Η κάλπη, η ΤΙΝΑ και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ

Του Παντελή Μπουκάλα

Το μαγιάτικο αποτέλεσμα δεν προδιαγράφει την ετυμηγορία της 25ης Ιουνίου.

Αν είναι όντως ιερή η φευγαλέα στιγμή της κάλπης, ο λόγος είναι απλός: μόνο στο ελάχιστο που κρατάει είμαστε όλοι ίσοι και ισοδύναμοι. Πάμε δηλαδή ανάποδα στους «αμάχητους νόμους της φύσης» και στους «αναπόδραστους νόμους της Ιστορίας», που υποτίθεται ότι καθιερώνουν μιαν αιώνια ανισότητα. Ετσι δεν λένε οι γεννημένοι ισχυροί, που λατρεύουν την καλοτυχία τους σαν Μοίρα ή Θεό; Κι από κοντά όσοι κοινωνιοδαρβινιστές κηρύσσουν πως η Ιστορία είναι μονόδρομος, βασιλική οδός για τους μεν, μονοπάτι κακοτράχαλο για τους δε; Πως «όλα είναι μοιραία» δεν μας λένε, και πως «η Ειμαρμένη δεν επιτρέπει όνειρα, οράματα και λοιπές αυταπάτες»;

Εχει και όνομα μοντέρνο πια η Ειμαρμένη: ΤΙΝΑ. Από το 1980, όταν τη βάφτισε η Μάργκαρετ Θάτσερ, κορυφαία θεότητα της νέας εποχής: There Is No Alternative. Δεν υπάρχει εναλλακτική. Δεν υπάρχει; Πιθανόν, αφού παντού στον κόσμο πολλοί και πολύ ισχυροί κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους, νόμιμο και παράνομο, εκμαυλιστικά ήπιο ή βίαιο, για να μην υπάρξει. Αν όμως δεν ελπίσουμε ότι δεν ισχύει ο Νόμος της ΤΙΝΑ, κι αν δεν πολεμήσουμε για να μην ισχύει, τότε ναι, θα επέλθει αναπόφευκτα «το τέλος της Ιστορίας», η οποία θα μείνει αγρός αγεώργητος ή παγωμένη ήπειρος. Δίχως αντιΤΙΝΑίους όμως, δίχως μη πραγματιστές δηλαδή, πώς θ’ αλλάξουν έστω και λίγο τα πράγματα; Πώς θ’ ανθρωπέψουν για τους αδύναμους και αναλώσιμους του κόσμου; Αν προσκυνήσουμε τη μοιρολατρεία, αυτοκαταλυόμενοι ως πολίτες, ας ζητήσουμε να μας φτιάξουν ειδικά ακουστικά, ώστε ν’ ακούμε συγχρόνως από το ένα αυτί το πικρό «Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ», του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου, και από το άλλο το δογματικό «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς» του Διονύση Σαββόπουλου.

Θνησιγενής η αίσθηση της γενικής ισοτιμίας που προσφέρει το εκλογικό τελετουργικό. Δεν προλαβαίνει καν να μας διαπαιδαγωγήσει, να μας πείσει ότι οφείλουμε, μη πραγματιστικά, να διεκδικούμε την ισότητα, κάποια ξεφτίδια της έστω, και στην καθημερινότητά μας. Που τη ζούμε σαν να ‘ναι η ανισότητα όντως δοσμένη από Θεό, τη φύση ή την Ιστορία, άρα λογική και αναπότρεπτη.

Την περασμένη Κυριακή ψηφίσαμε με εκλογικό σύστημα που επέβαλε και διά νόμου την ισοκυρία των ψήφων: την απλή αναλογική (τον χαρακτηρισμό της ως «άδολης» δεν τον επιτρέπει η πρόνοια για το 3%). Πολύ απλά αυτό σημαίνει ότι οι ψήφοι δεν έχουν κλιμακούμενη αξία. Δεν επαρκούν λοιπόν 10.000 «βόλια» για τον υποψήφιο του τάδε κόμματος, ενώ ο υποψήφιος του δείνα χρειάζεται 20.000. Ηθικολογίες ε; Ναι, αλλά πόσες δεκαετίες αξιώνουμε να βρει η πολιτική κάποιο νήμα που να τη συνδέει με την ηθική; Για τους παλαιούς, στον «έγκυο μόρο» η μητέρα πεθαίνει στον τοκετό.

