Βάστα Ταγίπ

Του Διογένη Λόππα

Στο εμβληματικό underground του Εμίρ Κουστουρίτσα, ο Σόνι, ένας συμπαθέστατος πίθηκος, τρυπώνει απαρατήρητος μέσα στο άρμα μάχης που μόλις έχουν κατασκευάσει οι ένοικοι και αρχίζει να πατάει κουμπιά.  Η εκτόξευση μιας οβίδας, θα ανοίξει κυριολεκτικά το κουτί της Πανδώρας, καθώς οι φυλακισμένοι θα βγουν στον πραγματικό κόσμο και θα αρχίσει ένας αδίστακτος, αδελφοκτόνος πόλεμος.

Η σκηνή μου ήρθε αυτόματα στο μυαλό βλέποντας την τραγική φιγούρα του εξίσου συμπαθούς Φινλανδού προέδρου στο Λευκό Οίκο, όπου συναγωνιζόμενος σε ραγιαδισμό ακόμα και τον δικό μας πρωθυπουργό και, στρεφόμενος ενάντια στα ζωτικά συμφέροντα της ίδιας του της χώρας, ανακοίνωσε την πρόθεσή του για τερματισμό της παραδοσιακής ουδετερότητας της Φινλανδίας και ένταξής της στο ΝΑΤΟ, μια κίνηση, η παραδοξότητα της οποίας ελάχιστα απέχει από την αντίστοιχη έμπνευση του Σόνι. 

Αν ευλόγως ρωτήσετε πώς στο διάβολο γίνεται μια φιλειρηνική χώρα να επιθυμεί να διακόψει την ευεργετική ουδετερότητα που απολάμβανε και να δεχθεί να γίνει Ιφιγένεια στα χέρια των πολεμοκάπηλων που έχουν διεισδύσει στον κάποτε πυρήνα του ελεύθερου κόσμου, δεν έχω απάντηση να σας δώσω.  Η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά, ιδιαίτερα για όσους τυχαίνει να γνωρίζουμε ότι θα υπάρξει ρωσική απάντηση μετά βεβαιότητος και απλώς ευχόμαστε αυτή η απάντηση να μην οδηγήσει αναπόφευκτα την ανθρωπότητα σε ένα νέο ολοκαύτωμα.  

Για να μη συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε ενήλικους στο δωμάτιο, είδος που τελευταία έχει εκλείψει από την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, όπου η ποιότητα των ηγετών θυμίζει παιδικό σταθμό.  Κάποτε γκρινιάζαμε γιατί η μαντάμ Μέρκελ αρνούνταν να πάρει αποφάσεις ή γιατί ο μοχθηρός Σόιμπλε συνέθλιβε το κοινωνικό κράτος του νότου.  Σήμερα αναπολούμε με νοσταλγία τη σοφία και την πυγμή του αλησμόνητου γερμανικού διδύμου και χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο μπροστά σε αδαείς πολιτικάντηδες του κομματικού σωλήνα που αντί να ψάχνουν τρόπο για την ειρήνη, εφευρίσκουν  πλασέμπο που θα κάνουν ηπιότερες τις συνέπειες του πολέμου.

Μέσα σε αυτό τον παραλογισμό για το ποιος έχει μεγαλύτερη τη ρωσοφοβία του, ο Τούρκος πρόεδρος αποτελεί τη φωνή της λογικής.  Βέβαια, αν έχουμε φτάσει στο σημείο ο κ. Ερντογάν να φαντάζει λογικός, αντιλαμβάνεστε σε τι επίπεδο έχουμε κατρακυλήσει ως Ευρώπη και ως ανθρωπότητα.  Και όμως, από την αρχή της κρίσης, και παρά τα συμφέροντα που οι Τούρκοι θεωρούν ότι θίγονται στην Κριμαία (πρώην Οθωμανική επαρχία με υφιστάμενη τουρκογενή μειονότητα), ο Τούρκος πρόεδρος ισορρόπησε με μαεστρία, νιώθοντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν, καταδίκασε απερίφραστα τη χρήση βίας, αλλά ταυτόχρονα διαφύλαξε τα προνόμια της ουδετερότητας και απείχε από όλες τις δυτικές κυρώσεις.

