Ένας απολογισμός: Δυο χρόνια Μητσοτάκης, ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στην κοινοτική Ευρώπη

Του Γ. Λακόπουλου

Ο  Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις τελευταίες εκλογές και κυβερνάει πλέον την χώρα, αλλά στην  κοινοτική Ευρώπη είναι ο  δεύτερος -μετά τον Σαμαρά-   Έλληνας Πρωθυπουργός με τη χαμηλότερη  αξιολόγηση ως προς την ηγετικότητα , το πολιτικό βάρος  και την γενικότερη -προβλέψιμη- παρουσία του.

Πάντα στις κορυφαίες διεργασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένας αρχηγός κράτους ή κυβέρνησης ισούται με αυτό που είναι η χώρα του.

  Συχνά όμως το προσωπικό κύρος, η ατομική αύρα,  η ευστροφία και η ευχέρεια επικοινωνίας σε προσωπικό επίπεδο, επηρεάζουν κάπως  πράγματα  για τη χώρα.

Υπάρχουν αυτοί που γράφουν ιστορία και αυτοί που απλώς κάνουν τη θητεία τους και περνούν  αδιάφορα.

Αφήνοντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που είχε ειδικό βάρος, με τον  πρώτο, κατ’ ουσίαν, κοινοτικό πρωθυπουργό – τον Ανδρέα Παπανδρέου– υπήρχαν συγκλίσεις και συγκρούσεις. Αλλά ο βαθμός εκτίμησης στο πρόσωπό του ήταν υψηλός.

Δεν  μιλάμε μόνο για τον Μιτεράν, αλλά και για τη Θάτσερ, τον Σμίτ, τον Κολ- επί των ημερών των οποίων άσκησε τρεις προεδρίες .

Ο Κώστας Μητσοτάκης  ήταν ψιλο-αδιάφορος για τον κοινοτικό κύκλο και για όσα χρόνια κυβέρνησε αρκέστηκε στη σχέση του με τους Γερμανούς. Όλοι πάντως ήξεραν με ποιον έχουν να κάνουν και απλώς πρόσεχαν-ειδικά στα Βαλκάνια.

Ο Κώστας Σημίτης ήταν ο τύπος του «ναι σε όλα». Ο πρώτος πρωθυπουργός που δεν διαπραγματεύθηκε τίποτε και έπαιρνε ότι του έδιναν οι εθνικές «ποσοστώσεις» – οπότε  δεν είχαν κανένα λόγο να μη τον επαινούν.

Ωστόσο το παρερμήνευσε και επιδίωξε ευρωπαϊκά αξιώματα, οπότε κατάλαβε ότι αυτά που έλεγαν, όταν τον χτυπούσαν στη πλάτη, δεν τα εννοούσαν κιόλας.

Ο Κώστας Καραμανλής  είχε αέρα  στις προσωπικές σχέσεις του με την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία,  τον στήριξε ο άξονας Βερολίνο -Παρίσι – Βρυξέλλες και  όταν ο Γιούνκερ  αγρίεψε με την Ελλάδα  για τα δημοσιονομικά- με το  the game is over- , εννοούσε και  τον προκάτοχό του.

Ο Γιώργος Παπανδρέου στην αρχή τους γοήτευσε, καθώς τους έλεγε αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Όταν όμως διαπίστωσαν ότι οι πράξεις του ήταν πολύ πίσω από τις θεωρίες του, είδαν ότι  «έμπλεξαν» – και  η οργή της Μέρκελ και του Σαρκοζί στις Κάννες το 2011 αυτή την αίσθηση εξέφραζε.

Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν ο χειρότερος. Τον πήραν από κακό μάτι με τα «Ζάππεια» και οι πρακτικές του όταν έγινε πρωθυπουργός, τους τρομάζαν. Ήδη η Μέρκελ τους είχε στον πάγο και ο Παπαδήμος την παρακαλούσε  ως πρωθυπουργός να του … βγει  στο τηλέφωνο,  καθώς ήταν κυβερνητικός εταίρος.

Η Ευρώπη και ο Αλέξης Τσίπρας

Με τον Αλέξη Τσίπρα οι Ευρωπαίοι είχαν καθαρές σχέσεις. Ακόμη και  στη φάση της μεγάλης σύγκρουσης έβλεπαν έναν αιθεροβάμονα διαπραγματευτή για τη χώρα του που πρέπει να «λογικέψουν».

Μετά την στροφή του Σεπτέμβριου του 2015  με την οποία  η  χώρα μπήκε σε τροχιά εξόδου από τα Μνημόνια, οι σχέσεις εξομαλύνθηκαν. Ακόμη και όσοι τον πολέμησαν προηγουμένως τον στήριξαν στις Πρέσπες.

Η Μέρκελ και ο Ολάντ τον συμπαθούσαν ως συνομιλητή, οι σοσιαλιστές τον συνυπολόγιζαν πάντα στις επιλογές τους και τον ήθελαν στην πολιτική τους οικογένεια.

Στις μεγάλες πρωτεύουσες είχε αξιοπρεπείς  σχέσεις-πλην όσων είχαν… άκρες στην Αθήνα- και το Ευρωκοινοβούλιο στήριξε την πρότασή του για το Νόμπελ, ενώ στην προσφυγική κρίση υποκλίθηκε ακόνη και ο Πάπας.

Η “περίπτωση” Μητσοτάκη

 Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην αρχή ήταν αμήχανοι- είχαν ακουστά  για το Μητσοτακέικο.   Όταν έγινε αρχηγός  της ΝΔ  προσπάθησε ο Αβραμόπουλος να  του δημιουργήσει γέφυρες με την Κομισιόν.  Αλλά σε ένα γεύμα που  του οργάνωσε  ανταποκρίθηκαν μόλις έξι επίτροποι-, του Κύπριου  Χρ. Στυλιανίδη συμπεριλαμβανομένου.

Ο πρώτος που  θεώρησε ότι  ο νέος απεσταλμένος  από την  Αθήνα είναι «περίπτωση»,  ήταν ο Γιούνκερ, που δεν τον συμπάθησέ ποτέ.

 Όπως  δεν τον  έβαλε ποτέ στην καρδιά της η Μέρκελ. Από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε ως αρχηγό της ΝΔ,  παρουσία τη Ντόρας Μπακογιάννη,  με την οποία κυρίως συνομιλούσε . Αυτό της  βγήκε σε κακό- τη Ντόρας.

Στην υπόθεση των Πρεσπών πολλοί Ευρωπαίοι εκφράζονταν ακόμη κα με οργή για όσα έλεγε,  ιδίως με την απρέπεια να τους καταλογίζει ότι παζάρεψαν με τον Τσίπρα τη Συμφωνία με αντάλλαγμα να μην ζητήσουν μείωση συντάξεων.

Η μόνη κυβέρνηση που συνδέθηκε με τον Μητσοτάκη ήταν η γαλλική με τον Μακρόν. Αλλά και οι πέτρες ξέρουν ότι πίσω από αυτό βρίσκονται ισχυρά συμβόλαια εξοπλισμών. Περισσότερο η Γαλλία χρησιμοποιεί την Ελλάδα του Μητσοτάκη για τα συμφέροντά της και για τον «πληγωμένο ιμπεριαλισμό» της στην περιοχή.

Σε κάθε περίπτωση το κλίμα για τον Μητσοτάκη στην Ευρώπη  είναι «ουδέτερο», « ούτε ζέστη ούτε κρύο» και ποτέ δεν έγινε ενθουσιώδες.

Η  Γερμανία τον κρατάει σε απόσταση και τον αφήνει ακόμη και έξω από τις διεργασίες για τη Λιβύη και όλοι μαζί τον περιπαίζουν στα  ελληνοτουρκικά διαχωρίζοντας τα λόγια από τις πράξεις.

