Η ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ έχει αξία μόνο αν πρόκειται να συγκυβερνήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αλλιώς ο Ανδρουλάκης δουλεύει για τον Μητσοτάκη.

Του Γ. Λακόπουλου

Στη ΜΜΕ πλεονάζουν οι ισχυρισμοί ότι η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ θα αλλάξει το  πολιτικό σκηνικό.

Μπορεί.  Όσοι πάντως το συμπεραίνουν από τα ευρήματα των δημοσκόπων, που προέβλεπαν ότι δεν θα εκλεγεί ο Ανδρουλάκης, καλό είναι να μη βιάζονται.

Από πολιτική άποψη το μόνο ερώτημα που προκαλεί η εκλογή του ευρωβουλευτή στην ηγεσία του τρίτου κόμματος της σημερινής Βουλής, είναι η αυτοτοποθέτησή του στο πολιτικό φάσμα.

Εφόσον βεβαίως δεν έπαθε Μητσοτάκη που δεν αναγνωρίζει  ότι υπάρχει διαχωριστική γραμμή τύπου Δεξιά- Δημοκρατική Παράταξη ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας.

Πάντως όσοι από το ΠΑΣΟΚ είχαν σπεύσει να καταργήσουν το διαχωρισμό το έκαναν για να δικαιολογήσουν την προσχώρησή τους στο σύστημα Μητσοτάκη.

Ο Ανδρουλάκης πέραν του ότι προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ, δεν έχει δείξει ακόμη αν προτίθεται να αποδεχθεί την διακήρυξη που είχε πρόθεση να κάνει η  Φώφη Γεννηματά και δεν πρόλαβε: ποτέ με τη ΝΔ.

Δεν μπορεί να μην τον ενημέρωσαν οι συνεργάτες της…

Μέχρι να ανοίξει τα χαρτιά του σ’ αυτό το θέμα , μπορούν να διατυπωθούν μόνο πολιτικοί συλλογισμοί και εκτιμήσεις, για το βαθμό επιρροής των εξελίξεων από το ΚΙΝΑΛ.

Ειρήσθω εν παρόδω, παραμένει ακόμη ομοσπονδία κομμάτων και όχι ενιαίος πολιτικός φορέας -με ένα μόνο κέντρο αποφάσεων.

Αν δεχτούμε ότι η εκλογική ισχύς του ΚΙΝΑΛ θα διευρυνθεί- κάτι που δεν δικαιολογείται προς το παρόν, αφού εκτός της αλλαγής ηγεσίας δεν  άλλαξαν τα πολιτικά χαρακτηριστικά που το καθήλωναν επί Γεννηματά-  το ερώτημα είναι υπέρ ποιου διευρύνεται. 

Όχι γενικά και αόριστα, αλλά σε ό,τι αφορά το κεντρικό ζήτημα της διακυβέρνησης. Τι είδους κυβέρνηση προοιωνίζεται δηλαδή η επίδρασή τους στους συσχετισμούς.

Η πολιτική των ίσων αποστάσεων

Δεδομένου ότι το ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να διεκδικήσει ότι την επόμενη των εκλογών θα αποτελεί τον άξονα σχηματισμού κυβέρνησης, αν ο Ανδρουλάκης δεν διατυπώσει καθαρή θέση για τις προθέσεις του, απλώς θα χάσει αξιοπιστία και κύρος.

Τα ήξεις- αφήξεις δεν ενισχύουν ποτέ τον επικεφαλής ενός κόμματος. Και όπως φάνηκε και στη περίπτωση της Γεννηματά -και γι’ αυτό το αλλαξε,- η πολιτική των ίσων αποστάσεων, ή του διμέτωπου, είναι καταστροφική για το ΚΙΝΑΛ.

Τα ιστορικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κόμματος οδηγούν σε μετεκλογική συμβολή στο σχηματισμό προοδευτικής κυβέρνησης.

 Αν ο νέος αρχηγός προτίθεται να μεταβάλλει αυτόν τον προσανατολισμό και να συμπεριφερθεί ως εν δυνάμει εταίρος ΚΑΙ του Μητσοτάκη- ή μόνο του Μητσοτάκη, όπως τον ωθούν μιντιακοί και οικονομικοί κύκλοι, οφείλει να το θέσει υπόψη των ψηφοφόρων, πριν πάνε στη κάλπη.

Να εξηγήσει δηλαδή ότι δεν είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ και ό,τι κάτσει. 

Με όρους ιστορικής διαδρομής του χώρου και κοινής λογικής, ο Ανδρουλάκης δεν μπορεί παρά να είναι ο  αποκλειστικός  συνομιλητής του Αλέξη Τσίπρα για το σχηματισμό κυβέρνησης. Από τα δυο κόμματα και ενδεχομένως και κάποιο άλλο, από τη Δημοκρατική Παράταξη.

Αυτό όμως έχει νόημα μόνο σε μια περίπτωση: να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρώτο κόμμα.

