Από το Brexit στην εκλογή του Τραμπ

Από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, οι ΗΠΑ έχουν την πιο άνιση κατανομή του εισοδήματος και δυστυχώς οδηγούμαστε ακόμα προς μεγαλύτερη ανισότητα. Οι 400 πλουσιότερες οικογένειες της Αμερικής έχουν περισσότερο πλούτο από το μισό του πληθυσμού. Η ανισότητα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Από το 1970, η αμερικανική οικονομία διπλασιάστηκε. Το πλουσιότερο 1% ωφελείται προκλητικά, καθώς είναι σε θέση να κερδίζει περισσότερο από το 20% του εθνικού εισοδήματος. Αυτό είναι τριπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό το 1970.

Του Τζέιμς Μικ  (*)

12-95210meekΑναζητώντας κάτι που να αγαπάμε και όχι μόνο που να μισούμε

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της ψήφου για το Brexit και της νίκης του Τραμπ. Το βάρος των λευκών ψηφοφόρων χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση, ο φόβος των μεταναστών, η ενοχοποίηση της παγκοσμιοποίησης για το κλείσιμο εργοστασίων ή ορυχείων, η εχθρότητα απέναντι σε επιχειρήματα που στηρίζονται σε στοιχεία, η κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στην «πεποίθηση» και στο «συμπέρασμα», η δύναμη του Διαδικτύου να ενισχύει τα ευχάριστα ψέματα εις βάρος των δυσάρεστων γεγονότων, η αίσθηση ότι υπάρχει ένα συστηματικό πρόγραμμα κανόνων και παρεμβάσεων το οποίο έχει επινοήσει μια μικρή, απόμακρη, ισχυρή ελίτ που αστυνομεύει κάθε ομιλία, καταστρέφει τα σύμβολα της παράδοσης, αγνοεί τους «πραγματικούς», τους «συνηθισμένους» ανθρώπους και περιφρονεί τα λαϊκά αφηγήματα για τη δημιουργία του έθνους.

Η παρακολούθηση των εκλογικών αποτελεσμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σαν μια επανάληψη της νύχτας του δημοψηφίσματος στη Βρετανία τον περασμένο Ιούνιο: η ίδια φρενήρης εμμονή σε μοντέλα που δεν έχουν καμιά σχέση με τις συμμαχίες των ψηφοφόρων οι οποίες συγκροτούνται λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ψηφοφορίας, οι ίδιες παραπλανητικές αναφορές στα γραφεία στοιχημάτων και τα χρηματιστήρια, η ίδια πίστη σε ξεπερασμένες τεχνικές αναλύσεις ακόμη και την ώρα που οι ειδικοί έχουν αρχίσει να χάνουν το χρώμα τους, οι ίδιοι ? κυνικοί; – υπαινιγμοί περί ήττας, ενώ οι κάλπες είναι ακόμη ανοιχτές, από το στρατόπεδο που τελικά νίκησε, η ίδια αίσθηση ότι παρά την κατάρρευση των προβλέψεων εξακολουθεί να υπάρχει η εντύπωση ότι κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν δεν μπορεί να συμβεί μόνο και μόνο επειδή δεν είχε συμβεί στο παρελθόν.

Υπήρχε και μια άλλη σημαντική ομοιότητα, αν και είναι ακόμη νωρίς για να ξέρουμε αν θα ισχύσει με τον ίδιο τρόπο στην Αμερική αυτό που εξακολουθεί να ισχύει στη Βρετανία, πολύ καιρό μετά την ψηφοφορία για το Brexit. Αυτό που ήταν εντυπωσιακό τόσο πριν όσο και μετά το δημοψήφισμα ήταν ότι σχεδόν όλοι όσοι ήθελαν να παραμείνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μεταξύ αυτών κι εγώ) έβρισκαν ότι είναι ευκολότερο να καταγγείλουν τους οπαδούς του Brexit παρά να επαινέσουν το υποτιθέμενο αντικείμενο του πολιτικού τους πόθου, την Ευρώπη. Αντιστοίχως, οι ψηφοφόροι της Κλίντον βρίσκουν ότι είναι ευκολότερο να μισούν τον Τραμπ παρά να αγαπούν την Κλίντον. Το πρώτο δεν ήταν ποτέ δύσκολο, αλλά γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρεις λόγους να συμπαθήσεις την Κλίντον; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να μιλήσεις με πάθος για την Ευρώπη;

