Γιώργος Νταλάρας: Δεν είναι μόνο η φωνή του που τον καθιστά «Κορυφαίο»

Ο μαθηματικός και αναλυτής Μάρκου Παναγιώτης, γράφει γιατί ο Γιώργος Νταλάρας κάνει τη διαφορά – Αποκλειστικά στο flash.gr

Γιώργος Νταλάρας: Υπάρχει μια σπουδαία ερώτηση που θέτουμε, μερικές φορές, στους άλλους, ίσως και στον εαυτό μας όταν αναρωτιόμαστε: Τι είναι αυτό που έκανε τον Γιώργο Νταλάρα τόσο μεγάλο καλλιτέχνη πέραν από το χάρισμα της φωνής του; Διότι θέλουμε δεν θέλουμε, εκεί ανήκει, στην κορυφή. Σε μια προσπάθεια απάντησης ευελπιστώ να συνδράμουν όσα γράφω στη συνέχεια αυτού του σημειώματος. 

Αποτελεί βαθιά πεποίθηση ότι η διαχρονική επιτυχία του Γιώργου Νταλάρα ως καλλιτέχνη «οφείλεται» στην επιλογή του, που συνοψίζεται σε μια φράση: αρνήθηκε να «υπηρετήσει» το γαστρονομικό – καταναλωτικό τραγούδι, αντίθετα «υιοθέτησε» εκείνο που εμείς ονομάζουμε «διαφορετικό τραγούδι». Ας εξηγήσω λίγο τους όρους της παραπάνω πεποίθησης. 

Η γαστρονομική μουσική είναι ένα βιομηχανικό προϊόν που δεν επιδιώκει κανέναν άλλο καλλιτεχνικό σκοπό, παρά μόνο την ικανοποίηση των απαιτήσεων της αγοράς. Το βασικό χαρακτηριστικό του καταναλωτικού τραγουδιού είναι ότι ψυχαγωγεί χωρίς να αποκαλύπτει τίποτα νέο, αλλά επαναλαμβάνει αυτό που ήδη ξέραμε, αυτό που ήδη περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε να επαναλαμβάνεται, και μόνο έτσι διασκεδάζουμε. 

Ο Γιώργος Νταλάρας επέλεξε να συνεργαστεί με μια σειρά δραστήριων δημιουργών, συνθετών, μουσικών, στιχουργών οι οποίοι κάνουν, ή αν προτιμάτε έκαναν, τραγούδια με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους. Κάπου το λέει ο Μαγιακόφσκι και μας το έκανε γνωστό αυτό ο Θάνος ο Μικρούτσικος μέσα από το κομμάτι «Τους προβολείς στήσε»: «Η τέχνη δεν πρέπει να αντανακλά σαν τον καθρέπτη, μα σαν φακός να μεγεθύνει!». Για να εννοήσουμε καλύτερα λέγω τούτο: το γαστρονομικό – καταναλωτικό τραγούδι χρησιμοποιείται καθώς κάνουμε κάτι άλλο, σαν υπόβαθρο. 

Το «διαφορετικό» τραγούδι, εκείνο που «υπηρέτησε» ο Γ. Νταλάρας όλα τα χρόνια, απαιτούσε σεβασμό και ενδιαφέρον. Επέλεξε, διαχρονικά, εκείνους τους συνεργάτες οι οποίοι έφερναν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα:  πρόσφεραν ένα τραγούδι που ο κόσμος συγκεντρώνεται για να το ακούσει. Οι δημιουργοί αυτοί, με το έργο τους, υπογράμμιζαν το περιεχόμενο του και δεν προσπαθούσαν να προσελκύσουν την προσοχή του ακροατή γοητεύοντας τον με έναν πρωτόγονο ρυθμό, αλλά μέσα από τη διαπεραστική παρουσία ασυνήθιστων εννοιών και εκκλήσεων. Με αυτό το τραγούδι ο ακροατής ψυχαγωγούνταν, μαθαίνοντας.

