Γιώργος Λακόπουλος: Ας μην κρυβόμαστε για το Βατερλό της Μαδρίτης: ο Ερντογάν βρίσκει και τα κάνει

Ο σημερινός πρωθυπουργός μετέτρεψε τα ελληνοτουρκικά σε προσωπική του υπόθεση – αποφασίζοντας μόνος για τη διπλωματία, τους εξοπλισμούς και την ατζέντα των συναντήσεων.

Ένας Πρωθυπουργός που φεύγει από σύνοδο του ΝΑΤΟ σε χειρότερη κατάσταση από ότι πήγε, θα έδειχνε τουλάχιστον λυπημένος. Αλλά όχι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Επέστρεψε από τη Μαδρίτη «ικανοποιημένος».

Κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον ικανοποίησε. Σε όλα ήταν απών και από όλα βγήκε ζημιωμένος- και στο περιθώριο. Εκτός αν η ικανοποίηση προέρχεται από την επίσκεψη στο «Πράντο» και το πολυτελές βασιλικό δείπνο, στην αίθουσα των πολυελαίων.

Πολιτικά- και εθνικά δυστυχώς- απέτυχε. Ούτε την πολυδιαφημισμένη επίσκεψη-υποτέλειας- στην Ουάσιγκτον δεν μπορεί πλέον να επικαλείται: ο Μπάιντεν στη Μαδρίτη έκανε για την Ελλάδα και την Τουρκία ,τα αντίθετα από αυτά που έλεγε ο ημέτερος Πρωθυπουργός ότι θα κάνει.

Ο Ερντογάν τα πήρε όλα και αυτό δεν μπορεί να το κρύψει η αξιοθρήνητη προσπάθεια των γελωτοποιών του βασιλέως στα ΜΜΕ , να πείσουν ότι τάχα η -αφανής- διπλωματική μαεστρία του Μητσοτάκη τον οδήγησε σε… κολωτούμπα, στο βέτο για τις νέες προσχωρήσεις στη Συμμαχία.

Ή ότι, δεν έθεσε και θέμα για τα ελληνικά νησιά, φοβούμενος ότι ο Μητσοτάκης – που είχε μαζί του κάτι φακέλους , λέει – θα τον κατατροπώσει. Δεν είναι πλάκα – τέτοια λένε αυτές τις μέρες…

Στην πολιτική τίποτε δεν γίνεται τυχαία Ότι εμφανίζεται στο προσκήνιο ή έχει προετοιμαστεί και πάντως προκύπτει από όσα προηγήθηκαν. Ισχύει προφανώς και στη διεθνή διπλωματία, στις σχέσεις μεταξύ κρατών και φυσικά στα ελληνοτουρκικά.

Μόλις τον περασμένο Μάρτιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφάνιζε τον Τούρκο πρόεδρο ως καλόπιστο συνομιλητή του και έλεγε ότι εγκαινίασε μαζί του «νέα αρχή». Αυτό εξελίχθηκε σε κρεσέντο τον απειλών του Ταγίπ Ερντογάν κατά της ελληνικής κυριαρχίας πλέον.

Δεν είναι άσχετο από τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται ο Έλληνας πρωθυπουργός. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε, ανατρέποντας την πάγια εθνική πολιτική δεκαετιών, έκανε αδιανόητα πράγματα στην εξωτερική πολιτική.

Έβαλε στη γωνία τον υπουργό Εξωτερικών -και τον υπουργό Άμυνας- και επιδόθηκε σε ΙΧ διπλωματία – με στόχο τον κατευνασμό της Τουρκίας και την διαμόρφωση κλίματος για ελληνοτουρκικές συζητήσεις πέρα από την οριοθέτηση τη υφαλοκρηπίδας των νησιών.

Άρχισε να μιλάει για «διαφορές» και «ζώνες», που μπορούν να αντιμετωπισθούν με «αμοιβαία καλή θέληση». Πρακτικά υιοθέτησε τις υποδείξεις των ξένων «να τα βρούμε» με την Τουρκία.

