Εκλογές – Δήμος Αθηναίων: Ηττημένοι και νικητές

Του Άγγελου Ραπτάκη

Στον Δήμο Αθηνών τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Ενώ ο Κώστας Μπακογιάννης, φαβορί για τη δημαρχεία της ελληνικής πρωτεύουσας έχει την επίσημη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας, μόνο ευχάριστη δεν είναι η κατάσταση στην Αθήνα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, Πρόεδρο της ΝΔ και Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Πώς γίνεται η (καταφαινόμενη) εκλογή του υποψηφίου ενός κόμματος στη μεγαλύτερη πόλη της χώρας λίγους μήνες πριν τις εθνικές εκλογές να μην είναι νίκη; Ας δούμε:

Ας ξεκινήσουμε απ’το γεγονός ότι είναι γνωστό τοις πάσι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ήθελε την υποψηφιότητα Μπακογιάννη. Και δεν την ήθελε για τρεις λόγους.

  1. Κατ’αρχάς λόγω της γνωστής κακής προσωπικής σχέσης που υπάρχει μεταξύ θείου και ανιψιού. Το γεγονός ότι είναι συγγενείς εξ αίματος δεν σημαίνει πως συμπαθιούνται και η συγκρουσιακή σχέση των δύο ανδρών φτάνει πολύ πίσω και είναι καταγεγραμμένη.

  2. Με την υποψηφιότητα – και πιθανή νίκη – Μπακογιάννη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκινάει την επίσημη προεκλογική εκστρατεία για τις εθνικές εκλογές με αυτογκόλ. Ο άνθρωπος που είναι γόνος ενός εκ των μεγαλύτερων τζακιών της ελληνικής πολιτικής, έγινε Πρόεδρος του κόμματός του με σημαία την πάταξη της οικογενειοκρατίας και του νεποτισμού και καταλήγει να είναι υποψήφιος Πρωθυπουργός την ίδια χρονιά που η αδερφή του είναι υποψήφια γενική γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης και ο ανιψιός του υποψήφιος δήμαρχος στην πρωτεύουσα της χώρας. Ο ορισμός της πολιτικής αυτοαναίρεσης.

  3. Ο Κώστας Μπακογιάννης προέρχεται απ’την “πτέρυγα” εντός της ΝΔ που παίρνει ξεκάθαρα θέση εναντίον του στην πορεία της ΝΔ προς βαθιά συντηρητικές θέσεις και λεξιλόγιο. Η σύγκρουση εντός της ΝΔ μπορεί να βρίσκεται στον πάγο λόγω εκλογών, αλλά δεν παύει να υφίσταται. Μια νίκη του Μπακογιάννη θα είναι και νίκη της πτέρυγας που αντιστρατεύεται τον Μητσοτάκη εντός της ΝΔ. Αυτό είναι εμφανές και από την αποστασιοποίηση του Μπακογιάννη από ακραίες ρητορικές, τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσει ψηφοθηρικά, έχοντας συνωστισμό υποψηφίων στο κέντρο και τα αριστερά αλλά μόνο λίγους και εύκολους αντιπάλους στα δεξιά του. Κάτι τέτοιο αν το έκανε δεν θα σύναδε και με την πολιτική παράδοση της οικογένειας του, με τον πατέρα του να προέρχεται από την Κεντροαριστερά, και την μητέρα του να τοποθετεί τη ΝΔ στο Κέντρο και να αποτελεί μια νηφάλια συνομιλήτρια με την Αριστερά. Είναι τέτοιος ο πόλεμος που δέχθηκε η υποψηφιότητα Μπακογιάννη που ακούστηκε ακόμα και το ενδεχόμενο της υπερκομματικής του καθόδου, με στελέχη ακόμα κι απ’τον συνδυασμό του Καμίνη. Μάλλον βρέθηκε η ισορροπία και σε αντάλλαγμα τηρήθηκε η κομματική πειθαρχία στην καταψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών που κάποιοι εντός της ΝΔ ήθελαν.

Αυτά είχαν να κάνουν με τα όσα ήθελε να αποφύγει ο Μητσοτάκης μα δεν κατάφερε και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Και με αυτές τις συνθήκες μπαίνει στο παιχνίδι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας. Και κάνει μια κατάσταση δυσάρεστη για τον Μητσοτάκη, ακόμη χειρότερη.

Ας δούμε πρώτα την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για τον Δήμο Αθηνών. Ο Νάσος Ηλιόπουλος ήταν μέχρι πρότινος υφυπουργός εργασίας. Καθόλου επιφανές μέλος του κυβερνητικού σχήματος. Πιστεύει κανείς πως ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ο Αλέξης Τσίπρας; Σαφώς και όχι. Απλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατεβαίνει στον Δήμο Αθήνας για να κερδίσει, γιατί ξέρει ότι δεν μπορεί να κερδίσει.

Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ για την Αθήνα στις δημοτικές του 2014, ήταν ένα πρόσωπο νέο και άφθαρτο, χωρίς επιβαρυμένο ιστορικό, με το κόμμα που προερχόταν να καλπάζει προς την πρώτη θέση σε εθνικό επίπεδο, και παρ’όλα αυτά, έχασε. Δεν υπάρχει τίποτα που να έδειχνε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με 4 χρόνια κυβερνητικής φθοράς, με έλλειψη αντίστοιχου άφθαρτου και συνάμα ταλαντούχου πολιτικού προσωπικού, με αντίπαλο με μεγάλη αναγνωρισημότητα και δημοφιλή σε όλο το ιδεολογικό φάσμα, μπορούσε να κερδίσει έναν Δήμο παραδοσιακά εκλέγει πιο συντηρητικούς υποψήφιους, συνήθως δεξιά του κέντρου.

Γι’ αυτό κι ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να μετατρέψει μια βέβαιη ήττα σε επίπεδο Δήμου, σε στρατηγικό όφελος για τις εθνικές εκλογές. Πώς;

Αναφέραμε ήδη ότι η Αθήνα παραδοσιακά εμπιστεύεται μετριοπαθείς δεξιούς υποψήφιους και τους αναδεικνύει σε Δήμαρχους. Αυτό σημαίνει ότι η (κεντρο)δεξιά δεξαμενή ψηφοφόρων είναι μεγαλύτερη εκείνης στην (κεντρο)αριστερά. Λόγω και της αποτυχημένης διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης και των μεταναστευτικών ροών στις διάφορες περιοχές της πόλης, αναμένεται να δούμε στην κάλπη και άνοδο στην απήχηση της ακροδεξιάς ψήφου. Ο Αλέξης Τσίπρας, επιλέγοντας ένα παγκοσμίως άγνωστο πρόσωπο κι όχι ένα πρωτοκλασάτο στέλεχος που να μπορεί να ηγεμονεύσει στην κεντροαριστερή ψήφο, να θέσει εκτός παιχνιδιού τον Γερουλάνο (υποψήφιος με τη στήριξη του ΚΙΝΑΛ) και να κατέβει με σιγουριά στον δεύτερο γύρο – μόνο για να συντριβεί απ’τον Μπακογιάννη – διαιρεί την κεντροαριστερή ψήφο και ανοίγει διάπλατα τον δρόμο στον Ηλία Κασιδιάρη και το συνδυασμό της Χρυσής Αυγής να φτάσουν στον δεύτερο γύρο. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι καθόλου απίθανο βάσει των πρώτων δημοσκοπήσεων.

Φυσικά εάν συμβεί αυτό, και οι δύο επιλογές καταλήξουν να είναι Μπακογιάννης – Κασιδιάρης, είναι δεδομένη η άνετη επικράτηση του Μπακογιάννη στον β’ γύρο, με συντριπτικό ποσοστό, μπορεί και της τάξεως του 70 ή 80 τοις εκατό. Τι κερδίζει ο Τσίπρας απ’αυτό;

Για αρχή ενισχύει τους εσωκομματικούς δαίμονες του Μητσοτάκη. Δεύτερον, φυσάει αέρα στα πανιά της Χρυσής Αυγής για τις ευρωεκλογές (οι οποίες θα διεξαχθούν μόλις μια βδομάδα μετά τον α’ γύρο των δημοτικών), η οποία εκμεταλλευόμενη την λεγόμενη “χαλαρή ψήφο” αλλά και έναν εκλογικό θρίαμβο σε τοπικό επίπεδο με πρόκριση Κασιδιάρη στον δεύτερο γύρο για την δημαρχεία της πρωτεύουσας, θα ανεβάσει τα ποσοστά της περισσότερο απ’ότι υπολογίζουν σήμερα αναλυτές και δημοσκόποι.

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής μόνο καλό μπορεί να κάνει στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μεθοδικά τους τελευταίους πολλούς μήνες έχει αφήσει τη ρετσινιά στη ΝΔ ότι με την ακραία ρητορική της νομιμοποιεί τους φασίστες της ΧΑ. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να καταδείξει έμπρακτα ως επιχείρημα την άνοδο της ακροδεξιάς σαν έναν λόγο για να τον στηρίξει ως τον βασικό αντι-φασιστικό παίκτη του πολιτικού τοπίου. Θα συσπειρώσει έτσι απογοητευμένους αριστερούς ψηφοφόρους με δημοκρατικά αντανακλαστικά που δεν εμπιστεύονται τη Νέα Δημοκρατία και θα ενισχύσει το προφίλ που χτίζει ο Αλέξης Τσίπρας ως ένας αντι-ακροδεξιός, αντι-νεοφιλελεύθερος ηγέτης, που απευθύνεται σε έναν ευρύτερο χώρο από την ριζοσπαστική αριστερά έως την λαϊκή δεξιά. Δε χρειάζεται να αναφέρουμε δε, ότι με την εκλογική της ανάπτυξη η Χρυσή Αυγή, θα στερήσει πολύτιμους ψηφοφόρους από τη ΝΔ, οι οποίοι θα αισθανθούν ότι η ΧΑ εκφράζει με πιο γνήσιο πάθος τα αιτήματά τους και πιο αποτελεσματικά.

Θα ρωτήσετε: Γιατί να δεχθεί ο Νάσος Ηλιόπουλος να κατέβει εφόσον ξέρει ότι θα χάσει;

Πολύ απλά για την αναγνωρισιμότητα. Η πολιτική καριέρα του Ηλιόπουλου δεν θα τελειώσει εάν δεν περάσει στον β’ γύρο και χάσει μια εκλογή που κανείς δεν περίμενε να κερδίσει. Η μόνη αλλαγή στην καθημερινότητα του θα είναι ότι από ένα στέλεχος δεύτερης-τρίτης τάξεως, απέκτησε αναγνωρισιμότητα και θα μπορεί πιο εύκολα να διεκδικήσει την είσοδο του στη Βουλή και πιθανώς μια καλύτερη θέση σε υπουργικό συμβούλιο σε μια μελλοντική κυβέρνηση.

Τη βραδιά των δημοτικών εκλογών ο Κώστας Μπακογιάννης θα είναι ο νικητής. Όπως νικητής θα είναι και ο Ηλίας Κασιδιάρης. Και ο Νάσος Ηλιόπουλος. Και ο Αλέξης Τσίπρας. Αυτός που σίγουρα θα βγει χαμένος, είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης.