Η άπνοια των επενδύσεων

Του Μελέτη Ρεντούμη

ΡΕΝΤΟΥΜΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣΌλη η ελληνική κοινωνία, ασχολείται το τελευταίο διάστημα και δικαίως, με την πορεία της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, που θα κρίνουν τόσο το κλείσιμο της αξιολόγησης όσο και την περαιτέρω πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Αυτό όμως που παραλείπουν οι περισσότεροι ν’αναδείξουν, είναι ότι η οικονομία της χώρας διακρίνεται από μία παρατεταμένη επενδυτική άπνοια. Αυτό το φαινόμενο, που είναι σίγουρα οδυνηρό για την κοινωνία, δεν σχετίζεται με το δημόσιο χρέος, ούτε με τις περικοπές συντάξεων.

Έχει να κάνει πρωτίστως, με την συνολική στρατηγική της κυβέρνησης, τον σχεδιασμό της στο θέμα των επενδύσεων και την απορρόφηση των κονδυλίων από τον αντίστοιχο προϋπολογισμό.

Δυστυχώς, στο θέμα αυτό, δεν έχει γίνει τίποτα απολύτως, ενώ η χώρα συνεχίζει να βρίσκεται σε ύφεση, χωρίς καμία προοπτική ανάπτυξης.

Το μοντέλο της πρόσκαιρης και ιδεοληπτικής διόγκωσης του δημοσίου με ανειδίκευτους ή άσχετους με τ’αντικείμενα υπαλλήλους, με στόχο την αύξηση της κατανάλωσης, είναι εξαρχής αποτυχημένο και δεν έχει προσδώσει καμία υπεραξία στην οικονομία.

Για να κατανοήσουμε το που βρίσκονται οι επενδύσεις της χώρας ας θυμηθούμε κάποια βασικά δεδομένα:

Το 2014 οι συνολικές επενδύσεις ανέρχονταν στο 11,5% του ΑΕΠ, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1960, όταν πριν από το 2008 το ποσοστό αυτό ήταν πάνω από το 25%.

Στο ερώτημα, ποιος θα χρηματοδοτήσει τις νέες επενδύσεις, η σωστή απάντηση σε μια κανονική οικονομία θα ήταν οι αποταμιεύσεις.

Για την Ελλάδα όμως αυτό δεν ισχύει, καθώς η συνολική αποταμίευση αντιστοιχεί στο 6% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη κυμαίνεται στο 20%.

Με το ποσοστό του μέσου ευρωπαϊκού όρου, θ’απαιτούνταν λίγα χρόνια ώστε να φτάσουμε σε μια επαρκή χρηματοδότηση των επενδύσεων. Με βάση όμως την ελληνική επίδοση και την πτώση των καταθέσεων και της ρευστότητας, θ’απαιτούνταν περίπου 30 χρόνια, με τους σημερινούς ρυθμούς για να φτάσουμε σε επαρκή δείκτη χρηματοδότησης των επενδύσεων.

Από την άλλη θα περίμενε κανείς, δραματική πτώση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, λόγω της κρίσης, το οποίο όμως δεν επιβεβαιώνεται, καθώς φτάνει στο 70% του ΑΕΠ. Αντιθέτως επιβεβαιώνεται η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους που αποτελεί νέα βόμβα για την οικονομία, ελλείψει νέων παραγωγικών επενδύσεων.

Με βάση λοιπόν συγκεκριμένες εκτιμήσεις και μελέτες, για ν’ανακάμψει η ελληνική κοινωνία από τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και περικοπών, απαιτείται μια ένεση ρευστότητας στο σύστημα της τάξης των 100 δις ευρώ μέχρι το 2022, ώστε να είναι βιώσιμο το οικονομικό μοντέλο και να μπορούν ν’αποδίδουν οι επενδύσεις στη χώρα δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ταυτόχρονα έσοδα για το δημόσιο.

Από το ποσό αυτό, έχουν εξασφαλιστεί απλά ως πλάνο χρηματοδότησης, από το νέο ΕΣΠΑ 2014-2020 τα 20 δισεκ. ευρώ μόνο. Τα υπόλοιπα, που είναι 80 δις ευρώ, πρέπει αναγκαστικά να προκύψουν από ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI), αν θέλουμε τα πράγματα να βελτιωθούν πραγματικά.

Οι ξένες επενδύσεις όμως, απαιτούν σταθερό φορολογικό περιβάλλον, μειωμένη γραφειοκρατία, έλλειψη διαφθοράς, παραγωγικό δημόσιο τομέα και ευέλικτη κυβέρνηση όσον αφορά την επιχειρηματικότητα, τα οποία ως γνωστόν δεν συμβαίνουν υπό την παρούσα κυβέρνηση.

Επίσης στα πλαίσια του 3ου Μνημονίου έχει συμφωνηθεί το λεγόμενο πακέτο Γιούνκερ, το οποίο δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά μπορεί να κινητοποιήσει πόρους και χρηματοδοτικά εργαλεία για την χώρα μας, με σημαντικές επενδύσεις στους τομείς των υποδομών και της καινοτομίας.

Και σε αυτό το πλαίσιο όμως, η χώρα μας δεν φαίνεται να υπάρχει πουθενά, καθώς έχουν επιλεγεί ήδη 42 έργα από πολλές διαφορετικές χώρες, αξίας άνω των 80 δισεκ. ευρώ, χωρίς να υπάρχει καμία επιλέξιμη δραστηριότητα ή δαπάνη για την Ελλάδα.

Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται περισσότερο από προφανές, ότι αν δεν αλλάξει ρότα η χώρα, θα βυθιστεί στο τέλμα που εκείνη δημιούργησε, μην απορροφώντας κονδύλια, μην υποβάλλοντας σχεδία και χωρίς να δέχεται να συνομιλήσει με οποιονδήποτε ξένο επενδυτή βλέπει την χώρα μας θετικά.

Η κατάσταση δυστυχώς παραμένει κρίσιμη για την ελληνική οικονομία και η επενδυτική δυσπραγία, δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού και αισιοδοξίας.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.