Άρθρο Τσίπρα για τη Λευκή Βίβλο: αυτά δεν πρέπει να τα λέει ένας Πρωθυπουργός

Ο Τσίπρας πιστώνεται εξ ολοκλήρου την απόφαση του Γιούρογκρουπ-αφού η ΝΔ βλακωδώς δεν έβαλε πλάτη- και ανανεώνει την καλή σχέση του με τους Ευρωπαίους. Επιπλέον στο εσωτερικό έχει μπόλικο βούτυρο στο ψωμί του στην αναμέτρηση του με τον αντίπαλο του

Του Γ. Λακόπουλου

Πες μου τι πιστεύεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση να σου πω ποιος είσαι. Ο Αλέξης Τσίπρας έγραψε στην αξιόλογη Εφημερίδα των Συντακτών, ένα άρθρο για να σχολιάσει τις εξελίξεις που εκκινούν από την Λευκή Βίβλο.

Συμπέρασμα; Έδειξε ότι πιστεύει τα λάθος πράγματα. Ή μάλλον τα ξεπατικώματα μιας εποχής που η ελληνική πολιτική τάξη-και η Αριστερά-  έβλεπε την Ευρώπη σαν πρυτανείο για να σιτίζουν τα κόμματα εξουσίας τους ψηφοφόρους τους με τα περιφημά “πακέτα” που έγιναν  καλοπέραση και ψηφαλάκια.

Πιστεύει τα ίδια με τη Φώφη Γεννηματά που του απάντησε με ένα ξύλινο κείμενο και τον Κυριάκο Μητσοτάκη που δεν αξιώθηκε ακόμη να μιλήσει εκτενώς για το θέμα γιατί  έπινε ρακές στην Κρήτη.

Η Φώφη σχολιάζοντας έδειξε ότι τζάμπα πηγαινοέρχεται στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Απάντησε στον Τσίπρα, αλλά τη Λευκή Βιβλίο είναι αμφίβολο αν την άνοιξε κανείς από το περιβάλλον  της. Αν ενδιαφέρονται πάντως θα τη βρουν ολόκληρη στο Ανοιχτό Παράθυρο.  Αλλά και ο αναμενόμενος σχολιασμός του Κυριάκου Μητσοτάκη κάπως έτσι θα είναι συν το αίτημα για εκλογές.

Θα περίμενε κανείς ότι ο Πρωθυπουργός  θα  κοινοποιούσε τις σκέψεις του για να ανοίξει αυτή τη συζήτηση που είναι συγκεκριμένη: η απόφαση για τις  επιλογές που θέτει η Λευκή Βίβλος. Για  να δώσει το λόγο στις άλλες πολιτικές δυνάμεις και όλοι μαζί να διαμορφώσουν την εθνική γραμμή στο νέο κεφάλαιο που έτσι κι αλλιώς ανοίγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα ορίσει τη μέλλουσα λειτουργία της.

Αμ δε. Το άρθρο από μόνο του προσπαθεί να …κλείσει τη συζήτηση.

Ευρήματα και αοριστίες

Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικότερο σε μια χώρα είναι τι λέει ο Πρωθυπουργός της για ένα κείμενο που αυτό ακριβώς επιχειρεί να κάνει, σύμφωνα με την ευφυή ιδέα του Γιούνκερ να μην κάνει ο ίδιος υποδείξεις: να μιλήσουν οι Πρωθυπουργοί,να διαβουλευτούν και να αποφασίσουν ποια Ευρώπη θέλουν.

Στο άρθρο του Αλέξη Τσίπρα, ενώ το ζητούμενο είναι να τοποθετηθεί με σαφήνεια στις επιλογές που θέτει η Λευκή Βίβλος – και πρέπει να το κάνει  έτσι κι αλλιώς στη Ρώμη στις 25 Μάρτιου -αντιπαραθέτει  ένα αχταρμά στον οποίο τα βάζει όλα σ’ ένα καζάνι: τη λιτότητα, την συνοχή, την προσφυγική κρίση, την ξενοφοβία, το λαϊκισμό, την ακροδεξιά, τη  βρετανική έξοδο, την εκλογή Τραμπ.

