Ο ΣΥΡΙΖΑ κακοποίησε την εμπιστοσύνη των – κεντροαριστερών- ψηφοφόρων του – Αν δεν αλλάξει θα πληρώσει και άλλο κόστος

Toυ Γ. Λακόπουλου

Κάποιοι κάνουν  δυο υποθέσεις εργασίας αυτές  τις μέρες. Η πρώτη: αν απέναντι στη ΝΔ δεν ήταν ο- παλαιός-  ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένα κόμμα με διαυγή ταυτότητα, που θα ασκούσε  πραγματική αντιπολίτευση θα υπήρχε επικυριαρχία Μητσοτάκη- με το φαιό κυβερνητικό μητρώο που έχει;

 Η δεύτερη: αν στο ΠΑΣΟΚ υπήρχε άλλη ηγεσία από τη σέχτα του Ανδρουλάκη, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει τη δεύτερη θέση;

Από το συνδυασμό αυτών των υποθέσεων προκύπτει ένα συμπέρασμα- διόλου κολακευτικό για το τρόπο που  ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε την μετακόμιση του στο ρετιρέ της πολιτικής.  Αλλά με υποθέσεις δεν γράφεται η Ιστορία.

Στην πραγματικότητα διανύουμε  την περίοδο που σηματοδότησε  ο αδιανόητος εκλογικός θρίαμβος της -πράγματι- χειρότερης κυβέρνησης από τη Μεταπολίτευση και τη χειρότερη ήττα αξιωματικής αντιπολιτευσης μετά  την εξαφάνισή της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου ΄Μαύρου.

Ο εκλογικός κύκλος ωστόσο δεν έκλεισε. Μένει να  δούμε αυτό που ο Βενιζέλος αποκαλεί «δευτεροβάθμια κρίση» του εκλογικού σώματος στις 25 Ιουνίου.

Πρόκειται για την τελευταία ευκαιρία του ΣΥΡΙΖΑ.

Ήδη ο Τσίπρας συνειδητοποίησε ότι  με βαρίδια στα πόδια του δεν πάει πουθενά. Έβγαλε  «τομεάρχες» και κομματικούς γραφειοκράτες στην  άκρη  και ανάθεσε τον εκλογικό αγώνα σε μια επιτροπή με  νέα πρόσωπα . Αν τους αποσύρει και από τα κανάλια, διαμορφώνει νέες προυποθέσεις για το κόμμα του.

Ορισμένοι από τους νέους  δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί. Αλλά το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ήταν ότι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή αυτοί που  ήταν γνωστοί: Πολακης, Δούρου, Παππάς, Βούτσης, Φίλης, Σκουρλέτης, Τζανακόπουλος. Το αποτέλεσμα το είδαμε.

Είναι προφανές ότι στην Κουμουνδούρου ο αέρας άλλαξε: εξαφανίζοντας τα  ονόματά τους από τη μαρκίζα το κοινό ανανεώνει το ενδιαφέρον του για  την παράσταση.

Αυτό που μένει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ  -και συστηματικά παρέλειπε ως τώρα- είναι να τιμήσει την  πλευρά  της κοινωνίας  που τον ανέδειξε από το 2012 και εντεύθεν και  από το πολιτικό περιθώριο του 3% , έγινε κυβερνώσα δύναμη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άλλαξε

Το 2015 δεν υπήρξε καμία «πρώτη φορά Αριστερά». Ούτε  ο ελληνικός λαός  απέκτησε  κόμμα της Αριστεράς με 35%, ούτε  αποφάσισε να  αναθέσει την κυβέρνηση στην κομπανία  Λαφαζάνης, Ζωή και Βαρουφάκης.

Απλώς οι δημοκρατικοί πολίτες που ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ, μετά την προδοσία τους από τους δυο τελευταίους ηγέτες του- ο ένας  πήγε στο ΔΝΤ και ο άλλος στον Σαμαρά- στράφηκαν στον Αλέξη Τσίπρα, ως το πλησιέστερο πολιτικό μέγεθος σε σχέση με  κόμμα που δημιούργησε ο Ανδρέας Παπανδρέου.  

Αυτοί οι ψηφοφόροι, ως  αυθεντικοί οπαδοί της Δημοκρατικής Παράταξης, ήταν Σοσιαλδημοκράτες και Κεντροαριστεροί- με καθαρή αντιδεξιά κουλτούρα,  όχι αριστεροί, κατά το Καταστατικό και την πολιτική Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ακραία  δυσκολία που τους προκάλεσε η ανάρμοστη συγκυβέρνηση με τον Καμμένο, ενσωματώθηκε στην ανάγκη να μην επιστρέψει η Δεξιά και να βγει η χώρα από τον μνημονιακό κύκλο. Δεν ειχαν άδικο.