Στην περίπτωση τόσο του Brexit όσο και του Τραμπ, οι θετικές πλευρές της εναλλακτικής λύσης φαίνεται να εξαντλούνται σε ένα «καλά είναι». Καλά είναι να έχεις ένα διαβατήριο που σου επιτρέπει να ζεις και να εργάζεσαι σε όποια χώρα της ΕΕ θέλεις. Καλά θα ήταν να έχουμε μια γυναίκα στον Λευκό Οίκο. Τίποτα άλλο.

Στη Βρετανία, το στρατόπεδο του Leave υπήρξε παγερό μετά τη νίκη του. Υποπτεύομαι ότι το στρατόπεδο του Τραμπ θα δείξει την ίδια στάση. Η νίκη δεν αρκεί, πρέπει να το βουλώσει και ο αντίπαλος. Παγερό ήταν και το στρατόπεδο του Remain μετά την ήττα του, όπως θα είναι και το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, τόσο απέναντι στους αντιπάλους όσο και απέναντι στον εαυτό τους. Οι επικρίσεις απέναντι στους Τραμπ/Φάρατζ, Κλιντονικούς/Μπλερικούς, Σάντερς/Κόρμπιν συνοδεύονται από την επωδό εγώ-σας-το-είχα-πει. Όλα αυτά είναι καλά και φυσιολογικά. Λείπει όμως κάτι.

Εκτός από τις πρώτες διαδηλώσεις απελπισίας, θα υπάρξουν και διαδηλώσεις υπέρ του ελεύθερου εμπορίου στις λεωφόρους των μεγάλων αμερικανικών πόλεων; Δεν νομίζω. Θα υπάρξουν συγκρούσεις οργισμένων οπαδών της Κλίντον με την αστυνομία για την υπεράσπιση των κεκτημένων; Δύσκολο. Η οργή των φιλοευρωπαίων στο Twitter, η άγρια ελπίδα τους ότι το Brexit με κάποιον μαγικό τρόπο θα ανατραπεί ή θα δαμαστεί, μπορούν να συγκριθούν μόνο με την έλλειψη δράσης στους δρόμους για την υπεράσπιση όλων εκείνων που με συντριβή διαπιστώνουμε ότι θα στερηθούμε.

Εξακολουθώ να αισθάνομαι έτσι. Εξακολουθώ να αισθάνομαι μεγαλύτερη αηδία, οργή και ντροπή για την άλλη πλευρά που νίκησε παρά για τη δική μου πλευρά που έχασε. Με λυπεί περισσότερο που η Αμερική μόλις εξέλεξε το δικό της τέρας παρά που έχασε το πρόγραμμα της Κλίντον. Θα απελπιστώ περισσότερο από την ενθρόνιση της προέδρου Λεπέν παρά από την ήττα των αντιπάλων της. Δεν είναι πλέον αρκετό να υπάρχει κάτι που μπορείς να ψηφίσεις. Δεν αρκεί να υπάρχει μια σημαία με την οποία να μπορείς να διαδηλώσεις. Είναι πολύ να ζητήσω στην πολιτική κάτι πραγματικό, κάτι, όχι κάποιον, που να αγαπώ και να επιθυμώ, και όχι μόνο κάτι που να μισώ;

 (ΠηγήLondon Review of Books)

(*) Ο Τζέιμς Μικ είναι Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας