Του Ανδρέα Δεληγιάννη
«Όταν οι Ναζί έπαιρναν τους κομμουνιστές σιώπησα, δεν ήμουν δα κομμουνιστής. Όταν φυλάκιζαν τους σοσιαλδημοκράτες σιώπησα, δεν ήμουν δα σοσιαλδημοκράτης. Όταν έπαιρναν τους συνδικαλιστές σιώπησα, δεν ήμουν δα συνδικαλιστής. Όταν έπαιρναν εμένα, δεν είχε μείνει κανείς να διαμαρτυρηθεί».
Αυτό το κείμενο -που αποδίδεται στον Μπρεχτ, αλλά κατά την κυρίαρχη παραδοχή ανήκει στον Γερμανό πάστορα Martin Niemöller- ίσως μπορεί να εξηγήσει όσα ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη με αφορμή την ερώτηση μιας δημοσιογράφου που εργάζεται σε τηλεοπτικό σταθμό που μένει χωρίς άδεια παρότι θεωρείται βιώσιμος ως επιχείρηση και η ιδιοκτησία του προσέφερε υψηλότερο τίμημα από δυο άλλους υποψηφίους που πήραν άδεια.
Αν ο Αλέξης Τσίπρας είχε κατά νου να απαντήσει με το πνεύμα αυτού του κειμένου δεν θα είχε άδικο. Στο χώρο των μέσων ενημέρωσης άνοιξε αρκετές φορές η καταπακτή τα τελευταία χρόνια και κατάπιε στρατιές εργαζόμενων στα μέσα που αφανίσθηκαν-χώρια αυτοί που μένουν άνεργοι μεμονωμένα- χωρίς να πολυνοιαστούν οι υπόλοιποι. Άσχετα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικαλιστικών φορέων.
Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους οποιασδήποτε επιχείρησης βάζει λουκέτο. Συνιστά υποκρισία να θρηνούμε μόνο για τους πληττόμενους στα ΜΜΕ. Ειδικά όταν θρηνούν δημοσιογράφοι με ιλιγγιώδεις μισθούς, που προέρχονταν από τραπεζικά δάνεια, τα οποία εν τέλει θα πληρώνουν οι φορολογούμενοι.
Είναι πρόκληση να διαμαρτύρονται για το μαύρο σε κανάλια οι περσόνες που πέρασαν στην κατηγορία του νεόπλουτου -και το επιδεικνύουν- με λεφτά που έπαιρναν για ρόλους κατ’ απονομήν.
Πόσοι από αυτούς δεν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε ΜΜΕ που σιγοντάρουν την πολιτική που οδηγεί στην ανεργία ή δεν πιέζουν τις κυβερνήσεις εκτός από ενεργούς στο ιδιωτικό τομέα να δημιουργήσουν και ανέργους στο δημόσιος;
Σε τι διαφέρει ένας νόμος που αφήνει ενεργούς σε μια ιδιωτική μιντιακή επιχείρηση από έναν νόμο που θα αφήνει ανέργους σε μια δημόσια υπηρεσία, όταν στη πραγματικότητα και οι δυο από τους φορολογούμενους συντηρούνται;
Προφανώς οι δυο δημοσιογράφοι που ρώτησαν τον πρωθυπουργό δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Όλοι ξέρουν ότι πρόκειται για ευσυνείδητες μεροκαματιάρισες που ξημεροβραδιάζονται στο ρεπορτάζ για να κερδίσουν τον μισθό τους.
Εξ ίσου προφανές όμως ότι το λάθος της απάντησης Τσίπρα δεν αφορά την ουσία της για τους άνεργους δημοσιογράφους. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από το ύφος του. Από τον εκνευρισμό του για τη διακοπή.
Δεν χάλασε ο κόσμος αν μια δημοσιογράφος προσπαθεί να παρεμβληθεί σε μια απάντηση που προκλήθηκε από ερώτηση της. Και δεν είναι για εκνευρισμό ότι δίνει προσωπικό τόνο σε ένα θέμα που αφορά και άλλους. Αν μη τι άλλο, λόγοι προσωπικής ευπρέπειας, αν όχι συμπαράστασης, θα έπρεπε να κάνουν τον Πρωθυπουργό συγκαταβατικό και οικείο απέναντι στις δυο κυρίες ΄.
΄Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο Πρωθυπουργός –όχι αυτά που είπε- έδωσε το σκοινί με τον οποίο τον κρεμάνε από τότε. Ευλόγως. Όταν είσαι ηγέτης δεν αντιδικείς με κανέναν- ιδίως με όσους η δουλειά τους είναι να σου κάνουν δυσάρεστες ερωτήσεις, ευρισκόμενοι σε δυσάρεστη θέση οι ίδιοι.