Γιάννης Βαρβιτσιώτης: η ζωή του ως ιστορία

Tου Γ. Λακόπουλου

Μπορεί ένας πολιτικός που αυτοβιογραφείται εν ζωή να πει την ιστορική αλήθεια; Το ερώτημα είναι μια  καλή αφορμή να εντρυφήσουμε στον δεύτερο τόμο του βιβλίου του πρώην υπουργού και αντιπροέδρου της ΝΔ Γιάννη Βαρβιτσιώτη «Όπως τα έζησα- 1981-1983» – από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Ο πρώτος τόμος κάλυψε την 20ετία  1961-198 . Ήταν δηλαδή μια αφήγηση ανάμεσα σε δυο χρονικά σύμβολα, με ιδιαίτερη φόρτιση, αλλά με αντιφατικές συνέπειες για τον συγγραφέα. Άλλο να μπαίνεις την πολιτική ως νέος με φιλοδοξίες και άλλο να  δοκιμάζεις την πίκρα μιας ήττας. Συν την «ανάπαυλα» της δικτατορίας που μεσολάβησε.

Ο  Βαρβιτσιώτης τα κατάφερε πολύ καλά σε εκείνη την αφήγηση και μας τροφοδότησε με χρήσιμο υλικό για κρίσιμες και εν μέρει ακόμη αδιευκρίνιστες πλευρές των γεγονότων.

Ο δεύτερος τόμος, ίσως γιατί πέρασαν και κάποια χρόνια, έχει περισσότερο προσωπική και ενδιάμεσα ιδιαίτερα συναισθηματική υφή. Απεικονίζει πλήρως την προσωπικότητα ενός πολιτικού που  υπήρξε ευπρεπής, δεν ήταν ποτέ συγκρουσιακός και είχε καλές σχέσεις όλες τις πλευρές -μέσα και έξω από το κόμμα του.

Είναι πάντως μια διαφορετική ματιά στα πράγματα, καθώς αυτά τα 14 χρόνια που περιγράφει ήταν κυρίως την αντιπολίτευση και το κόμμα του κυβέρνησε μόλις τρία χρόνια. Ωστόσο ήταν περίοδος ταχύτατων ανατροπών τις οποίες ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης έζησε από μέσα, προσπαθώντας να τις αποτρέψει συχνά. Και πάντως με την ματιά του πολιτικού που βιώνει τη δράση της συμμετοχής είτε βρίσκεται την εξουσία, είτε προσπαθεί να την αποκτήσει.

Σ’ αυτόν τον τόμο αφηγείται την ιστορία όπως την ξέρει και τη ζωή του σαν ιστορία. Όπως λέει η καθηγήτρια Κωνσταντίνα Μπότσιου που τον προλογίζει, «αντιπαρατίθεται με την ιστορία του» και «αυτόματα προσθέτει μια σημαντική ψηφίδα στη μελέτη της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας». 

Σε κάθε περίπτωση όμως, και παρότι σε ένα μεγάλο μέρος η αφήγηση αποτελεί κριτική στα πεπραγμένα του αντίπαλου κόμματος, και του Ανδρέα Παπανδρέου, η κουλτούρα του καλοπροαίρετου που χαρακτηρίζει τον πρώην υπουργό, για όσους τον ξέρουν, καθιστά αξιόπιστη τη μαρτυρία του ακόμη και εκεί που μπορεί να υπάρχουν και άλλες εκδοχές.

Πολλοί αναγνώστες αυτού του βιβλίου ενδεχομένως θα εστιάσουν στην περιγραφή των εσωτερικών της ΝΔ και των άλλων κορυφαίων στελεχών της εποχής. Ή στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του οποίου  η σχέση με την πολιτική ζωή περιέχει ανατροπές σ’ αυτό το διάστημα. Αυτό καθιστά τον Βαρβιτσιώτη κρίσιμη πηγή ως συνομιλητή του. Πράγματι στο βιβλίο υπάρχουν στοιχεία που δεν είχαν αναδειχθεί ως τώρα, ιδίως για τον τρόπο που αντιμετώπιζε ο Καραμανλής τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πολιτικό που πήρε τη θέση του στο κέντρο της πολιτικής ζωής.

