοναδική. Στην ιστορία του καπιταλισμού, συναντάμε ανάλογα παραδείγματα επιχειρηματιών που απέκτησαν εξουσία χωρίς σημαντικά ίδια κεφάλαια.
Ο John Law στη Γαλλία του 18ου αιώνα δημιούργησε τραπεζικά σχήματα βασισμένα όχι στον πλούτο, αλλά στην πίστωση και τη ρητορική ανάπτυξης. Στον 20ό και 21ο αιώνα, ο Jeff Bezos και η Amazon επωφελήθηκαν από μια αγορά που αποτιμούσε το μέλλον και όχι τα παρόντα κέρδη.
Σε θεωρητικό επίπεδο, ο Joseph Schumpeter περιγράφει τον επιχειρηματία ως φορέα καινοτομίας που δεν χρειάζεται κεφάλαιο, αλλά πρόσβαση στην πίστωση.
Η Mariana Mazzucato στο The Entrepreneurial State υποστηρίζει ότι οι μεγαλύτερες καινοτομίες (GPS, internet, Tesla) προήλθαν από κρατικές επενδύσεις. Ο ιδιώτης εμφανίζεται αργότερα ως ήρωας, αλλά ο δημόσιος τομέας έχει αναλάβει το ρίσκο. Η περίπτωση Μασκ είναι κλασικό παράδειγμα.
Ο Thomas Piketty στο Capital in the Twenty-First Century δείχνει πως η ανισότητα διευρύνεται επειδή η απόδοση του κεφαλαίου (r) είναι μεγαλύτερη από την οικονομική ανάπτυξη (g). Άρα, όσοι έχουν πρόσβαση στο κεφάλαιο, ακόμα κι αν δεν το κατείχαν αρχικά, μπορούν να εξασφαλίσουν αθροιστικά πλούτο.
Ο Μασκ απέκτησε «πρόσβαση», όχι απαραίτητα κεφάλαιο. Δηλαδή αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο δεν είναι πλέον συνδεδεμένο με την εργασία ή την παραγωγή, αλλά με τη δυνατότητα απορρόφησης αξίας από το σύστημα.
Η δυναμική που ενσαρκώνει ο Μασκ γίνεται κατανοητή μόνο μέσα από το πλαίσιο του πλατφορμικού καπιταλισμού, ενός σύγχρονου υποδείγματος όπου οι ψηφιακές πλατφόρμες δεν αποτελούν απλώς επιχειρήσεις, αλλά τεχνολογικές υποδομές που διαμεσολαβούν κάθε πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξουσία δεν πηγάζει από τον έλεγχο εργοστασίων ή φυσικού κεφαλαίου, αλλά από:
την πρόσβαση σε τεράστιες βάσεις δεδομένων·την ικανοποίηση δικτύου χρηστών που εξαρτώνται από την πλατφόρμα·την απόσπαση αξίας από τρίτους, όπως οδηγούς (Uber), πωλητές (Amazon), ή χρήστες περιεχομένου (Twitter/X).
Ο πλατφορμικός καπιταλισμός (platform capitalism) είναι ένας σύγχρονος όρος που περιγράφει το οικονομικό σύστημα στο οποίο μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες (όπως Google, Amazon, Facebook/Meta, Apple, Tesla/X του Elon Musk) κυριαρχούν στην οικονομία, όχι απλώς ως επιχειρήσεις, αλλά ως υποδομές και οικοσυστήματα. Ο όρος έχει αναλυθεί κυρίως από τον Nick Srnicek στο ομώνυμο έργο του Platform Capitalism. (Ο καπιταλισμός της πλατφόρμας, Nick Srniceck, Μοτίβο Εκδοτική / Εκδόσεις Τόπος, 2024).
Τι σημαίνει «πλατφόρμα»;
Μια πλατφόρμα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή εταιρεία: Δεν πουλά μόνο προϊόντα, αλλά δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου άλλοι χρήστες, πελάτες ή προγραμματιστές παράγουν αξία.Είναι τεχνολογική υποδομή που μεσολαβεί σε κάθε είδους συναλλαγές: από εμπόριο και μετακινήσεις μέχρι επικοινωνία και ψυχαγωγία.Εξαρτάται από τα δεδομένα και τη συνεχή συμμετοχή των χρηστών.