Σήμερα εμφανίζεται πάλι ως ο ταραξίας του ΝΑΤΟ, με την επιμονή του στη λογική και κάνει τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό της Δύσης, τους ηγέτες της οποίας φαντάζομαι να αναφωνούν (μυστικά) ”Βάστα Ταγίπ”, καθώς αναμένουν από τον συνήθη ύποπτο να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και να φανεί αυτός δυσάρεστος απέναντι στις ΗΠΑ, για κάτι που όφειλαν οι ίδιοι να πράξουν.  

Ένας οποιοσδήποτε Ευρωπαίος πραγματικός ηγέτης και όχι ισορροπιστής γλύφτης διαχειριστής κονδυλίων, θα έβαζε οπωσδήποτε βέτο στη Φινλανδική ένταξη για χίλιους λόγους.  Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ελλάδα:  Αν ζούσε ο Ανδρέας θα είχε τουλάχιστον βρει μοναδική ευκαιρία να παζαρέψει την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ ή θα είχε απαιτήσει παράλληλα με την τοξική φινλανδική ένταξη να ενσωματωθεί στον κανονισμό της συμμαχίας πρόβλεψη για συνδρομή σε επίθεση άλλου μέλους της συμμαχίας ή πρόβλεψη για απαγόρευση χρήσης νατοϊκών όπλων απέναντι σε νατοϊκή χώρα. 

Το πιθανότερο όμως θα ήταν να μη συναινέσει σε καμία περίπτωση και έναντι οποιουδήποτε ανταλλάγματος, όσο σημαντικό και αν ήταν, καθώς θα αντιλαμβανόταν τον θανάσιμο κίνδυνο μιας τέτοιας εξέλιξης για τη χώρα του και την Ευρώπη γενικότερα.  Και αυτό γιατί μια (ασφαλώς αναπόφευκτη) προληπτική επιθετική κίνηση της Ρωσίας απέναντι στους Φινλανδούς, προκειμένου να εξισορροπήσει τη ραγδαία μεταβολή των συνθηκών ασφαλείας, θα εξανάγκαζε το ΝΑΤΟ να κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία και τότε καίριες αμυντικές εγκαταστάσεις της Ελλάδας που αποτρέπουν την τουρκική επιθετικότητα, θα γινόταν αυτόματα νόμιμος στόχος πυραυλικών χτυπημάτων τα οποία μάλιστα η υπάρχουσα αντιβαλλιστική άμυνα δεν δύναται να αντιμετωπίσει. 

Έτσι στο ήδη υπαρξιακό ερώτημα που κανένας δε δίνει πειστική απάντηση, δηλαδή στο ερώτημα ”γιατί δεν εργαζόμαστε για την ειρήνη, αλλά εμπλεκόμαστε πιο βαθιά στον πόλεμο”, έρχεται να προστεθεί ακόμα ένα, το εξής, ”πόση αξία έχει να θέσουμε σε σχεδόν βέβαιο κίνδυνο αμυντικές δομές της χώρας απαραίτητες για τον πραγματικό μας εχθρό για να συνταχθούμε με μια χώρα που φλερτάρει με τον παραλογισμό”.  

Αν τα ερωτήματα αυτά φαντάζουν δύσκολα για τους φλώρους των αμερικανικών πανεπιστημίων που κάνουν καριέρες με ξένα χρήματα στα διευθυντήρια της Δύσης, φαίνονται αρκετά εύκολα στον αυτοδημιούργητο αλητάκο του Βοσπόρου, ο οποίος αρνείται και μόνο τη σκέψη ότι πολύ σύντομα θα χρειαστεί να κατεδαφίσει τις σχέσεις του με τη Ρωσία, επειδή έχασε τα λογικά της η πολιτική ηγεσία μιας μακρινής χώρας, με την οποία δεν έχει και ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις.