Εξίσου αποκαλυπτικές είναι οι αναφορές του σε πρόσωπα όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο Γεώργιος Ράλλης και ιδίως ο Κώστας  Μητσοτάκης, απέναντι τον οποίο η επιφυλακτικότητα  διαπερνά με διακριτικό τρόπο την αφήγηση -παρότι του αναγνωρίζει  «θάρρος» και μια «ξεχωριστή θέση» στην ιστορία.

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ

Σε μια περίπτωση πάντως ο ιστορικός του μέλλοντος θα σημειώσει ιδιαίτερα τις αναφορές του Βαρβιτσιώτη στην παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου  στο ειδικό δικαστήριο και τις διαφορές του με τον Μητσοτάκη επ’ αυτού. Όπως αναφέρει, παρότι εξήγησε και ως δικηγόρος στον τότε αρχηγό της ΝΔ ότι το κατηγορητήριο δεν στηρίζεται σε σοβαρά στοιχεία, αυτός επέμενε.

«Δεν με έπεισε» λέει ο Βαρβιτσιώτης. Δεν δίσταζε να συμπληρώσει ότι «ο Κ. Μητσοτάκης δεν έλεγε την αλήθεια» όταν ισχυρίσθηκε ότι κανείς δεν εξέφρασε αντίθετη άποψη, ούτε ο Βαρβιτσιώτης που εκ των υστέρων λέει ότι ήταν αντίθετος.

Σ’ αυτό το σημείο ο πρώην υπουργός προσθέτει μαρτυρίες ότι ο Μητσοτάκης γνώριζε επίσης ότι και  ο Καραμανλής ήταν αντίθετος στην παραπομπή με τα συγκεκριμένα στοιχεία.  Αλλά και απλώς λόγος κόντρα στον λόγο το Μητσοτάκη αρκεί.

Ο Βαρβιτσιώτης έζησε  από πολλές κομματικές και κυβερνητικές θέσεις εκτός από την πολιτική ζωή γενικά και το παρασκήνιο διαδοχικών αλλαγών στη ΝΔ  από το 1980 μέχρι το 1993 που  έκλεισε ο κύκλος του Μητσοτάκη και η ΝΔ επανήλθε το αστερισμό του καραμανλισμού, με τον Μιλτ. Έβερτ. Σ’ αυτό το παιχνίδι μετείχε και ίδιος ως υποψήφιος αρχηγός.

Η αφήγηση του ωστόσο δεν είναι μεροληπτική όπως θα περίμενε κάποιος. Αντίθετα αποδεικνύεται συναρπαστική για την αμεσότητα της. Είτε αφήνει αιχμές, είτε στρογγυλεύει τα πράγματα, δεν επιχειρεί ούτε να δικαιώσει ούτε να αποδοκιμάσει κανέναν. Απλώς αφηγείται-  είτε όλα όσα ξέρει, είτε όσα νομίζει ότι μπορούν να ειπωθούν.

Π.χ. δεν κρύβει την έκπληξη του -και εμμέσως τη δυσφορία του -για «την πρωτοφανή προώθηση Σαμαρά» από τον Κ. Μητσοτάκη. Ούτε κρύβει τις πληροφορίες της εποχής ότι οι σχέσεις τους χάλασαν διότι μπήκε στο παιχνίδι της διαδοχής η Ντόρα- «αρνούμενος να πιστέψει» ότι «έπαιξαν με ένα εθνικό θέμα για να πέτυχουν προσωπικές φιλοδοξίες»

Αλλά στα τελευταία  κεφάλαια του βιβλίου του αναφέρει στην ανατροπή του Μητσοτάκη από τον Σαμαρά, περιοριζόμενος στην παράθεση γνωστών γεγονότων. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι δεν λέει όσα  ξέρει γι’ αυτή την υπόθεση.  Είναι ένας από τους περιορισμούς που έχουν οι αυτοβιογραφίες εν ζωή…