Από τη μια συνάντησή του με τον Ερντογάν στην άλλη, -συνήθως στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ- η Ελλάδα έκανε κι ένα βήμα πίσω- με τον Πρωθυπουργό να αφήνει να πλανάται η εντύπωση ότι συζητάει τα πάντα με την άλλη πλευρά.

Οι δυο Καραμανλήδες, ο Ανδρέας Παπανδρέου, από την εθνική γραμμή: δεν συζητάμε τίποτε πέρα από την υφαλοκρηπίδα.

Όσες φορές παραβιάσθηκε αυτή η γραμμή, κόστισε ακριβά. Ο Σημίτης άφησε πίσω τη γκριζοποίηση στα Ίμια και την αναγνώριση «ζωτικών συμφερόντων» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Ο Γ. Παπανδρέου ήταν έτοιμος για περισσότερα, αλλά δεν πρόλαβε.

Ο νεότερος Μητσοτάκης είναι ο χειρότερος. Διαμορφώνει σε ..προσωπική βάση τις σχέσεις με την Τουρκία, σε κλίμα συνδιαλλαγής. Ενώ από το περιβάλλον του ακούγονται απόψεις για «συνδιαχείριση του πλούτου στο Αιγαίο». Όπως και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, για να είμαστε δίκαιοι.

Επί Μητσοτάκη η Ελλάδα ποτέ δεν έτριξε τα δόντια στους Τούρκους. Ακόμη και μετά την ανοίκεια συμπεριφορά του Ερντογάν – για το μυστηριώδες γεύμα τους στο Βόσπορο-και τις απλές για επέμβαση σε ελληνικά νησιά, ο Πρωθυπουργός μιλούσε για «διάλογο». Το συνεχίζει ακόμη και μετά το Βατερλό του στη Μαδρίτη, προβληματίζοντας για τους λόγους που τον οδηγούν σ αυτή την παθητική στάση..

Η Ελλάδα του Μητσοτάκη έχει ήδη μια ήττα στο Τουρκο-λυβικό Σύμφωνο, ενώ η κυβερνητική προπαγάνδα επέμενε ότι ο Πρωθυπουργός είχε οδηγήσει σε «διπλωματική απομόνωση» τον Ερντογάν. Τόση απομόνωση, ώστε έκανε τον μεσολαβητή στο Ουκρανικό και τώρα παίρνει ότι ήθελε από το ΝΑΤΟ και τους Αμερικάνους.

Ποτέ άλλοτε η Αθήνα δεν ήταν τόσο αδύναμη διπλωματικά απέναντι στην Άγκυρα. Αλλά αν συγκριθούν οι σημερινές ελληνοτουρκικές σχέσεις , με προγενέστερες περιόδους , προκύπτει ότι ο Ερντογάν δεν αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις του τυχαία: βρίσκει και τα κάνει.

Στις δυο δεκαετίες που κυβερνάει τη χώρα του, καμία άλλη ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν ανεκτική απέναντι του. Είχαν σχέσεις και επαφές – ακόμη και κουμπαριές- μαζί του, αλλά η ελληνική πολιτική δεν είχε ρωγμές.

Ποτέ άλλοτε από την Τουρκία δεν είχε εκτοξευθεί η απειλή για… προσάρτηση ελληνικών εδαφών . Αμφισβητούσαν μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Αλλά η ελληνική γραμμή ήταν διακριτή και αδιαπραγμάτευτη- ενώ υπήρχε και εσωτερικό μέτωπο για την υποστήριξή της.

Ο σημερινός πρωθυπουργός μετέτρεψε τα ελληνοτουρκικά σε προσωπική του υπόθεση- αποφασίζοντας μόνος για τη διπλωματία, τους εξοπλισμούς και την ατζέντα των συναντήσεων. Αποδεικνύεται ο πολύ εύκολος αντίπαλος για τον Ερντογάν και από αυτή την άποψη είναι ένας μοιραίος Πρωθυπουργός.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR