Η επίσκεψη Μπορέλ και η πικρή αλήθεια

Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου

Αναμφίβολα υπήρξε θετική η επίσκεψη του Ύπατου Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο. Ήταν μια επίσκεψη σαφούς αλληλεγγύης της Ευρώπης προς τις δύο χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν τις τουρκικές επιθετικές ενέργειες.

Στην Κύπρο η δήλωση του κατηγορηματική: «Η Ε.Ε. είναι σταθερά υποστηρικτική προς την Κυπριακή Δημοκρατία, την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα». Και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του, το ίδιο σαφής και κατηγορηματικός σε σχέση με τις τουρκικές προκλήσεις. Ανεπιφύλακτη καταδίκη και πλήρης αλληλεγγύη προς την Ελλάδα.

Ωστόσο, τις λεκτικές αυτές καταδίκες η Τουρκία τις γράφει «στα παλιά της τα παπούτσια». Συνεχίζει τις έκνομες ενέργειες της στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις συνεχείς προκλήσεις προς την Ελλάδα, με επίκληση του νομικά έωλου τουρκολιβυκού συμφώνου.

Το συμπέρασμα είναι απλό. Θετικές και καλοδεχούμενες οι τοποθετήσεις και καταδίκες από πλευράς Ε.Ε. για τις παραβατικές συμπεριφορές της Τουρκίας. Επί της ουσίας όμως, αποδεικνύονται αναποτελεσματικές και χωρίς αντίκρυσμα. Και για μια ακόμα φορά καθίσταται ολοφάνερο ότι απουσιάζει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς η έμπρακτη δυνατότητα υπεράσπισης της κυριαρχίας των κρατών – μελών.

Η αλήθεια είναι αυταπόδεικτη. Δεν μπορούμε να μιλούμε για ενοποιημένη πολιτικά Ευρώπη, στην οποία δεν θα υπάρχει η δυνατότητα διατύπωσης ισχυρών δεσμεύσεων των ευρωπαϊκών κρατών, για την κατοχύρωση των εθνικών συνόρων, ως συνόρων της Ε.Ε.

Αν δεν μπορέσει να οικοδομήσει μια τέτοια ισχυρή δέσμευση για τον εαυτό της, τότε θα δημιουργούνται συνεχώς δικαιολογημένα ερωτήματα για τη δυνατότητα της να διαδραματίσει αποτελεσματικό ρόλο είτε εντός Ευρώπης, είτε διεθνώς.

Συμπέρασμα. Η Ευρώπη για να προασπίσει τα συμφέροντα της, την ειρήνη, την σταθερότητα, την ακεραιότητα και κυριαρχία των κρατών –μελών, οφείλει να συγκροτηθεί σε μια πραγματική πολιτική οντότητα, δηλαδή, να αποκτήσει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας και ασφαλώς τα μέσα για να υλοποιεί αυτές τις πολιτικές.

Η ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική, Πολιτική Ασφάλειας), που θεσπίστηκε με συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1993, εξέφρασε τη βούληση της Ε.Ε., να επιβεβαιώνει την ταυτότητα της στη διεθνή σκηνή. Με προοδευτική διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής, με τελικό στόχο μια κοινή άμυνα. Μάλιστα η ΚΕΠΠΑ, με βάση τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε τον 3ο πυλώνα της Ε.Ε. (1ος πυλώνας η ιθαγένεια –ΟΝΕ και 2ος πυλώνας, εσωτερικό δίκαιο και εναρμόνιση).

Από τότε είχαμε μια σειρά εξελίξεις. Τον Ιούνιο του ’99, στην Κολωνία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προχώρησε σε αποφάσεις, για απόκτηση δυνατότητας ύπαρξης ενόπλων δυνάμεων, για σκοπούς διαχείρισης και πρόκλησης κρίσεων.

Το Δεκέμβριο του ’99 στο Ελσίνκι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προχώρησε ένα βήμα πάρα πέρα, προσδιορίζοντας ένα αριθμητικό πλαίσιο δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού μέχρι το 2003.

Στο Συμβούλιο της Πορτογαλικής πόλης Φέιρα , τον Ιούνιο του 2000, συναποφασίστηκαν τα στρατηγικά και πολιτικά όργανα που θα κατευθύνουν πολιτικά και θα έχουν τον στρατηγικό έλεγχο των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ένωσης.

Μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη, υπήρξε η συγκρότηση, το 2017 της «μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας για την άμυνα και την ασφάλεια, γνωστή ως PESCO.

‘Όλα αυτά, ωστόσο, κινούνται σε επίπεδο «πληθωρικών» και ευχολογικού χαρακτήρα πρωτοβουλιών και δηλώσεων, παρά πρακτικά μέτρα για την οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας. Που θα θέτει σε εφαρμογή τις πρόνοιες της Συνθήκης της Λισαβόνας για μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι όσο συνεχίζεται το μεγάλο κενό και η πασιφανής αδυναμία της Ε.Ε. να έχει μια αποτελεσματική και ευέλικτη κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας, θα έχουμε μεν θετικές δηλώσεις όπως αυτές του Ζοζέπ Μπορέλ, αλλά θα έχουμε και συμπεριφορές σαν αυτές της Τουρκίας, που κυνικά και προκλητικά θα τις λοιδορούν, θα τις περιφρονούν και θα τις απαξιώνουν.

Τέως Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων