Η εκλογή Μητσοτάκη ως ευκαιρία ευρύτερων ανακατατάξεων στο κομματικό σύστημα

ΦΩΤΟ: ΑΠΕ - ΜΠΕ
Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη

 

ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ 2Η εκλογή Μητσοτάκη υπήρξε αναμφισβήτητα μια ευχάριστη έκπληξη στο πολιτικό σκηνικό. Παρότι, δε, ήταν απόρροια μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενης και μόνο κατ’οικονομίαν δημοκρατικής εσωκομματικής διαδικασίας (σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει εκ των προτέρων κατάλογος μελών και φίλων αλλά ψηφίζει όποιος είδε φως και μπήκε, με ορατό τον κίνδυνο αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος), είναι φανερό ότι η υποψηφιότητά του –και όχι κομματικοί μηχανισμοί ή τοπικοί μηχανισμοί βουλευτών– είναι αυτή που προεχόντως κινητοποίησε έναν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων (με την προτροπή μάλιστα και πολιτών που ανήκαν σε άλλους χώρους…) και αναζωογόνησε το τελματωμένο ενδιαφέρον τους για την πολιτική.

Το θετικό της εκλογής Μητσοτάκη –και αυτό που κατά την άποψή μου διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για την εκλογή του– είναι το ότι για πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό, η ΝΔ έχει αρχηγό της κάποιον που όχι μόνον έχει γνωστές και σαφείς θέσεις για όλα σχεδόν τα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα αλλά και χαρακτηρίζεται αφ’ενός μεν από  μετριοπάθεια και σοβαρότητα αφ’ετέρου δε από αξιοπρόσεκτη συνέπεια λόγων και έργων (με σοβαρές εξαιρέσεις πάντως, όπως η κομματικά υπαγορευμένη και πελατειακά χρωματισμένη στάση του στο θέμα της επιλογής διευθυντών των Υπουργείων, μετά την επί τούτω κατάργηση του νόμου Ραγκούση).

Με άλλα λόγια, η εκλογή Μητσοτάκη αποτελεί ένα ιδιαίτερο φαινόμενο στον χώρο της ΝΔ, η οποία τα τελευταία πολλά χρόνια διακρινόταν για την έκδηλη πολιτική αμφιθυμία της, τις θολές, ερμαφρόδιτες και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις της και τις δημαγωγικές και λαϊκιστικές εξάρσεις της, ανεξαρτήτως του αν ο προσανατολισμός της ήταν περισσότερο προς το κέντρο (περίοδος Καραμανλή του νεότερου) ή προς τα δεξιά (περίοδος Σαμαρά).  Υπό αυτό το πρίσμα, και συνυπολογιζομένης της ευρείας επιδοκιμασίας που έλαβε απρόσμενα από τους ψηφοφόρους, η εκλογή Μητσοτάκη αποστέλλει πολλά και σοβαρά μηνύματα σε όλα τα άλλα κόμματα που κινούνται –έστω και με παραλλαγές– στον χώρο των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Αρκεί τα μηνύματα αυτά πρώτον να αποκωδικοποιηθούν σωστά –χωρίς υπερβολές, μονομέρειες και ιδιοτέλειες αλλά και χωρίς πανικό και στρουθοκαμηλισμό– και δεύτερον να αξιοποιηθούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να υπάρξει μια συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού προς όφελος τόσο της χώρας –η οποία βιώνει μια οξεία και πολυεπίπεδη κρίση–  όσο και της ίδιας της πολιτικής.

Εν πρώτοις, αυτό που πρέπει προκαταρκτικά να παρατηρηθεί είναι ότι επιλογή Μητσοτάκη έχει ένα σαφές ιδεολογικοπολιτικό στίγμα που δεν πρέπει ούτε να εξωραΐζεται αλλά ούτε και να δαιμονοποιείται. Ειδικότερα, τόσο ο λόγος όσο και η πράξη του Κ. Μητσοτάκη κινούνται στο πλαίσιο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μετριοπαθούς Δεξιάς  (κεντροδεξιάς για τα ελληνικά και ιταλικά ορολογικά δεδομένα), τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας, παρά τις όποιες παραλλαγές της, δεν είναι μόνον ο φιλοευρωπαϊσμός και ο πολιτικός φιλελευθερισμός, όπως διατείνονται  μονοδιάστατα οι ποικίλοι –και όχι μόνον από τον χώρο της ΝΔ…– υποστηρικτές του Κ. Μητσοτάκη αλλά και ο σύγχρονος οικονομικός φιλελευθερισμός (δηλ. ο νεοφιλελευθερισμός), όχι υπό την έννοια της ιδεολογικής καθαρότητας (καθώς έχει πολλές προσμίξεις) αλλά υπό την έννοια της πρώτης προτεραιότητας, που συνεπάγεται την υποχώρηση σημαντικών στοιχείων του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού, όπως το κράτος δικαίου και τα ατομικά δικαιώματα, όταν συγκρούονται με τις αδίστακτες και αδηφάγες σύγχρονες οικονομικές εξουσίες, και το κοινωνικό κράτος και τα κοινωνικά δικαιώματα, που θεωρούνται βασική τροχοπέδη στην προοπτική της πλήρους εμπορευματοποίησης.

