«Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;”: η αγωνία για το μέλλον της δημοκρατικής παράταξης και όσα δεν ειπώθηκαν στο Θέατρο Άλφα

Του Νίκου Λακόπουλου

Η συζήτηση στο Θέατρο Άλφα που διοργάνωσε η Εφημερίδα των Συντακτών, με ομιλητές τους Έφη Αχτσιόγλου, Μανώλη Χριστοδουλάκη και Διονύση Τεμπονέρα και τίτλο: «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;” αποτέλεσε ένα γεγονός πολύ μεγαλύτερο από αυτό που χωρούσε το θεάτρου.

Η μεγάλη συμμετοχή -από το φουαγιέ, τις σκάλες και τη στοά του θεάτρου Άλφα ως το πεζοδρόμιο της Πατησίων- έδειξε πως ο πρωταγωνιστής της εκδήλωσης δεν ήταν οι ομιλητές, η πλατεία του θεάτρου όπου στριμώχτηκαν πρόσωπα από όλο το φάσμα της δημοκρατικής παράταξης με εμφανή αγωνία για το μέλλον της.

Βέβαια την παράσταση έκλεψε ο Στέφανος Κασσελάκη που εμφανίστηκε ξαφνικά στην αίθουσα χαιρέτησε τους ομιλητές και τον συντονιστή και πριν τελειώσει η συζήτηση, αποχώρησε αφού εισέπραξε μερικά γιουχαΐσματα.

Μάλλον η παρέμβαση είχε το νόημα πως η απάντηση στο ερώτημα «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;» ήταν “εγώ”, αλλά ακόμα και φιλικά μέσα μιλάνε για “κομπάρσο”, “ακροβατικά” και επικοινωνιακά τεχνάσματα.

Το θέμα της εκδήλωσης περιέχει την διαπίστωση πως τα κόμματα της δημοκρατικής παράταξης έχουν έλλειμμα ηγεσίας με ένα μονότονο εύρημα στις δημοσκοπήσεις: οι ηγέτες του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ έχουν χαμηλότερη αποδοχή από τα ίδια τα κόμματά τους στην ερώτηση περί “καταλληλότητας”.

“Υπάρχει «ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης των κοινωνικών δυνάμεων που πλήττονται από την πολιτική της ΝΔ» είπε με σαφήνεια η Έφη Αχτσιόγλου προσθέτοντας ότι “αυτός ο πολιτικός χώρος που θα καταφέρει να ενοποιήσει τις κοινωνικές δυνάμεις κατά τη γνώμη μου δεν βρίσκεται ούτε στο σημερινό ΠΑΣΟΚ ούτε στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ.

«Σήμερα δεν είναι απλώς ανάγκη ή ευκαιρία, αλλά υποχρέωση του προοδευτικού χώρου να παρουσιάσει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στη ΝΔ» είπε ο Μανώλης Χριστοδουλάκης σπεύδοντας να πει πως αυτή δεν είναι άλλη από το ΠΑΣΟΚ.

Κι ο Διονύσης Τεμπονέρας έσπευσε να απαντήσει πως για «ανάγκη σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων» με την προοπτική «ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένας ισχυρός πόλος που θα αποτελέσει την απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων».

Μια συζήτηση μεταξύ κωφών

Μοιάζει με διάλογο κωφών η “συζήτηση” με τα τρία κόμματα να αγωνίζονται να συγκεντρώσουν ποσοστά πολύ κάτω από 30% με τον Μητσοτάκη κυρίαρχο και την προοπτική συνεργασίας αδύνατη όσο η ενίσχυση του ενός κόμματος έναντι άλλου περνάει από την εξόντωσή του.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί παρά να σημαίνει τον θάνατο του ΣΥΡΙΖΑ και η διατήρηση της δεύτερης θέσης για το σημερινό -ίσως προσωρινό- κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης απαιτεί τον εξοβελισμό της Νέας Αριστεράς από την Βουλή.

Δυο κόμματα που θα αγωνίζονται να κατακτήσουν την δεύτερη θέση με ποσοστά 10-15% θεωρώντας το ένα το άλλο ως βασικό αντίπαλο οδηγούν σε τρίτη -αν όχι και τέταρτη- τετραετία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη που μάλλον γελάει με το ερώτημα της εκδήλωσης.

Αυτό που συνέβη όσο ο ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα συζητούσε αν θα είναι κόμμα της Αριστεράς ή της ευρύτερης παράταξης, ένα νέο ΠΑΣΟΚ δηλαδή, ήταν η διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας προς τα αριστερά της με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να είναι πιο δημοφιλής στο χώρο του “Κέντρου” από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Αλέξη Τσίπρα και φυσικά τον Στέφανο Κασσελάκη.

Η αγωνιώδης προσπάθεια των ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να αποδείξουν πως αποτελούν εναλλακτική κυβερνητική πρόταση τα μετατρέπει σε συστημικά κόμματα δορυφόρους της Νέας Δημοκρατίας όπως συμβαίνει με το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια.

Αν όχι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, τότε ποιος;

Η ανασυγκρότηση της “δημοκρατικής παράταξης” αργεί πολύ και περνάει μέσα από εξελίξεις που θα πρέπει να βρεθούν πέρα από τα δύο κόμματα και τις σημερινές ηγεσίες τους: η μετατόπιση τους προς τα δεξιά με όρους “ρεαλισμού” και κυβερνησιμότητας ευνοεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη που συχνά εμφανίζεται πιο προοδευτικός από τα κόμματα της Αριστεράς που μοιάζουν απολιθωμένα.

Η απάντηση στο ερώτημα «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;” δεν είναι ούτε ο Κασσελάκης, ούτε ο Ανδρουλάκης, αλλά ούτε ό,τι απέμεινε από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ -δυο κόμματα που έχουν ήδη κυβερνήσει και πολιτεύονται με την ιδέα της επιστροφής, μια ρεβάνς ή δικαίωσης.

Η απάντηση δεν μπορεί να βρίσκεται στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον με ένα πολιτικό φορέα νέο, σύγχρονο και ριζοσπαστικό που δεν μπορεί να προκύψει από μισόλογα και υπονοούμενα σε μια συζήτηση που άρχισε στο Θέατρο Άλφα.

Τα υποκείμενα μιας αναγέννησης του προοδευτικού χώρου μπορεί να ήταν στην πλατεία κι όχι στο πάνελ της εκδήλωσης, αλλά το πιο πιθανό είναι να βρίσκονται έξω από το χώρο του θεάτρου. Η σημασία της εκδήλωσης είναι πως αυτή η συζήτηση άρχισε κι όπως γράφει η εφημερίδα που την οργάνωσε ήταν η αρχή.