Η Amazon π.χ. δεν είναι απλώς κατάστημα — είναι πλατφόρμα για χιλιάδες άλλους πωλητές.Η Uber δεν διαθέτει οχήματα — προσφέρει την πλατφόρμα διαμεσολάβησης.Το X (Twitter) του Musk είναι πλατφόρμα πολιτικού λόγου, πληροφοριών, χρηματοοικονομικών εργαλείων (π.χ. crypto), διαφήμισης και ιδεολογίας.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του πλατφορμικού καπιταλισμού είναι η συγκέντρωση Δεδομένων.
Οι πλατφόρμες λειτουργούν ως μηχανές εξαγωγής δεδομένων, τα οποία μετατρέπουν σε εμπορεύσιμα στοιχεία (π.χ. στόχευση διαφημίσεων)
Όσο περισσότεροι χρήστες συμμετέχουν, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η πλατφόρμα (network effects). Αυτό οδηγεί σε μονοπωλιακές τάσεις.
Οι αποτιμήσεις των πλατφορμών βασίζονται συχνά σε προσδοκίες για μελλοντική ανάπτυξη, όχι σε πραγματικά κέρδη — χαρακτηριστικό της Tesla ή του X.
Οι πλατφόρμες δεν παράγουν αξία με παραδοσιακά μέσα, αλλά αποσπούν αξία από τρίτους (π.χ. οδηγούς Uber, πωλητές Amazon)
Πλατφόρμες όπως το Facebook ή το X λειτουργούν ως δημόσιοι χώροι συζήτησης, χωρίς όμως δημοκρατικό έλεγχο — κάτι που δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα.
Ο Μασκ, με την εξαγορά και επανακατεύθυνση του Twitter (νυν X), μετεξελίχθηκε σε έναν πλατφορμικό κεφαλαιούχο: ο ίδιος είναι φορέας κεφαλαίου, επικοινωνίας, πολιτικής επιρροής και πληροφορίας.
Η εμπλοκή του στο Dogecoin έδειξε την ισχύ του λόγου του στις αγορές: ένα «αστείο» tweet του μπορούσε να εκτοξεύσει ή να καταρρεύσει ένα κρυπτονόμισμα. Πρόκειται για μια νέα μορφή οικονομικής επιρροής, όπου η επικοινωνιακή δύναμη ισοδυναμεί με κεφαλαιακή ισχύ, και η δημόσια εικόνα ενός προσώπου μπορεί να διαμορφώνει την πορεία ολόκληρων αγορών. Δηλαδή χρησιμοποιεί το X για να επηρεάζει αγορές, πολιτική και κοινή γνώμη.
Μετατρέπει την προσωπική του ιδεολογία σε προϊόν πλατφόρμας και επιδιώκει να κάνει το X «everything app»: επικοινωνία, πληρωμές, ειδήσεις, ψυχαγωγία — όπως το WeChat στην Κίνα και έτσι αποκαλύπτει τον στόχο του να ιδιωτικοποιήσει τμήματα της κοινωνικής και πολιτικής σφαίρας — χωρίς δημοκρατικό έλεγχο.
Έτσι η ικανότητα του Μασκ να αντλεί τεράστια κεφάλαια από αγορές, με την υπόσχεση μελλοντικής υπεραξίας, τον καθιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα του «χρηματιστηριακού επιχειρηματία». Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν τύπο ιδεολογικού κεφαλαιούχου, του οποίου η εξουσία είναι επικοινωνιακή, υποσχετική και συστημικά προστατευμένη.
Η περιουσία του Μασκ ποικίλλει ανάλογα με την αποτίμηση των μετοχών Tesla και SpaceX. Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις στα τέλη του 2024, ανέρχεται σε περίπου 190-210 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας τον έναν από τους δύο πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο (μαζί με τον Jeff Bezos ή Bernard Arnault, ανάλογα με τη χρονική στιγμή).
Η περιουσία του δεν συνίσταται σε ρευστό ή παραδοσιακά περιουσιακά στοιχεία, αλλά σχεδόν αποκλειστικά σε: μετοχές της Tesla (η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό), συμμετοχές στη SpaceX (με μη εισηγμένη αλλά αποτιμημένη αξία), και πλέον, έμμεση ιδιοκτησία του X Corp. (πρώην Twitter).