Οι δημιουργοί, λοιπόν, του «διαφορετικού» τραγουδιού είχαν εγκαθιδρύσει μια «άλλη» σχέση τόσο μεταξύ τους όσο και με το ακροατήριο. Μέσα από το τραγούδι τους μεγέθυναν ό,τι συνέβαινε στην εποχή τους αλλά παράλληλα μετουσίωναν το «πραγματικό» της και το «έδιναν» στο ακροατήριό τους με νέες έννοιες, με ιδιαίτερες φράσεις. Με άλλα λόγια με άλλα «σημαίνοντα» από εκείνα που είχαν βιωθεί από τον ίδιο τον ακροατή του τραγουδιού. Θα αναφέρω έξι διαφορετικές περιόδους  παρμένες επιλεκτικά από την «αναρρίχηση» του Νταλάρα στο μουσικό στερέωμα της πατρίδας μας για να τεκμηριώσω περισσότερο αναλυτικά τα όσα παραπάνω ανάφερα. 

1969 Κυκλοφορία άλμπουμ «Γιώργος Νταλάρας»
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής γράφει τη μουσική σε επτά τραγούδια, εκ των οποίων στα πέντε έχει γράψει και τους στίχους: «Ο ουρανός φεύγει βαρύς», «Ποιο δρόμο να διαλέξω», «Αν είναι να ‘ρθεις», «Το λιμάνι», «Κάπου στα Πετράλωνα» και επίσης τα: «Μου ‘δωσε ο πλάστης την καρδιά», «Πού ‘ναι τα χρόνια» σε στίχους Άκη Δασκαλόπουλου. Είναι η εποχή που η χούντα μεσουρανεί. Στις 17 του Ιουλίου συλλαμβάνεται ο καθηγητής της Παντείου, Σάκης Καράγιωργας. Από τυχαία έκρηξη μιας από τις βόμβες που είχε στο σπίτι του, τον τραυματίστηκε σοβαρά -χάνει το δεξί του χέρι από τον καρπό- και συλλαμβάνεται. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής στιχουργεί στο κομμάτι του δίσκου και ο Νταλάρας τραγουδά: «Ο ουρανός φεύγει βαρύς πάνω από τη ζωή μου, μα η θύμησή σου έμεινε να δένει την ψυχή μου».
Το ίδιο έτος, στις 6 Ιουνίου δραπετεύει από τις φυλακές Μπογιατίου ο Αλέκος Παναγούλης, επικηρυσσόμενος από τις χουντικές αρχές για 500.000 δραχμές. Την ίδια στιγμή ο Νταλάρας τραγουδά: «Πού ‘ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια, που `χες λουλούδια μες στην καρδιά, πού ‘ναι η αγάπη, γλυκιά μου αγάπη, να μας ζεστάνει στην παγωνιά».

1970 – Αχ χελιδόνι μου
Πέραν της επαγγελματικής τους επαφής, Νταλάρας και Μάνος Λοΐζος συνδέθηκαν με στενή φιλία -τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70- και έκαναν παρέα σχεδόν καθημερινά. Από τη στιγμή μάλιστα που ο συνθέτης ήταν έτσι κι αλλιώς ένας πολύ ανοιχτός και με εξαιρετικό χιούμορ άνθρωπος, τα πειράγματα δίναν κι έπαιρναν.
Ο Μάνος Λοΐζος δεν δίσταζε να εκφράζει το θαυμασμό του για άλλους δημιουργούς και να τους «ζηλεύει» με την καλή έννοια. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Σταύρος Κουγιουμτζής, με τον οποίο ο Νταλάρας είχε σχεδόν αποκλειστική συνεργασία, στα πρώτα βήματα της καριέρας του. Συχνά λοιπόν, ο αξέχαστος Μάνος μιλούσε με σεβασμό και αγάπη για τα τραγούδια του Θεσσαλονικιού συνθέτη και δεν παρέλειπε να τονίζει το πόσο θα ήθελε να του μοιάσει…

Ο Νταλάρας τότε, άρπαζε την ευκαιρία και για να πειράξει τον Λοΐζο, του έλεγε κάθε φορά: «Κεφάλα (το παρατσούκλι του), ότι κι αν κάνεις δεν πρόκειται ποτέ να γράψεις ένα τραγούδι σαν του Κουγιουμτζή»! Φυσικά δεν το έλεγε επειδή δεν τον θεωρούσε ικανό, αλλά για να τον «τσιγκλήσει» και να τον δοκιμάσει! Το κόλπο έπιασε…Μια μέρα, γύρω στα μέσα του 1971, ο Λοΐζος του είπε με βεβαιότητα: «Ρε συ, θα σου γράψω ένα τραγούδι σαν του Κουγιουμτζή». Ο Νταλάρας τον κορόιδεψε και του επανέλαβε τη γνωστή κουβέντα που συνήθιζε να του λέει, αλλά λίγες μέρες αργότερα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον συνθέτη ο οποίος τον καλούσε στο σπίτι του «για ν’ ακούσει κάτι» …