Το ενδεχόμενο να αθροίσει το σύνολο των δημοκρατικών κομμάτων ποσοστό μεγαλύτερο από το ποσοστό των κομμάτων της Δεξιάς είναι ενισχυτικό της κυβέρνησης που θα κληθεί να σχηματίσει ο Τσίπρας με τους  εταίρους του.

Σε καμιά περίπτωση όμως- ακόμη και οι αριθμοί το επιτρέψουν και το Σύνταγμα δεν το αποκλείει- δεν νοείται σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης να μην είναι πρωθυπουργός ο αρχηγός του πρώτου κόμματος.

Αυτό ισχύει μεταξύ Τσίπρα-Ανδρουλάκη, αλλά και μεταξύ Μητσοτάκη και…. Βελόπουλου, αν είναι η ΝΔ.

Δεν είναι θεμιτό το κόμμα που θα κληθεί να συμπληρώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία με ένα από τα δυο μεγαλύτερα να αξιώσει την ανάθεση της πρωθυπουργίας σε  τρίτο πρόσωπο. Θα είναι παραβίαση της λαϊκής εντολής.

Συνεπώς, ας μην αγοράζουμε σενάρια και σκοπιμότητες από το καλάθι.

Η πολιτική δεν είναι μπακαλική

Το κεντρικό ζητούμενο των εκλογών είναι ένα νόμισμα στις δυο όψεις του οποίου, υπάρχουν από τη μια να συνεχιστεί η διακυβέρνηση Μητσοτάκη με δεκανίκια και στο άλλο η προοδευτική κυβέρνηση.

Οι ετερόκλητες συμμαχίες είναι ανίερες και προκαλούν λαϊκή χλεύη, όπως φάνηκε στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όσο και ο Τσίπρας εκείνη τη στιγμή δεν είχε άλλη επιλογή.  

 Σε κάθε μια από τις δυο όψεις υπάρχει η ίδια προϋπόθεση που αφορά αφορούν αντιστοίχως τα δυο μεγάλα κόμματα: ποιο θα βγει πρώτο από την κάλπη.

Αν μιλήσουμε ειδικά για την προοδευτική κυβέρνηση, τότε είναι αυτονόητο ότι για να υπάρχει αυτή η προϋπόθεση πρέπει να αναδειχθεί πρώτο κόμμα το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και εντολοδόχος πρωθυπουργ΄΄ος ο Τσίπρας.

Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για τον Ανδρουλάκη. Η ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει την πιθανότητα να βγει πρώτο κόμμα… η ΝΔ. Συνεπώς  προοδευτική  κυβέρνηση δεν θα  υπάρξει. Ούτε τύπου Ισπανίας.

 Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ δεν πρέπει να επιδιώξει  την όσο το δυνατόν ευρύτερη εκπροσώπησή του του κόμματος του στη νέα Βουλή. Κάθε άλλο. Γι’ αυτό  τον έκαναν αρχηγό.

Η πολιτική όμως δεν είναι  … μπακαλική. Υπόκειται στους κανόνες της Ιστορίας, της πολιτικής παράδοσης και της λογικής. Από αυτή την άποψη ο Ανδρουλάκης οφείλει να επιδιώξει την ενίσχυση του κόμματός του  έχοντας αποσαφηνίσει ότι δεν πρόκειται να συμπράξει με τον  Μητσοτάκη.

Άλλωστε αν αυτό ήθελαν όσοι τον ανέδειξαν πρόεδρο θα ψήφιζαν τον Λοβέρδο.

Είναι στοιχείο πολιτικής ακεραιότητας να ξεκαθαρίσει  ότι δεν θα δώσει στη Δεξιά την ευκαιρία να ξανακυβερνήσει, επειδή θα είναι πρώτο κόμμα η ΝΔ.

Αυτό δεν σημαίνει ότι θα τα βρει απαραιτήτως με τον Τσίπρα, αν το δικό του κόμμα είναι πρώτο. Αλλά αυτός θα είναι ο συνομιλητής του.

Συνιστά ένδειξη καθαρής και έντιμης πολιτικής να καταστήσει εκ των προτέρων σαφές ότι θα συζητήσει με τον Τσίπρα.  Ή με κανέναν αν δεν συγκλίνουν στο κυβερνητικό πρόγραμμα.

Πάντως ποτέ με τον Μητσοτάκη. Αλλιώς θα είναι παπατζής, όχι πολιτικός που κομίζει το νέο… 

Αν δεν προκύψει βιώσιμη κυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΚΙΝΑΛ, τον λόγο θα έχουν εκ νέου οι ψηφοφόροι.

Δεν νοείται τους εξαπατήσει ο Ανδρουλάκης στο όνομα της αυτονομίας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης και με τον Μητσοτάκη. Η διαχωριστική γραμμή υπάρχει και όποιος την παραβιάσει καίγεται. Ας ρωτήσει και τον Βενιζέλο.

Αν δεν τη λάβει υπόψη, απλώς θα υπογράψει το τέλος του με όχι και πολύ κολακευτικό τρόπο. Και αυτό δεν είναι μετεκλογική πρόκληση.