Εδώ τώρα το παράδοξο αρχίζει να αγγίζει επικίνδυνα και το μεγάλο τουρκικό πρόβλημα, δηλαδή αν η χώρα πρέπει να συνταχθεί με κάποια πλευρά και ποια είναι αυτή η πλευρά.  Ασφαλώς ο κάθε λογικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι εθνικό συμφέρον της Τουρκίας τη στιγμή αυτή είναι η ψυχρή με κάθε κόστος ουδετερότητα, καθώς οτιδήποτε άλλο, είτε θα εγκλώβιζε την εξωτερική πολιτική της χώρας στην ανεπιθύμητη για την ίδια διεθνή νομιμότητα, είτε θα επέσυρε το φόβο εξοντωτικών κυρώσεων, απαξίωσης των δυτικών συστημάτων του οπλοστασίου της και δυνητική έξωση από τους οργανισμούς ασφαλείας.

Θα πρέπει όμως όλοι να καταλάβουμε ότι διαφαίνεται εδώ και η ύστατη κόκκινη γραμμή των Τούρκων, πέρα από την οποία θα εξαναγκαστούν στην επιλογή του ανατολικού στρατοπέδου.  Η κόκκινη αυτή γραμμή είναι η φινλανδική ένταξη.  Ο λόγος είναι ότι σε μια σειρά από διενέξεις ιδιαίτερα κρίσιμες για τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη θέση της στον κόσμο, έχει ανάγκη την ανοχή της Ρωσίας.  Ιδιαίτερα στο Συριακό Κουρδιστάν, η ανοχή αυτή έχει αποκτήσει υπαρξιακές διαστάσεις τόσο για την ενότητα της χώρας, όσο και για την επιβίωση του καθεστώτος.

Συνεπώς, δεν υπάρχει ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να τζογάρει η Τουρκία το Κουρδιστάν για χάρη μιας σκανδιναβικής χώρας.  Αυτό που γνωρίζει από πρώτο χέρι ο κ. Ερντογάν είναι ότι επειδή η προσεχής άρση ουδετερότητας της Φινλανδίας παραβιάζει πρώτον την παραχώρηση ανεξαρτησίας, δεύτερον τη συνθήκη της Μόσχας με την οποία τερματίστηκε ο πόλεμος και τρίτον και κυριότερο το ψυχροπολεμικό αλλά και το μεταψυχροπολεμικό καθεστώς ασφαλείας και συνεπώς γίνεται αντιληπτή από τη Ρωσία ως κατάφωρη παραβίαση αδιαπραγμάτευτης κόκκινης γραμμή, θα υπάρξει αντίδραση.  

Όταν λοιπόν υπάρξει η αντίδραση αυτή, ο Τούρκος πρόεδρος θεωρεί αδιανόητο το ότι θα πρέπει να προστρέξει σε βοήθεια μιας μη φιλικής χώρας και να βρεθεί σε πολεμική σύρραξη με μια πυρηνική δύναμη με την οποία συνορεύει (στη θάλασσα), από την οποία εξαρτάται ενεργειακά και οικονομικά και με την οποία συνεννοείται στη Συρία, στη Λιβύη, στο Σαχέλ και πολύ σύντομα στην Αίγυπτο (κρατήστε το αυτό).  Επειδή λοιπόν αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί, ή θα μπλοκάρει οριστικά η Τουρκία τη φινλανδική ένταξη, προς ανακούφιση πολλών, ή, αν πιεστεί ασφυκτικά, θα αρχίζει να συντάσσεται όλο και περισσότερο με το μπλοκ της ανατολής, κάτι εξόχως επικίνδυνο για την κατάσταση στο Αιγαίο και την Κύπρο.