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Μασκ έχει δηλώσει δημοσίως πως δεν κατέχει σπίτια ή άλλα πολυτελή ακίνητα, ενώ αποφεύγει τη ρευστοποίηση μετοχών, χρησιμοποιώντας τις αντ’ αυτών ως ενέχυρο για δάνεια. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική τακτική των υπερπλουσίων που επιτρέπει την αποφυγή φορολογίας εισοδήματος.
Συνεπώς, η «πραγματική» περιουσία του Μασκ δεν είναι απλώς οικονομική δύναμη, αλλά μορφή χρηματιστηριακής ηγεμονίας, βασισμένη σε μελλοντικές προσδοκίες και ψηφιακές αφαιρέσεις αξίας – κι όχι σε υλική ιδιοκτησία με την παραδοσιακή έννοια.
Ωστόσο, η στάση του έναντι του «καθεστώτος» εξελίχθηκε: από τεχνοφιλικός μεταρρυθμιστής σε ανοιχτά επικριτικό παράγοντα κατά του «βαθέος κράτους», ειδικά μετά το 2020.
Ο Μασκ τα τελευταία χρόνια υιοθετεί σκληρή ρητορική κατά του «βαθέος κράτους», της ρύθμισης, της φορολογίας και της «woke» κουλτούρας. Αυτή η μετατόπιση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής αυτονόμησης από τους κρατικούς θεσμούς και ταυτόχρονης ιδεολογικής ταύτισης με την alt-right.
Η στροφή του Μασκ προς την ακροδεξιά είναι πλέον τεκμηριωμένη: από την προώθηση θεωριών συνομωσίας και μεταναστευτικής απειλής, έως την ανάδειξη προσωπικοτήτων του συντηρητικού χώρου στο X (Twitter). Η πλατφόρμα του λειτουργεί πλέον ως κόμβος αντισυστημικού, συχνά ακροδεξιού, λόγου.
Τις τελευταίες ημέρες, η συζήτηση για το λεγόμενο «One Big Beautiful Bill Act» (OBBBA) έχει προκαλέσει διαμάχη ανάμεσα στον Μασκ και τον Τραμπ. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο περιλαμβάνει:
Κατάργηση έκπτωσης φόρου για ηλεκτρικά οχήματα, από τα οποία η Tesla αντλούσε περίπου $1.2 δισεκατομμύρια ετησίως.
Μείωση φορολογικών πιστωτικών ρυθμίσεων και επιδοτήσεων για «πράσινη ενέργεια».
Αυτό είχε άμεσες επιπτώσεις για τη μετοχή της Tesla γιατί η αβεβαιότητα λειτούργησε αποθαρρυντικά για τους επενδυτές, με αποτέλεσμα πτώση έως 18% μέσα σε μία μόνο συνεδρίαση.
Η πιθανή ψήφιση του υπό εξέταση νομοσχεδίου αναμένεται να επιφέρει σημαντικές οικονομικές συνέπειες στη SpaceX, επηρεάζοντας τόσο τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα όσο και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της θέση στον διαστημικό τομέα.
Συγκεκριμένα, η εκτιμώμενη άμεση μείωση των ετήσιων καθαρών κερδών, ύψους περίπου 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αποδίδεται πρωτίστως στη συρρίκνωση των εμπορικών δραστηριοτήτων εκτόξευσης. Πρόκειται για απώλεια εσόδων που προέρχονται από συμβάσεις με ιδιωτικούς φορείς, πολυεθνικές επιχειρήσεις, καθώς και διεθνείς κρατικούς οργανισμούς, οι οποίοι αξιοποιούν τις διαστημικές υπηρεσίες της SpaceX, κυρίως για την εκτόξευση δορυφόρων και φορτίων σε τροχιά.
Η εν λόγω μείωση αναμένεται να οφείλεται είτε σε άμεσους νομικούς ή ρυθμιστικούς περιορισμούς που θα θέσει το νομοσχέδιο, είτε σε έμμεσες επιπτώσεις στην εταιρική φήμη, οι οποίες θα οδηγήσουν σε απώλεια εμπιστοσύνης και απομάκρυνση δυνητικών εμπορικών εταίρων.
Επιπροσθέτως, σημαντικές περικοπές στις ομοσπονδιακές συμβάσεις, με κίνδυνο απώλειας των περίπου $3 δισεκατομμυρίων συνολικά, που λαμβάνουν οι SpaceX, Tesla και άλλες εταιρείες του από τη NASA και το Υπουργείο Άμυνας.
Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να περιορίσει την πρόσβαση της εταιρείας σε προγράμματα εθνικής ασφάλειας, αλλά και να επιβραδύνει την τεχνολογική της πρόοδο σε σύγκριση με ανταγωνιστές, τόσο εγχώριους όσο και διεθνείς.
Συνολικά, η ενδεχόμενη ζημία, η οποία δύναται να ανέλθει στα 4,2 δισ. δολάρια ετησίως, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την καινοτομία, την επενδυτική ελκυστικότητα και τη γεωστρατηγική επιρροή της SpaceX στο διαστημικό οικοσύστημα.
Συνοψίζοντας, το νομοσχέδιο μπορεί να μειώσει την αξία της περιουσίας του Έλον Μασκ κατά δεκάδες δισεκατομμύρια σε βραχυπρόθεσμο και έως εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κυρίως λόγω της καταστροφής των φορολογικών κινήτρων και των κρατικών συμβάσεων. Για κάποιον που αξιολογεί την καθαρή περιουσία του μέσω της χρηματιστηριακής αξίας, αυτό σημαίνει άμεσες απώλειες δισεκατομμυρίων — που άλλοι ενδεχομένως να περιορίσουν το ρόλο του ως «πλατφορμικός κεφαλαιούχος».
Βέβαια και στο παρελθόν, υπήρξαν σημαντικές συγκρούσεις μεταξύ του Λευκού Οίκου και ισχυρών επιχειρηματιών:
Ο Roosevelt στη δεκαετία του ’30 κατηγορήθηκε από τραπεζίτες ως «προδότης της τάξης του».
Ο Kennedy ήρθε σε σύγκρουση με τη US Steel το 1962.
Ο Obama επέβαλε ρυθμίσεις μετά την κρίση του 2008, προκαλώντας αντιδράσεις από τη Wall Street.
Ο Trump συγκρούστηκε με τον Jeff Bezos, στοχεύοντας την Amazon και την Washington Post.
Η περίπτωση Μασκ όμως διαφοροποιείται, καθώς εκπροσωπεί ένα νέο είδος αντιπάλου: ο επιχειρηματίας που είναι ταυτόχρονα πλατφόρμα, μέσο, κεφάλαιο και πολιτικός φορέας.
Η περίπτωση Μασκ δεν είναι μοναδική, αλλά χαρακτηριστική ενός νέου τύπου «κεφαλαιούχου» καθώς δεν ξεκινά με πλούτο, αλλά με ιδεολογικό κεφάλαιο, επικοινωνία και πρόσβαση σε δομές εξουσίας (τράπεζες, κράτος, τεχνολογία).
Είναι προϊόν του χρηματιστηριακού καπιταλισμού και του καθεστώτος της υπόσχεσης και της προσδοκίας, όχι μόνο της παραγωγής.
Η αντιπαλότητα μεταξύ Μασκ και Τραμπ εντείνεται από το 2022. Ο Μασκ αποστασιοποιήθηκε από τον Τραμπ, δήλωσε ότι δεν τον υποστήριζε για το 2024, και αμφισβήτησε την ικανότητά του να επανεκλεγεί. Ο Τραμπ απάντησε με χλευασμό τότε, αποκαλώντας τον Μασκ «άλλον έναν αυτοδημιούργητο που μου χρωστάει τα πάντα».
Αυτή η σύγκρουση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διαμάχης για το ποιος ελέγχει τη «λαϊκή βάση»: ο πολιτικός ή ο τεχνο-μεσσίας;
Πρόκειται για σύγκρουση δύο εκδοχών «αντισυστημισμού»: ο Τραμπ ενσαρκώνει τον εθνικιστικό, ρητορικό λαϊκισμό, ενώ ο Μασκ εκπροσωπεί τον μεταβιομηχανικό τεχνο-ελιτισμό.
Η αντιπαράθεση Μασκ – Τραμπ δεν είναι μόνο μια προσωπική διαμάχη εγωισμών. Είναι το αποτύπωμα μιας μετάβασης: από τον παραδοσιακό πολιτικό έλεγχο στην άτυπη ηγεμονία των τεχνολογικών κολοσσών, καθώς ο Μασκ εκπροσωπεί ένα νέο είδος εξουσίας — εκείνο της τεχνοκρατικής ελίτ που αμφισβητεί τον ίδιο τον ρόλο του κράτους.