Βάλια Αρανίτου: Η ντόπια μεσαία τάξη μπορεί να διολισθήσει σε εθνικιστικές επιλογές

Γράφει ο Παναγιώτης Φρούντζος

Μια πανεπιστημιακή καθηγήτρια μιλάει για τους μεσοαστούς και τις αντοχές που επέδειξαν στον δύσκολο καιρό των μνημονίων.

Αγγελος, δαίµονας ή κάτι ενδιάµεσο; Προωθητικός παράγοντας ή ανασχετική δύναµη στην κοινωνική εξέλιξη; Ο λόγος για τη µεσαία τάξη, ραχοκοκαλιά των σύγχρονων κοινωνιών, που η αυστηρή δηµοσιονοµική πολιτική που έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια τη συµπιέζει σε οικονοµικό και κοινωνικό επίπεδο. Μια συζήτηση µε τη Βάλια Αρανίτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήµιο της Κρήτης και συγγραφέα του βιβλίου «Η µεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των µνηµονίων» (Εκδόσεις Θεµέλιο), σχετικά µε την ιδιοσυστασία και την αντοχή της µεσαίας τάξης λειτουργεί διαφωτιστικά.

Μεσαίος χώρος στην κοινωνία: τάξη ή στρώµα;

Όταν επιχειρείται η µελέτη ενός κοινωνικού σχηµατισµού, τον πρώτο λόγο έχουν συνήθως οι βασικές τάξεις, οι οποίες –στη µαρξιστική προσέγγιση– συγκροτούνται µε βάση τη θέση των κοινωνικών υποκειµένων στο σύστηµα παραγωγής. Πρόκειται για την αστική και την εργατική τάξη. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά από πολλούς µαρξιστές όταν γίνεται λόγος για τη µεσαία τάξη χρησιµοποιείται ο όρος κοινωνικό στρώµα. Από την άλλη, ο όρος στρώµα παραπέµπει στη θεωρία της κοινωνικής διαστρωµάτωσης, που βασίζεται εν πολλοίς στον µεθοδολογικό ατοµικισµό, στις ατοµικές ιδιότητες των ανθρώπων, εγγενείς ή επίκτητες (φύλο, ηλικία, εθνικότητα, θρησκεία, εκπαιδευτικό επίπεδο, κοινωνική συµπεριφορά). Μια θεωρητική προσέγγιση που δίνει έµφαση στην κάθετη κατάταξη των τάξεων παρά στις σχέσεις εκµετάλλευσης µεταξύ αυτών, όπως η έννοια της τάξης ορίζεται κυρίως και καταρχήν.

Μπορούµε να κάνουµε λόγο για οµογενοποιηµένη µεσαία τάξη στον «εξελιγµένο» κόσµο;

Οχι. Νοµίζω ότι δεν µπορούµε να µιλήσουµε για οµογενοποιηµένη µεσαία τάξη. Υπάρχουν διάφορες θεωρήσεις για το ποιος ορίζεται µεσαία τάξη. Αυτό που µπορούµε να υποστηρίξουµε είναι η κατά τον Πουλαντζά προσέγγιση ότι η µεσαία τάξη ενοποιείται στο πεδίο των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων, παρά τις διαφορετικές θέσεις που έχουν τα «σύνολα» που ανήκουν σε αυτή στις οικονοµικές σχέσεις. Στη µεγάλη επιστηµονική συζήτηση για τον εννοιολογικό προσδιορισµό της µεσαίας τάξης ιδιαίτερα χρήσιµη είναι η προσέγγιση του Mann, η οποία συνθέτει τις τρεις διαφορετικές συνιστώσες που κυριαρχούν (µαρξιστική, βεµπεριανή και πολιτισµική) και συνδυάζει τις σχέσεις παραγωγής µε τις σχέσεις αγοράς.

Σύµφωνα µε την προσέγγιση αυτή υπάρχουν τρεις διακριτές οµάδες που συνθέτουν τη µεσαία τάξη: 1. Η µικροαστική τάξη (ιδιοκτήτες µικρών οικογενειακών επιχειρήσεων). 2. Οι καριερίστες (µισθωτοί υπάλληλοι που ανεβαίνουν τις εταιρικές και γραφειοκρατικές ιεραρχίες). 3. Οι επαγγελµατίες («µορφωµένα» συλλογικά οργανωµένα επαγγέλµατα που ασκούνται µε άδεια του κράτους). Στο πλαίσιο αυτό αξιοποιείται και η προσέγγιση του Mann για τις επαγγελµατικές κατηγορίες, σύµφωνα µε τον οποίο κατατάσσονται αρχικά µε βάση τη θέση τους στον κοινωνικό καταµερισµό εργασίας, δηλαδή: α) εργοδότες, β) αυτοαπασχολούµενοι, γ) µισθωτοί και δ) οικογενειακή βοήθεια. Το δεύτερο κριτήριο κατάταξης σχετίζεται µε την ιδιοκτησία ή όχι µέσων παραγωγής (κάτοχοι ή διαχειριστές που ασκούν έλεγχο µέσων παραγωγής). Το δε τρίτο κριτήριο σχετίζεται µε τις σχέσεις κυριαρχίας, εάν δηλαδή είτε κατέχουν θέση από την οποία διευθύνουν κρατικά κεφάλαια είτε είναι διευθυντικά στελέχη στον ιδιωτικό τοµέα, εάν δηλαδή «αναλαµβάνουν», «προνοούν» και φροντίζουν/επιβλέπουν/επιτηρούν τις συνθήκες αναπαραγωγής και επέκτασης των συµφερόντων του κεφαλαίου, καθώς και της απόσπασης υπεραξίας από τους εργαζόµενους. Σε αυτές τις περιπτώσεις πολλοί από αυτούς που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία δεν έχουν σταθερή (παγιωµένη) κοινωνική θέση, οπότε άλλοτε «εκπίπτουν» στη θέση του µισθωτού και άλλοτε βρίσκουν τον εαυτό τους σε αυτό που έχει περιγραφεί ως αντιφατικές ταξικές θέσεις.

Λαµβάνοντας υπόψη λοιπόν τα παραπάνω µπορούµε να ισχυριστούµε ότι στις κοινωνίες εκείνες όπου η µεσαία τάξη αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης αναπτύχθηκε ένας κοινός προβληµατισµός σχετικά µε τη δυνατότητα και τους όρους αναπαραγωγής και επιβίωσής της, καθώς σε όλες τις κοινωνίες υπήρξαν φαινόµενα «κατάρρευσης» ή και «συρρίκνωσης».

Η ελληνική µεσαία τάξη αποτελεί βαλκανικό παράδοξο ή ακολουθεί την ίδια διαδικασία συγκρότησης που ακολούθησε η αντίστοιχη τάξη στη δυτική Ευρώπη;

Εµφανίζει κάποιες ιδιαιτερότητες, µε προεξάρχουσα το σηµαντικό –σε σύγκριση µε άλλες χώρες– µερίδιο που καταλαµβάνει στους κόλπους της η –κατά τον Πουλαντζά– παραδοσιακή µικροαστική τάξη, συνθέτοντας το πολυπληθέστερο κοινωνικό στρώµα του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού, που αποτέλεσε το «στήριγµα» της µεταπολεµικής συναίνεσης. Ωστόσο η συγκρότηση, τα χαρακτηριστικά και οι όροι αναπαραγωγής της δεν παρουσιάζουν οµοιογένεια στο πέρασµα από τη µεταπολεµική στη µεταπολιτευτική Ελλάδα. Γι’ αυτό τον λόγο είναι σκόπιµο να διακρίνουµε τη συγκρότηση και ανάπτυξή της σε τρεις περιόδους, ανάλογα µε τη θέση που κατείχε στη συγκρότηση της ελληνικής πολιτικής οικονοµίας, τον ρόλο των κρατικών πολιτικών για την ανάπτυξη και τον ιδεολογικοπολιτικό λόγο νοµιµοποίησής της.

Ποιες είναι οι περίοδοι ανάπτυξης της συγκεκριµένης τάξης;

Ορίζουµε ως πρώτη περίοδο αυτήν µετά το τέλος του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου και συγκεκριµένα το 1950, δεκαετία που αναπτύσσεται και ενισχύεται η παραδοσιακή µικροαστική τάξη, έως το 1980, που αρχίζει η ανάπτυξη και επέκταση της νέας µεσαίας τάξης. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η ενθάρρυνση από την πλευρά του κράτους της µικρής και πολύ µικρής επιχείρησης και της αυτοαπασχόλησης και η επέκταση των δοµών και σχέσεων µικρής ιδιοκτησίας. Κύριος τοµέας της διεύρυνσης της αναπαραγωγής των µικροαστικών στρωµάτων ήταν αρχικά ο τοµέας της οικοδοµής, έως ότου παρουσιαστεί, το 1960, η βαριά βιοµηχανία ως η µοναδική ασφαλής οδός για την οικονοµική ανάπτυξη και γίνει µια προσπάθεια –άκαρπη εντέλει– να δηµιουργηθούν µεγάλου µεγέθους µονάδες παραγωγής, ώστε να ενισχυθεί η εκβιοµηχάνιση της χώρας. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται επίσης από τη µαζική αστικοποίηση, την αποφυγή επενδύσεων, την εξωτερίκευση του κόστους, ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο η παραδοσιακή µικροαστική τάξη µε τους «νοικοκυραίους» παρουσιάζεται ως θεµατοφύλακας της εθνικής παράδοσης.