Ο στόχος μιας χώρας σαν την Ελλάδα, που έχει χρεοκοπήσει και βρίσκεται υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, -με την συμμετοχή της στην Ευρωζώνη σε διαρκή αβεβαιότητα και με απόλυτη αδυναμία να συγκροτήσει τη διεθνή παρουσία της με βάση τα πραγματικά δεδομένα της και με εσωτερική συνοχή,- αυτά που αναφέρει  ο Πρωθυπουργός  είναι στην πλειοψηφία τους αέρας  κοπανιστός.

Όταν λέμε ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατηγική στη συζήτηση που ανοίγει η Λευκή Βίβλος εννοούμε τρία πράγματα. Πρώτον, να αποφασίσει ότι θα έχει στρατηγική. Δεύτερον, να αποφασίσει ότι θα καταθέτει στους εταίρους  ιδέες και πρωτοβουλίες και  όχι αιτήματα και διεκδικήσεις. Τρίτον, ότι θα κατανοήσει τη φορά των πραγμάτων και θα προσπαθήσει να ενταχθεί, όχι κατ’ απονομήν από τους άλλους, αλλά προετοιμάζοντας τον εαυτό της κατάλληλα.

Αυτή είναι η δουλειά των ελληνικών κυβερνήσεων.  Και εκ παραλλήλου να  προετοιμάσουν πρακτικά τη χώρα- όπως συνέβη και στην περίπτωση της ΟΝΕ- για συμμετοχή σε επιμέρους συγκλίσεις κατά θέμα. Ο έρμος ο Γιούνκερ αναφέρει και παραδείγματα στη Λευκή Βιβλίο για να μην λέει κανείς ότι δεν κατάλαβε.

Αυτό πρέπει να ξεκινήσει από τη σημερινή κυβέρνηση και για την ακρίβεια αυτό έπρεπε να σηματοδοτήσει  ο Πρωθυπουργός με τη πρώτη δημόσια παρέμβαση του σ’ αυτό το θέμα, για το οποίο μίλησαν καθαρά οι τέσσερις πιο ισχυρές χώρες.  Εκτός αν πιστεύει ακόμη ότι έχει το ρόλο του … ανατροπέα.

Πάντως σε ένα σημείο το άρθρο του Πρωθυπουργού, σα να έχει γραφεί από …άλλο χέρι, περιέχει  θετικά στοιχεία: υιοθετεί την Ευρώπη των πολλαπλών επιλογών.  Λέει ότι “αν η Ευρώπη της επόμενης ημέρας θέλει να δώσει τη δυνατότητα σε αυτούς που θέλουν περισσότερα, να κάνουν περισσότερα και να επιδιώξουν διαφορετικούς βαθμούς ολοκλήρωσης, αυτό πρέπει να καταστεί εφικτό μέσα από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που θα διασφαλίζουν τον ανοιχτό, δημοκρατικό και συνεκτικό χαρακτήρα της Ένωσης”. Σωστό.

Όπως είναι σωστή και η θέση του ότι “κάθε συζήτηση πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των υπαρχουσών συνθηκών” και ότι  “οποιοδήποτε επίπεδο ενισχυμένης συνεργασίας θα πρέπει να είναι ανοιχτό και ελεύθερα προσβάσιμο σε όλα τα κράτη -μέλη”.

Στη συνέχεια όμως επιστρέφει στο …πρώτο χέρι καθώς δεν δείχνει να έχει κατά νου ποιες θα είναι αυτές οι επιλογές και πώς θα τοποθετείται κάθε χώρα ξεχωριστά, όταν μπαίνουν στο τραπέζι.  Όχι πώς θα ψηφίσει, αλλά πώς θα προετοιμάζεται να ενταχθεί σ’ αυτές.

Ακόμη χειρότερα δείχνει να επιμένει στη θεωρία της οικονομικής αιμοδοσίας από τις Βρυξέλλες στο όνομα  της …αλληλεγγύης και της συνοχής. Κάποιοι να πληρώνουν και κάποιοι να εισπράττουν δηλαδή.

Λέει ότι πρέπει να “να αποτραπεί η εξασθένιση των ευρωπαϊκών πολιτικών συνοχής και σύγκλισης”, κάτι που υποδηλώνει ότι δέχεται τα προηγούμενα υπό τον όρο ότι όσοι τα υλοποιούν θα …συντηρούν και αυτούς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν.  Πιο απλά να  επαναληφθεί η …αρχέγονη πρακτική των χρηματοδοτήσεων που ετίθεντο στη διάθεση των κυβερνήσεων χωρίς έλεγχο.

Αυτό σημαίνει ότι δεν κατανοεί ότι αυτό που ζητιέται σήμερα  είναι να σταματήσει η κοινοτική Ευρώπη να μοιράζει ψάρια και να μαθαίνει στα μέλη της να ψαρεύουν- έστω και κατά ομάδες.

Τι δεν πρέπει να πει στη Ρώμη

Αυτά τα διαφορετικού ύφους και περιεχομένου τμήματα του άρθρου  δύο ταχυτήτων του Πρωθυπουργού συνθέτουν μια  αντίφαση την οποία πρέπει να λύσει προτού πάρει το  λόγο στη Ρώμη.  Εκεί θα πάει για να πάρει θέση στα πέντε σενάρια του Γιούνκερ και να αναδείξει την ελληνική ικανότητα να ακολουθήσει όποιο προκριθεί. Όχι για να κάνει σεμινάρια ευρωπαϊκής πολιτικής για… ελληνική κατανάλωση.

Και κάτι ακόμη σ’ αυτή την παρέμβαση. Στο άρθρο του υποστηρίζει ότι “ο ελληνικός λαός έχει κουβαλήσει στις πλάτες του δυσανάλογο βάρος στο όνομα της Ευρώπης, αφού βρεθήκαμε στο επίκεντρο τόσο της οικονομικής όσο και της προσφυγικής κρίσης και σηκώσαμε το βάρος δεδομένης της επιλογής μας να παραμείνει η χώρα στον πιο προωθημένο πυρήνα ολοκλήρωσης, στην Ευρωζώνη και τη Σένγκεν”.

Κάποιος να του εξηγήσει ότι αυτό δεν πρέπει να το πει στη σύνοδο Κορυφής γιατί προκαλεί τους άλλους λαούς που έχουν σηκώσει με τους φόρους τους επίσης δυσανάλογο βάρος για την Ελλάδα: με τους πακτωλούς κονδυλίων μετά  το 1980, αλλά και με τους πακτωλούς δανεισμού μετά το 2010.

Δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο “δικαιούμαστε να έχουμε  πρωταγωνιστικό ρόλο στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης”,  ούτε η  θεωρία μας για  μια “ευρωπαϊκή στρατηγική αναπροσανατολισμένη στην ανάπτυξη και την αλληλεγγύη”.’

Είναι η ικανότητά μας να δημιουργούμε προϋποθέσεις για τον εαυτό μας και με βάση αυτές να μετέχουν στο διάλογο, στις αποφάσεις και την πραγματική Ευρώπη. Διαφορετικά είναι σαν να ψάχνουμε για κορόιδα.

Η ελληνική παρουσία στην μελλοντική Ευρώπη δεν μπορεί να υποστηριχθεί με σαπουνόφουσκες για “προοδευτική Ευρώπη” με “τα συνδικάτα, τις κοινωνικές ομάδες, τους πολιτικούς χώρους της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και της Οικολογίας να αναζητούν ένα νέο ηγεμονικό ρόλο στις εξελίξεις”.

Ούτε με τη “συγκρότηση μιας προοδευτικής εναλλακτικής ατζέντας για την Ευρώπη, που θα διεκδικήσει τη δημοκρατική πλειοψηφία, με κύριους στρατηγικούς στόχους την εδραίωση της δημοκρατίας, την κατοχύρωση της αξιοπρεπούς εργασίας, την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και τη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων”.

Τουλάχιστον η κυβέρνησή του απέδειξε ως τώρα ότι αυτές είναι κατά την αρχαία ελληνική  έπεα πτερόεντα και κατά τη νεότερη τρίχες κατσαρές.