Πράγματι, ο ερμηνευτής πήγε κι αμέσως ο Λοΐζος κάθισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει και να τραγουδά το «Αχ χελιδόνι μου», τους στίχους του οποίου είχε γράψει -ποιος άλλος;- ο Λευτέρης Παπαδόπουλος! Είναι άξιο απορίας το πώς τούτα τα λόγια κατάφεραν να περάσουν από τη «μέγγενη» της χουντικής λογοκρισίας, αφού είναι ξεκάθαρο ότι περιγράφουν τόσο παραστατικά κι εμφατικά τα δύσκολα χρόνια που βίωνε εκείνα τα χρόνια η χώρα μας υπό τον δικτατορικό ζυγό.
Με το που άκουσε το τραγούδι ο Νταλάρας, έμεινε κυριολεκτικά άφωνος κι αργότερα παραδέχτηκε στον Λοΐζο ότι πράγματι είχε γράψει ένα κομμάτι «σαν του Κουγιουμτζή», κάνοντάς τον ιδιαίτερα περήφανο και χαρούμενο. Για να δείτε ποια νοοτροπία είχαν τότε οι δημιουργοί και πόσο σέβονταν ο ένας τη δουλειά και το έργο του άλλου. Άλλωστε, γι’ αυτό ήταν και τόσο σπουδαίοι και σημαντικοί.

Και κάτι ακόμα…
Στην πραγματικότητα το «Νάτανε το 21» ήταν ένα έξυπνο τραγούδι. Ήταν έξυπνοι, δηλαδή, οι στίχοι της αείμνηστης Σώτιας Τσώτου, γιατί από τη μια μεριά έπιαναν τον παλμό της 150ετηρίδας από την Επανάσταση του ’21 (που θα συμπληρωνόταν το 1971) και από την άλλη άφηναν τους χουντικούς να νομίζουν πως εκείνο το «21» μπορεί και να τους αφορά [παραπέμποντας στην 21η Απριλίου]. Αυτή η δημιουργική ασάφεια, να το πούμε έτσι, έδωσε πολλούς πόντους στο άσμα, το οποίο δεν εμποδίστηκε από πουθενά. Έτσι έφθασε μέχρι και στο τελευταίο χωριό της χώρας, στήνοντας κατ’ ουσίαν την καριέρα του Γιώργου Νταλάρα.

Ένα δεύτερο θέμα, που σχετίζεται με το τραγούδι, είχε να κάνει με την αλλαγή μιας λέξης στη δεύτερη πια εκτέλεσή του [τόσο από τον Νταλάρα, όσο και από τον Μπιθικώτση]. Στην αρχή, μια στροφή της Σώτιας Τσώτου έλεγε: «Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια Τουρκοπούλα αγκαλιά». Φαίνεται λοιπόν πως η «τουρκοπούλα» έφτασε στ’ αυτιά των Τούρκων της Αθήνας (πρεσβεία), με αποτέλεσμα να ζητηθεί η αλλαγή της λέξης, ενώ το δισκάκι [τόσο με τον Νταλάρα, όσο και με τον Μπιθικώτση] είχε ήδη κυκλοφορήσει. Το διπλωματικό επεισόδιο τελικώς αποφεύχθηκε. Τόσο ο Μάτσας (MINOS), όσο και ο Λαμπρόπουλος (His Master’s Voice) έδωσαν εντολή να ξαναηχογραφηθεί το τραγούδι, με τη λέξη «ομορφούλα» να αντικαθιστά πλέον, αυτή τη φορά, την «τουρκοπούλα». Έτσι, με την «ομορφούλα» το έμαθε και το αγάπησε ο κόσμος.

1971 – Ο Μέτοικος
Καταμεσής της δικτατορίας, ο Γιώργος Νταλάρας είναι ο πρώτος που ηχογραφεί Ζωρζ Μουστακί στα ελληνικά. Και μάλιστα ένα τραγούδι που επιφανειακά μιλά για κάποιον «μέτοικο», αλλά ουσιαστικά πρόκειται για εξόριστο, όπως τόσοι και τόσοι που υπήρχαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Στον δίσκο υπάρχει το κομμάτι «Αχ χελιδόνι μου», προσέξτε παρακαλώ τους στίχους, αξίζει τον κόπο για να διαπιστώσετε το πολιτικό κλίμα της εποχής: «Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις σ’ αυτόν το μαύρο τον ουρανό, αίμα σταλάζει το δειλινό και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις.  Αχ παλληκάρι μου τα τρένα φύγαν δεν έχει δρόμο για μισεμό κι όσοι μιλούσαν για λυτρωμό πες μου πού πήγαν, πες μου που πήγαν, αχ παλληκάρι μου». 
Επίσης στον ίδιο δίσκο περιέχεται το «Ο θάνατος του ποιητή». Είναι μάλλον προφανές ότι αναφέρεται στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Πρέπει ωστόσο να γνωρίζετε ότι στις 21 Σεπτεμβρίου του έτους 1971 σταμάτησε να κτυπά η καρδιά του αντιχουντικού ποιητή ο οποίος τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ και άκουγε στο όνομα Γιώργος Σεφέρης.  

1976 – Τα τραγούδια μας
Ένα από τα πιο πολιτικοποιημένα μουσικά έργα της εποχής μετά την μεταπολίτευση είναι αυτό το άλμπουμ. Η μουσική του Μάνου Λοΐζου βρήκε τον καλύτερο συνεργάτη στο πρόσωπο του Φώντα Λάδη που έγραψε τους στίχους και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων: «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Ο Στράτος», «Το Δέντρο». Με αυτό το άλμπουμ ο Νταλάρας αποδεικνύει για μια ακόμη φορά, τη διαφορά που είχε από τους άλλους τραγουδιστές της γενιάς του, στην ικανότητα επιλογής και ερμηνείας των τραγουδιών του.

Η εποχή της έντονης πολιτικοποίησης εκφράζεται και στα φιλμ του κινηματογράφου όπου δεσπόζουν: «Το Ανθρωποκυνηγητό» του Τζον Σλέσινγκερ όπου ο Ντάστιν Χόφμαν προσπαθεί να ξεφύγει από έναν πρώην Ναζί, που υποδύεται ο Λόρενς Ολίβιε. Το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» του Άλαν Πάκουλα, όπου οι Ντάστιν Χόφμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ  είναι οι δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το μεγαλύτερο σκάνδαλο του αιώνα. «Ο Ταξιτζής» του Μάρτιν Σκορτσέζε, με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον ρόλο του ταξιτζή. 

1978 – Οι Μάηδες, Οι Ήλιοι Μου
«Επετειακό» διπλό άλμπουμ του Γιώργου Νταλάρα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δέκα χρόνων του στο τραγούδι. Κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1978 και ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 100.000 αντίτυπα. Υπάρχει όμως και η μοναδική δισκογραφική συνεργασία του με τον Γιάννη Σπανό, ο οποίος του έδωσε ένα από τα πιο διαχρονικά τραγούδια της καριέρας του, την πασίγνωστη «Αλάνα»! Είχε γραφτεί το 1973 αλλά λόγω της δικτατορίας είχε μείνει στο συρτάρι. Μάλιστα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αναφέρει ότι η Βίκυ Μοσχολιού, μέσω των γνωριμιών της, είχε προσπαθήσει να το περάσει από την πανίσχυρη λογοκρισία, αλλά παραλίγο να βρει το μπελά της από τα όργανα της χούντας. Απαγορευμένο ήταν και το «Σκορπίσανε οι φίλοι μου» της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που ακούστηκε αρκετά. Επίσης εδώ είναι και το «Πρώτη του Δεκέμβρη» (Γ. Σπανού Μ. Ελευθερίου). 

Η μέγγενη της λογοκρισίας εξακολουθούσε να υπάρχει και το 1978, καθώς με την κυκλοφορία του διπλού δίσκου, απαγορεύτηκε από τα αποκλειστικά κρατικά τότε ΜΜΕ η μετάδοση των επτά από τα 26 τραγούδια που περιλαμβάνει. Αυτών δηλαδή που είχαν καθαρή πολιτική χροιά και με σκληρά λόγια μιλούσαν για εποχές και γεγονότα που ενοχλούσαν αρκετούς. Σε αυτόν τον δίσκο επίσης, περιλαμβάνεται το «Κόκκινο τριαντάφυλλο» του Μίκη Θεοδωράκη που γράφτηκε το Μάιο του 1976 για το θάνατο του Αλέκου Παναγούλη και κυκλοφόρησε τότε σε δίσκο 45 στροφών.