Το κύριο μοτίβο της σύγχρονης ευρωπαϊκής δεξιάς είναι η πρόταξη των οικονομικών δικαιωμάτων έναντι όλων των άλλων ατομικών δικαιωμάτων, η υποταγή του ευρωπαϊκού οράματος στην λογική του οικονομικού φιλελευθερισμού, που αναγορεύει άκριτα την οικονομική μεγέθυνση και την δημοσιονομική σταθερότητα σαν τα μοναδικά κρίσιμα στοιχεία ως προς την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η συρρίκνωση των αναδιανεμητικών μηχανισμών εφόσον δεν υπάρχει «αύξηση της πίτας» (με αποτέλεσμα να παρατηρείται, στην περίοδο της κρίσης, έκρηξη και όχι περιορισμός των κοινωνικών ανισοτήτων) και η σταδιακή υποβάθμιση της κοινωνικής προστασίας σε μια μορφή κρατικής (ή κρατικο-ιδιωτικής) φιλανθρωπίας, με ταυτόχρονη θεώρηση των εγγυημένων κοινωνικών παροχών σαν βάρους που πρέπει αφ’ενός μεν να ελαφρυνθεί, ώστε να αφορά όχι το σύνολο των πολιτών αλλά έναν γκετοποιημένο χώρο κοινωνικού αποκλεισμού, αφ’ετέρου δε να συνδεθεί με ένα ελάχιστο εισόδημα, που θα παρέχεται σαν ελεημοσύνη, και όχι με ένα πολλαπλά εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, που θα κινείται στο πλαίσιο του –αποδιοπομπαίου πλέον– κοινωνικού κράτους.

Είναι προφανές λοιπόν ότι με την εκλογή Μητσοτάκη η ελληνική Δεξιά αποκτά ένα συγκεκριμένο και σαφές ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, αυτό της σοβαρής μετριοπαθούς, πολιτικά φιλελεύθερης και φιλοευρωπαϊκής Δεξιάς, με ιδιαίτερη μεν έμφαση στον οικονομικό (νεο)φιλελευθερισμό –και σε όλα τα συμπαρομαρτούντα– αλλά και με απουσία, σε επίπεδο επίσημου πολιτικού λόγου τουλάχιστον, ακραίων συντηρητικών και εθνολαϊκιστικών προσμίξεων (κάτι που καθιστά πιθανή τη δημιουργία νέου κόμματος στα δεξιά της σημερινής ΝΔ). Αυτή η εξέλιξη, ακόμη και αν δεν συνοδευθεί από αντίστοιχες πολιτικές πρωτοβουλίες, είναι πολύ σοβαρή και δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ούτε στο πλαίσιο μιας σπασμωδικής αντίδρασης, όπως αυτής του ΣΥΡΙΖΑ, που το θεώρησε ευκαιρία για την ανάδειξη των διαφορών Αριστεράς – Δεξιάς, αλλά ούτε και μιας βεβιασμένης και αλλοπρόσαλλης αντιμετώπισης, όπως αυτής που χαρακτηρίζει τον χώρο της ευρείας κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι). Μιας αντιμετώπισης  που κλιμακώνεται ανάμεσα αφ’νός μεν στην υπερβολική προσπάθεια πολιτικής οριοθέτησης (τα περί αβύσσου κττ) αφ’ετέρου δε στην καλλιέργεια ενός κλίματος αποδοχής του Κ. Μητροτάκη σαν εκφραστή ενός ευρύτερου «μεταρρυθμιστικού» χώρου, ο οποίος μπορεί όχι μόνον μπορεί να «χωρέσει» έτοιμους από καιρό ψηφοφόρους των δύο αυτών χώρων –και ιδίως του Ποταμιού– που από καιρό τείνουν προς την κεντροδεξιά αλλά και παράσχει άλλοθι είτε σε στελέχη αυτών των δύο κομμάτων (ιδίως του ΠΑΣΟΚ), που ζουν και αναπνέουν πλέον για να εκδικηθούν τον ΣΥΡΙΖΑ και να αποδείξουν ότι είχαν δίκιο, είτε σε  «ορφανά» στελέχη του χώρου, που έχουν διαβεί προ πολλού τον Ρουβίκωνα προς την Δεξιά και αναζητούν εναγώνια μια σανίδα προσωπικής πολιτικής επιβίωσης.

Με άλλα λόγια, η εκλογή Μητσοτάκη θέτει τα κόμματα ενώπιον των ευθυνών τους, διότι εκ των πραγμάτων θέτει ένα ζήτημα συνολικότερων ανακατατάξεων:

Πρώτον στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος οφείλει να επιταχύνει ως τάχιστα τους ρυθμούς του πολιτικού μετασχηματισμού του, όχι για να μετατραπεί σε ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα –όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά σε προηγούμενα άρθρα– αλλά για να μετεξελιχθεί σε μια πράγματι σύγχρονη δημοκρατική Αριστερά, που θα συνδυάζει τον αναγκαίο (αλλά και χωρίς λεονταρισμούς και ακρότητες) ριζοσπαστισμό με την ελλείπουσα, ακόμη, πολιτική αξιοπιστία και σοβαρότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και ιδίως η ηγετική του ομάδα, πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι αυτοί την στιγμή η πορεία της προσαρμογής τους στην κυβερνητική πραγματικότητα είναι μεν ραγδαία, για τα δικά τους δεδομένα, αλλά ταυτόχρονα είναι και απελπιστικά αργή για τα δεδομένα της χώρας, με τις ανάγκες της οποίας πρέπει επιτέλους να συγχρονιστούν. Και αυτό προϋποθέτει μεγάλα και γενναία ανοίγματα προς το σχολάζον πλούσιο δυναμικό της χώρας, (αντί να εξαντλεί όλα τα αποθέματα συγγενών και φίλων του στενού –και αποδεκατισμένου ήδη από την ΛΑΕ– κομματικού πυρήνα του) και ανάληψη γενναίων πρωτοβουλιών, με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, στην προοπτική αναδιάταξης των κυβερνητικών συμμαχιών του (και δεν εννοούμε φυσικά το να αντικαταστήσει τον ανεκδιήγητο Καμμένο με τον επίσης ανεκδιήγητο Λεβέντη…) και αποκατάστασης κλίματος ευρύτερων συναινέσεων και συγκλίσεων.

Δεύτερον η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι, που οφείλουν να επιτέλους να εγκαταλείψουν την αδιέξοδη και πολιτικά ερμαφρόδιτη λογική του «κέντρου», το οποίο, όπως και να ονομασθεί («προοδευτικό», «ριζοσπαστικό» κλπ) θα είναι ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα με θολά και πλαδαρά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου θα γίνει εύκολη βορά στην ανανεωμένη ΝΔ (όπως επιδιώκουν άλλωστε πολλοί από αυτούς που προβάλλουν αυτήν την άποψη…). Αν αυτά τα κόμματα θέλουν πράγματι να απαντήσουν στις προκλήσεις των καιρών, οφείλουν να κινηθούν αποφασιστικά προς την κατεύθυνση συγκρότησης ενός νέου χώρου, με σημείο αναφοράς την πολλαπλή επικαιροποίηση αλλά και την ρεαλιστική ανανέωση των πλέον προοδευτικών στιγμών της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, του ευρωκομμουνισμού και της οικολογίας,  με έμφαση στον κοινωνικά και πολιτικά απελευθερωτικό χαρακτήρα της πολιτικής αλλά και με επίγνωση των δυσχερειών που προκύπτουν από την δύσκολη σημερινή διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία. Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι η δημιουργία ενός χώρου σοβαρής και μετριοπαθούς ευρωπαϊκής Αριστεράς, με μαχητική υπεράσπιση του πολιτικού φιλελευθερισμού (που κινδυνεύει ιδίως από τις σύγχρονες αδηφάγες ιδιωτικές εξουσίες)  αλλά και με έμφαση πρώτον στην άρνηση της πλήρους εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, που πρεσβεύει κατά τα ανωτέρω ο σύγχρονος οικονομικός φιλελευθερισμός (νεοφιλελευθερισμός), και δεύτερον στην σωτηρία –με όλους τους αναγκαίους μετασχηματισμούς– του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μόνον έτσι θα αποτελέσουν τον αντίποδα της ΝΔ και θα μπορέσουν να διεκδικήσουν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα, όχι σαν ουρά ή συμπλήρωμα αλλά ως καθοριστικός παράγοντας για την συνολική και πλουραλιστική αναδιάρθρωση του προοδευτικού χώρου.

*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών