Βήμα προς βήμα το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων

Του Γιάννη Μπασκάκη

Οι αποκαλύψεις για τις τηλεφωνικές υποκλοπές με θύματα τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκη και τους δημοσιογράφους Στ. Μαλιχούδη και Θ. Κουκάκη και για το λογισμικό Predator ● Πώς η κυβέρνηση αναγκάζεται να παραδεχτεί αυτά που η ίδια διέψευδε.

Στη σημερινή Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, όπου θα προσδιοριστούν τα επόμενα κοινοβουλευτικά βήματα αναφορικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών, στρέφονται τώρα όλα τα βλέμματα, με την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό –που σήμερα λείπει σε επίσκεψη στο Κατάρ– να βρίσκονται στην πιο δεινή θέση της θητείας τους και να αναγκάζονται να συρθούν στις διαδικασίες αυτές υπό το βάρος των τόσο σοβαρών ευθυνών τους. Ευθύνες που προκύπτουν αβίαστα, ακόμα και μόνο από τη διαδοχή των ίδιων των γεγονότων που οδήγησαν στην αρχή της αποκάλυψης του ελληνικού Γουότεργκεϊτ. Τα βάζουμε στη σειρά:

Πρώτα απ’ όλα ξεκινάμε από τις 31.3.2021 και τη σπουδή της κυβέρνησης να τροποποιήσει, με αναδρομική ισχύ, τη σχετική νομοθεσία προκειμένου να απαγορεύσει τη δυνατότητα γνωστοποίησης των υποκλοπών στους θιγόμενους που παρακολουθούνταν για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Και η κυβερνητική αυτή κίνηση είναι ασφαλώς ύποπτη, αφού έρχεται βέβαια μετά την καταγγελία που ήδη από το 2020 είχε κάνει ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης στην ΑΔΑΕ, προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεσή του.

Στις 15.11.2021, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, είχαμε θέσει ερώτημα στον Γ. Οικονόμου σχετικά με τις τότε αποκαλύψεις της «Εφ.Συν.» για τις παρακολουθήσεις πολιτών από την ΕΥΠ (δημοσιογράφων –όπως ο Σταύρος Μαλιχούδης–, δικηγόρων, ανθρώπων που σχετίζονται µε το προσφυγικό, αλλά και αντιεμβολιαστών). Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε παραδεχτεί πλήρως τις πρακτικές αυτές. Είχε επιβεβαιώσει ακόμα και τις κατηγορίες πολιτών που παρακολουθούνταν και είχε υπερασπιστεί απολύτως τη δράση του κ. Κοντολέοντος με το αίτημα «να µείνει έξω από τη δηµόσια πολιτική αντιπαράθεση» και η ΕΥΠ «και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισµοί απέναντι στον διοικητή, τον επικεφαλής της, για λόγους προφανείς».

Αλλά στις 24.11.2021 και 17.12.2021, σε μια προσπάθεια να συσκοτίσει το θέμα, η κυβέρνηση, μέσω επιστολών του Γ. Γεραπετρίτη προς το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP), διαβεβαίωνε ότι δήθεν «στην Ελλάδα δεν διενεργείται καµία παρακολούθηση δηµοσιογράφων».

Φωτιά στο Μαξίμου

Και τον Απρίλιο του 2022 η επικαιρότητα σείεται από τις αποκαλύψεις σχετικά με την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator. Βέβαια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα υποστηρίξει ότι πρόκειται για παρακολούθηση «ιδιώτη» από «ιδιώτη», για να ακολουθήσουν οι νέες αποκαλύψεις για την –προγενέστερη του Predator– παρακολούθηση του κ. Κουκάκη, που βέβαια ήταν απευθείας από την ίδια την ΕΥΠ.

Τον Μάιο θα έρθει να βάλει φωτιά στο Μαξίμου και η ανακοίνωση της Google, η οποία με τον πιο επίσημο τρόπο θα δηλώσει ότι το λογισμικό παρακολούθησης Predator έχει πουληθεί σε κρατικούς φορείς στην Ελλάδα, διαψεύδοντας έτσι εμφατικά την κυβέρνηση, η οποία δήλωνε ανήξερη για την υπόθεση των παρακολουθήσεων του κ. Κουκάκη και ισχυριζόταν ότι «οι ελληνικές Αρχές δεν χρησιμοποιούν τέτοιου είδους λογισμικά». Παρ’ όλα αυτά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα επιμείνει στους ίδιους ισχυρισμούς και θα προσπαθήσει να υποβαθμίσει την αποκάλυψη της Google, λέγοντας ότι «το κείμενο μιλάει για εκτίμηση».

Αλλά τον Ιούλιο –κι ενώ οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις συνεχίζονται– θα σκάσει στα θεμέλια της κυβέρνησης η μεγάλη βόμβα: ο Νίκος Ανδρουλάκης καταθέτει μηνυτήρια αναφορά στον Αρειο Πάγο καταγγέλλοντας απόπειρα παγίδευσης του κινητού του με το διαβόητο Predator, η οποία και διαπιστώθηκε από την αρμόδια υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στις 29 Ιουλίου συγκαλείται, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης, η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, όπου προσήλθαν ο τότε διοικητής της ΕΥΠ Παναγιώτης Κοντολέων και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος, με τον πρώτο να υποχρεώνεται τότε να προχωρήσει σε μια πρώτη ομολογία, η οποία δεν ήταν άλλη από την επιβεβαίωση της παρακολούθησης από την υπηρεσία του, μέσω «νόμιμης επισύνδεσης», του Θανάση Κουκάκη. Αλλά αναφορικά με το θέμα του κ. Ανδρουλάκη, σύμφωνα με πληροφορίες ο Π. Κοντολέων ισχυρίστηκε κατηγορηματικά ότι η ΕΥΠ δεν παρακολουθεί πολιτικούς, ενώ την ίδια διαβεβαίωση φέρεται να έδωσε και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, που εκπροσωπούσε τον πρωθυπουργό, στου οποίου την αρμοδιότητα υπάγεται η ΕΥΠ από το 2019. Μόνο όταν η παρακολούθηση Ανδρουλάκη αποκαλύφθηκε από την ΑΔΑΕ, το μέγαρο Μαξίμου αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι υπό καθεστώς παρακολούθησης µέσω «νόμιμης επισύνδεσης» βρισκόταν και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ.

Πλήρης γνώση της ΕΥΠ

Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τη δήλωση του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου ότι «και στην περίπτωση του Θ. Κουκάκη και στην περίπτωση του Ν. Ανδρουλάκη χρησιμοποιήθηκε ο συνδυασμός δύο πραγμάτων, της νόμιμης συνακρόασης και της εισαγωγής του παράνομου λογισμικού. Στον κ. Ανδρουλάκη όταν δεν πάτησε το λινκ υπήρξε η νόμιμη συνακρόαση. Στον Κουκάκη που πάτησε το λινκ, σταμάτησε η συνακρόαση όταν έκανε καταγγελία για τη νόμιμη επισύνδεση και σταμάτησε η παρακολούθησή του». Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκαν και οι δύο τρόποι υποκλοπών και όπου ναυαγούσε ο ένας αναλάμβανε ο άλλος σε πλήρη γνώση ασφαλώς της ΕΥΠ.

Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες: ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε (5 Αυγούστου) να αποπέμψει δύο καθαρά προσωπικές του επιλογές –και με απολύτως προσωπική σχέση μαζί τους– μόνο όταν διαπίστωσε ότι θα πρέπει να τους θυσιάσει σε μια προσπάθεια να διασωθεί ο ίδιος και να βγει από το κάδρο των ευθυνών του. Τον γενικό γραμματέα (και ανιψιό) του, Γρηγόρη Δημητριάδη (για τη δραστηριότητα του οποίου είχαν αρχίσει να πληθαίνουν και οι αποκαλύψεις, βλ. «Reporters United» και «Εφ.Συν.») και τον Παναγιώτη Κοντολέοντα, με τον οποίο επίσης ο πρωθυπουργός ταυτίστηκε πλήρως, ήδη από την περίοδο που έφτασε να αλλάξει και τον νόμο προκειμένου να νομιμοποιήσει το γεγονός ότι ο εκλεκτός του δεν είχε τα τυπικά προσόντα για τη θέση. Μάλιστα στην περίπτωση Δημητριάδη, αρχικά το Μαξίμου απέδωσε την παραίτησή του στο «κλίμα τοξικότητας» και όχι στο ζήτημα των ευθυνών του, για να αλλάξει στάση μετά και να έρθει ο κ. Μητσοτάκης να του χρεώσει την «αντικειμενική πολιτική ευθύνη», σε μια άπελπι προσπάθεια να την αποσείσει από πάνω του, παρ’ όλο που είναι βέβαια εξ ορισμού δική του, ως πολιτικού προϊσταμένου.

Με αντίστοιχο τρόπο κατέρρευσαν και οι κυβερνητικές διαρροές που έλεγαν ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος των μυστικών υπηρεσιών της Ουκρανίας και της Αρμενίας, κάτι που διέψευσαν κατηγορηματικά οι πρέσβεις των δύο χωρών. Τώρα η κυβέρνηση θα βρεθεί βαρύτατα εκτεθειμένη στη Βουλή, όσο κι αν την είχε κλείσει μέχρι τις 31 Αυγούστου και υποχρεώθηκε να επισπεύσει το άνοιγμά της μετά την αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