Όταν στην εκπομπή της Σεμίνας τραγούδησε μετά από πολλά χρόνια το «Κάτω από την κληματαριά» συγκινήθηκε και ο ίδιος, αλλά κι εμείς που είχαμε λατρέψαμε αυτόν το δίσκο και «τον Γιώργο αυτής της εποχής». 

1986 Τρελοί Και Άγγελοι 
Είναι το έτος που «κίνησαν για το φεγγάρι» ο Χ. Λ. Μπόρχες, ο αντιστασιακός Σπύρος Μουστακλής, η Αμαλία Φλέμινγκ, ο σουηδός πρωθυπουργός Ούλοφ Πάλμε, αλλά και ο μεγάλος, αγαπημένος Μίμης Φωτόπουλος. Παράλληλα είναι το έτος που ο μεγάλος καταστροφικός σεισμός πλήττει την Καλαμάτα, φυλακίζεται η Μπεναζίρ Μπούτο, συμβαίνει το ατύχημα του Τσέρνομπιλ, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κουρτ Βαλχάιμ κατηγορείται για το Ναζιστικό παρελθόν του, γίνεται η έκρηξη του διαστημοπλοίου Τσάλεντζερ. Μπροστά στα μάτια έντρομων τηλεθεατών και ο Νταλάρας τραγουδάει: 
«Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις, εδώ δεν έχει τόπο να σταθείς, 
ανήμπορος στον ήλιο ανεμίζεις, συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής.
Τι κάθεσαι εδώ πέρα και πεθαίνεις, και ψάχνεις για καινούργιες προσευχές, 
το χάλασμα το βλέπεις και σωπαίνεις, φθινόπωρο κι αρχίζουν οι βροχές
».

Ο σύντομος, έντονος και αυτοκαταστροφικός βίος του Dylan Thomas, δεν τον εμπόδισε ώστε να χριστεί εθνικός ποιητής και να επηρεάζει ακόμη και σήμερα με το έργο του, γενιές καλλιτεχνών και «κανονικών» ανθρώπων που αγαπούν τις τέχνες και ομορφαίνουν με αυτές τη ζωή τους. Το 1986 ο Σταύρος Κουγιουμτζής στο ξανασμίξιμό του με τον Γιώργο Νταλάρα -ο τελευταίος πια σε ρόλο τρανού πρωταγωνιστή και όχι ανερχόμενου ερμηνευτή- κατέθεσε τον εξαιρετικό δίσκο «Τρελοί και Άγγελοι». Εκεί, πέρα απ’ την τρανταχτή επιτυχία «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και την καθιέρωση μιας ξεχωριστής ερμηνεύτριας, της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, ο Κουγιουμτζής έκανε και μια ιδιαίτερη αφιέρωση.

Ο δημιουργός είναι λατρεμένος για τις συνθετικές του ικανότητες, όμως και σαν στιχουργός έχει δώσει μοναδικά δείγματα γραφής. Αν άλλος είχε γράψει αυτά που έχει υπογράψει ως στιχουργός ο Κουγιουμτζής, σήμερα θα κάναμε αφιερώματα των αφιερωμάτων για τον τρόπο και το ύφος του.Το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου, φέρει τον υπότιτλο «Ντύλαν Τόμας».

Νομίζω, από τα παραπάνω 6 στιγμιότυπα που πάρθηκαν ενδεικτικά από την καλλιτεχνική ζωή του Γιώργου Νταλάρα, ότι γίνεται κατανοητό, τουλάχιστον περισσότερο σαφές, τι εννοώ όταν λέω ότι υπάρχει κεφαλαιώδης διαφορά ανάμεσα σε αυτό που αποκαλώ «γαστρονομικό – καταναλωτικό»  τραγούδι και σε κείνο που ονομάζω «διαφορετικό». Η απάντηση λοιπόν, στο εναρκτήριο ερώτημα αυτού του σημειώματος, είναι περισσότερο σαφής πλέον. 

ΑΠΟ ΤΟ FLASH.GR