Η δεύτερη περίοδος αρχίζει τη δεκαετία του 1980 και συγκεκριµένα µε την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και ολοκληρώνεται το 2009 µε την έναρξη της κρίσης. Τότε το πολύπλοκο στρώµα των µικροµεσαίων συνδέεται οργανικά υπό την αιγίδα της «Αλλαγής», διαµορφώνοντας κοινωνική συµµαχία µε το κυβερνητικό κόµµα. Οι µικρές και µεσαίες επιχειρήσεις τίθενται στον πυρήνα της «οικονοµικής ανάπτυξης» και τα µη προνοµιούχα κοινωνικά στρώµατα στον πυρήνα της κοινωνικής προστασίας. Κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου είναι ο εκσυγχρονισµός και ο εξευρωπαϊσµός της χώρας και των δοµών της, η συγκρότηση και η επέκταση του κοινωνικού κράτους και η κοινωνική κινητικότητα, ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο υπάρχει µια διάσταση ως προς την πρόσληψη των «µικροµεσαίων». Ενώ µέχρι το 1996 αντιµετωπίζονται ως θεµατοφύλακες της ισόρροπης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής, την περίοδο του εκσυγχρονισµού αλλά και την περίοδο της «επανίδρυσης του κράτους» η παραδοσιακή µικροαστική τάξη άρχισε να παρουσιάζεται και να βάλλεται ως αντιπαραγωγική και µη ανταγωνιστική. Ενα επιχείρηµα που αργότερα θα ενταχθεί και στην ιδεολογική φαρέτρα της περιόδου των µνηµονίων.

Η ιδεολογική και επικοινωνιακή κατασκευή της µεσαίας τάξης ως φταίχτη για όλα τα δεινά λειτούργησε ως νοµιµοποιητικό υπόβαθρο για το σύνολο των µέτρων και των «µεταρρυθµίσεων» που εισάγονται την περίοδο της κρίσης µε την υπογραφή των προγραµµάτων στήριξης και ασκούν µεγάλες πιέσεις στην ίδια. Χαρακτηριστικό µάλιστα της τελευταίας περιόδου είναι ότι το 2017 η παραδοσιακή µεσαία τάξη µετράει απώλειες σε σχέση µε το 2009, µε τη σχετική της θέση στον οικονοµικά ενεργό πληθυσµό να µειώνεται κατά 2,5 ποσοστιαίες µονάδες (11,1% το 2017 από 13,6% το 2009).

Από την ψευδεπίγραφη ευηµερία της Ελλάδας του «εκσυγχρονισµού» στον «κρανίου τόπο» των µνηµονίων: ποιο ακριβώς είναι το περιεχόµενο της ριζοσπαστικοποίησης της µεσαίας τάξης µπροστά στο φάσµα της απάλειψης των µέσων αναπαραγωγής της;

Η ανάγνωση των στοιχείων δεν µας επιτρέπει να µιλάµε για κοινωνικοοικονοµική κατάρρευση της µεσαίας τάξης ούτε για βίαιη προλεταριοποίηση των µεσαίων στρωµάτων. Αντιθέτως, η µεσαία τάξη άντεξε στην κρίση και αυτή η ανθεκτικότητά της συνδέεται µε την κεντρικότητα της θέσης της στην ελληνική κοινωνική δοµή. Ωστόσο πράγµατι οι ισχυρότατες οικονοµικές πιέσεις που δέχτηκε έθεσαν σε κίνδυνο τη συνοχή και τις συλλογικές της συγκροτήσεις, µετατοπίζοντας παράλληλα τον πολιτικό προσανατολισµό της. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ριζοσπαστικοποίησή της εκφράστηκε θετικά –είτε µέσα από τη συµµετοχή στη συλλογική δράση σε κοινωνικά κινήµατα που αντιδρούσαν στις πολιτικές των µνηµονίων είτε µέσα από τη σιωπηρή αποδοχή µέχρι το 2015 ότι η ανατροπή αυτών θα συµβεί µέσα από µια άλλη εκλογική επιλογή–, σήµερα ελλοχεύει ο κίνδυνος της διολίσθησης σε εθνικιστικές επιλογές και αντιλήψεις που ευνοούν την άνοδο της άκρας ∆εξιάς και του ευρωσκεπτικισµού.

ΑΠΟ ΤΟ DOCUMENTO

Tο βιβλίο της Βάλιας Αρανίτου «Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θεμέλιο