Στις 21 Μαΐου είχαμε διπλό θάνατο: η μητέρα «απλή αναλογική» εξέπνευσε στη γέννα, πρόλαβε όμως να δει ότι το μωράκι της γεννήθηκε με την ανάσα του εμποδισμένη. Και ουδείς έτεινε θερμά τα χέρια του για να το υποδεχτεί, να προσπαθήσει να το κρατήσει στη ζωή. Τέλη Ιουνίου όμως θα επιστρέψουμε στην ασφαλή κανονικότητα – στην ενισχυμένη αναλογική και τα μπόνους, στις «ψήφους ελίτ» και τις «ψήφους μπατίρ», ή όπως αλλιώς τις πούμε. Τέρμα οι εξισωτικοί πειραματισμοί. Επιστροφή στις ψήφους που πράγματι εγκυμονούν (και τίκτουν εξουσία) και στ’ ανεμογκάστρια. Επιστροφή στο σύστημα που νομιμοποιεί το δόλιο δόγμα περί χαμένης ψήφου.

Την Κυριακή η Ν.Δ. πανηγύρισε θρίαμβο απροσδόκητο, παρά τα πολλά σφάλματά της, ο δε ΣΥΡΙΖΑ υπέστη πανωλεθρία, παρά τις μεγάλες προσδοκίες που καλλιεργούσε. Μερικές βεβαιότητες: Το μαγιάτικο αποτέλεσμα δεν προδιαγράφει την ετυμηγορία της 25ης Ιουνίου. Η κατά Χαρίλαο Φλωράκη «γκαστρωμένη κάλπη» ίσως μας εκπλήξει και πάλι. Ποικιλότροπα.

Δεύτερον, δεν υπάρχουν αντικειμενικά και αναμφίλεκτα «σωστές» και «λάθος» ψήφοι. Κάθε κόμμα έχει το δικό του σωστόμετρο. Οπως έχει και το δικό του «ελληνόμετρο», «πατριωτόμετρο», «κεντροδεξιόμετρο» ή «αριστερόμετρο».

Τρίτον, η κάλπη δεν είναι εξομολογητήριο, όπου πας, ψιθυρίζεις ολίγην αυτοκριτική και εξασφαλίζεις το «αφέονταί σου». Οι βαριές αστοχίες της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη (η μετριότατη αντιμετώπιση της πανδημίας, της ακρίβειας, των πυρκαγιών και των χιονοπτώσεων, το σκάνδαλο των υποκλοπών, η τραγωδία των Τεμπών, οι αμέτρητες απευθείας αναθέσεις, οι «επαναπροωθήσεις», για τις οποίες αξιώνει τίμιες εξηγήσεις η Κομισιόν) δεν συγχωρήθηκαν επειδή «και ο κλήρος είναι μπλε». Και όχι μόνο επειδή το 40% υπολείπεται του 60%.

Η κάλπη δεν περιέχει ύδωρ εξαγνισμού, σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ ή την πηγή της ΗραςΤέταρτον, ας το ξαναπώ, οι ψηφοφόροι συνιστούν σώμα εκλογέων, όχι σώμα ενόρκων. Για τη Δικαιοσύνη, δεν σημαίνει τίποτε (δεν πρέπει να σημαίνει, για να μην απομακρυνόμαστε από την πραγματικότητα) η πρωτιά που απέσπασε στον νομό Σερρών ο κ. Κώστας Αχ. Καραμανλής, που έχει μηνυθεί από τον Σύλλογο Ατόμων Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών, όπως και οι προκάτοχοί του στο υπουργείο Μεταφορών, ο κ. Χρήστος Σπίρτζης του ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, τότε ΠΑΣΟΚ και νυν Ν.Δ.

Είπα Χρυσοχοΐδης και στο μυαλό μου ήρθαν αμέσως σκηνές από την πολιορκία της οικογένειας Ινδαρέ στο Κουκάκι, Δεκέμβρη του 2019, και την εισβολή «ξυλοκόπων» αστυνομικών στο σπίτι της. Θύμα σκευωρίας ο Δημήτρης Ινδαρές, που άκουσε να τον ονειδίζουν σαν παρανομούντα υπουργοί που «δεν επεμβαίνουν ποτέ στο έργο της Δικαιοσύνης», όπως ο κ. Αδωνις Γεωργιάδης, και δημοσιολόγοι που υιοθέτησαν ασμένως την κάλπικη αστυνομική αφήγηση, αποτίμησε το κυριακάτικο αποτέλεσμα (Lifo, 24.5):

«Η λαϊκή εντολή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως λευκή επιταγή και άφεση κάθε παρασπονδίας, από εκπροσώπους που έδειξαν δυσφορία και απέχθεια στον έλεγχο και την κριτική. […] Η διαπίστωση ότι στις εκλογικές προτιμήσεις του κόσμου δεν βαραίνουν καταλυτικά ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία των θεσμών και μια σειρά στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, δεν τιμά τον πολιτισμό της χώρας. Αποτυπώνει μάλλον την εμπέδωση ενός κυνισμού που είναι ικανός να δικαιολογήσει ως παράπλευρες απώλειες όχι μόνο την αξιοπρέπεια αλλά και την ίδια ακόμη την ανθρώπινη ζωή».

Aπό την Καθημερινή