Ένας Βαλκάνιος με μικρομεγαλισμό

Οι περισσότεροι σημαίνοντες πολιτικοί τον αντιμετωπίζουν αδιάφορα. Πλην του  Βεμπερ,  για τον οποίο ο Μητσοτάκης οργάνωνε φιέστα στο Ζάππειο ως… επόμενο πρόεδρο της  Κομισιόν, ενώ ήταν  «λαγός».

Όταν δεν κατάφερε να στείλει στο Μπερλεμόντ πρωτοκλασάτο πολιτικό από την Ελλάδα, ακόμη και όσοι είχαν προσδοκίες, τον εγκατέλειψαν.  

Η «στήριξη» που κατά καιρούς του προσφέρεται από την Ευρώπη, είχε άλλους αποδέκτες και υπακούει σε επιδιώξεις των  «μεγάλων» της Ένωσης. Δεν την προκαλεί ο Μητσοτάκης με το κύρος του.

Πχ η ευρωπαϊκή ηγεσία έσπευσε στον Έβρο δίπλα του για να κατευνάσει τον Ερντογάν και να διαπραγματευτεί μια νέα σύμβαση για το Μεταναστευτικό, όπως και έγινε.

Η πρόσφατη άφιξη της προέδρου της Κομισιόν  Ούρσουλα φον ντε Λάιεν, δεν ήταν φιλοφρόνηση για τον Μητσοτάκη, όπως λανσαρίστηκε.

Ήταν απλώς ο δεύτερος σταθμός της στο «γύρο των πρωτευουσών» για να διορθώσει το προφίλ της. Με την ρητορική σε κάθε συνάντηση: την προηγούμενη στην Πορτογαλία και την επόμενη στην Ιταλία.

Η «σφιχτή» αντιμετώπιση του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού απέναντι στον  Έλληνα Πρωθυπουργό, επιβεβαιώνεται διαρκώς από τις τοποθετήσεις του στις Συνόδους Κορυφής-  που ενίοτε ήταν ακόμη και εκτός θέματος.

Ψυχρός, απόμακρος,  και κακός ομιλητής, με ύφος που αποπνέει  μικρομεγαλισμό δυσκολεύεται να κερδίσει προσωπικές συμπάθειες.

Μετά από δυο χρόνια παρουσίας στην Ευρώπη,  και πέρα από τις διπλωματικές διατυπώσεις – και κυρίως πέρα από τις θριαμβολογίες των ελληνικών ΜΜΕ- η εικόνα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη – ειδικά μετά την  ανεπανάληπτη συνάντησή του με τον Τραμπ- έχει παγιωθεί:

Ένας μέτριος  Βαλκάνιος πολιτικός – με κυβέρνηση που συμπεριλαμβάνει και  πρόσωπα που δεν πολυσυμπαθούν  στην Ευρώπη για το παρελθόν τους- δεν έχει να συνεισφέρει κάτι στην ευρωπαϊκή υπόθεση  -παρότι  κάποιες φορές αυτοχρίζεται … πρωτοπόρος.

Η  Ελλάδα επί των ημερών του έχει  τις περισσότερες καταδίκες -μετά την Πολωνία και την Ουγγαρία- για παραβιάσεις  ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις ελευθερίες  στην ενημέρωση , το μεταναστευτικό και  για άλλους  νομικούς ριζοσπαστισμούς.

Σε γενικές γραμμές ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός είναι και στην Ευρώπη ότι είναι και στην Ελλάδα:  αλαζόνας και υπερόπτης ως Κυριάκος και αδίστακτος ως ΜητσοτάκηςΔεν συγκινεί. Αλλά μόνο όσοι ξέρουν την οικογενειακή ιστορία του μπορούν να το εξηγήσουν.