Το 32% του 2019 ήταν ρητή εντολή αυτών των ψηφοφόρων στον Αλέξη Τσίπρα να μετακινήσει το κόμμα του προς το μέρος τους  και να τους συμπεριλάβει στην οργάνωση του. Όχι να επιτρέψει στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να τους αντιμετωπίζουν ως «συμπλήρωμα». Ή ως κορόιδα που  θα ψηφίζουν, χωρίς να μετέχουν στο κόμμα και τα όργανά του και στην κυβέρνησή του αν κερδίσει τις εκλογές.

Αυτή η εντολή δεν υλοποιήθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άλλαξε, δεν μετεξελίχθηκε και δεν διευρύνθηκε. Οι πόρτες των οργανώσεων κατά τόπους έμειναν κλειστές. Για τους γραφειοκράτες του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ  όσοι επιχείρησαν να τις περάσουν δεν ηταν αρκούντως «αριστεροί» και η Πασοκική προέλευσή τους ύποπτη.

Η θεμελίωση του νέου ΣΥΡΙΖΑ

Οι παλαιοί Συριζαίοι, προτίμησαν να μείνουν ένα  κλειστό ιδεοληπτικό κλαμπ έξω από την κοινωνία, όπως δείχνει η απομόνωσή τους στον Συνδικαλισμό, την Αυτοδιοίκηση , τις κοινωνικές οργανώσεις και τη Νεολαία, αρχίζοντας από τους φοιτητές.

Όταν τελικά,  ο ίδιος ο Τσίπρας έγραφε 110.000 νέα μέλη, δεν τους επιτράπηκε να  ψηφίσουν για την εκλογή οργάνων στο συνέδριο.  Έτσι ο κομματικός μηχανισμός έμεινε στα χέρια του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ- με την παλιά  ηγετική ομάδα συν κάτι «προβληματικούς» από το ΠΑΣΟΚ..

Η πρώτη συνέπεια ήταν ότι δεν αναδείχθηκε η εν δυνάμει νέα κυβέρνηση,  που θα έδινε τον Τσίπρα αξιοπιστία για την επιστροφή του στην  εξουσια.  Έτσι ο ένας στους τρεις που του έδωσαν εντολή αλλαγής το 2019  εγκατέλειψε στην κάλπη το κόμμα που τους αγνοούσε. Αναμενόμενο και δίκαιο.

Στον νέο εκλογικό κύκλο που άνοιξε εν όψει της 25ης Ιουνίου η τάση εγκατάλειψης θα αναστραφεί αν το μήνυμα του Τσίπρα είναι  ότι  θα προχωρήσει στην ίδρυση του ριζοσπαστικού φορέα που μπορεί αντιμετωπίσει τη Δεξιά, όχι ως καταγγελτικός μηχανισμός, αλλά ως εναλλακτική λύση.

Στις 21 Μαίου του έστειλαν την τελευταία προειδοποίηση: αν δεν προχωρήσει έστω τώρα σε αλλαγές ταυτότητας και ανανέωση πολιτικού προσωπικού που απαιτεί η εκ νέου διεκδίκηση της κυβέρνησης,  θα εγκαταλείψουν οριστικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πορεία  προς τις εκλογές ης 25ης Ιουνίου θα δείξει.

Η πρόθεση του πρώην Πρωθυπουργού να παραμερίσει τα βαρίδια και τη κομματική γραφειοκρατία και να  εμπιστευτεί νεα πρόσωπα είναι ελπιδοφόρα ένδειξη πως μπορεί να αποκτήσει νέα ορμή η Δημοκρατική Παράταξη, με επικεφαλής τον  Τσίπρα.

Να διαμορφώσει απέναντι στον ισχυροποιημένο Μητσοτάκη ισχυρό πολιτικό φορέα ως ενναλακτική πρόταση, και όχι ανοησίες για  «δεύτερη φορά Αριστερά»

Με άλλα λόγια: για να  ξανακερδίσει ο Τσίπρας εκλογές  πρέπει να ηγηθεί  κινήματος  σύγκλισης Αριστεράς -Κεντροαριστεράς, με βάση τα δεδομένα που διαμορφώνονται στην προοδευτική Ευρωπη.  Μακρυά από τις ιδεοληψίες ξεπερασμένων εσωκομματικών  συσπειρώσεων.  

Συνεπώς για να ανασάνει ο  ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκτήσει με ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους  με νέα ηγετική ομάδα,  που θα έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών που αυτοτοποθετούνται απέναντι στη Δεξιά. Πρακτικά να σταματήσουν οι μανδαρίνοι της Κουμουνδούρου να κακοποιούν την εμπιστοσύνη που έδειξε η Δημοκρατική Παράταξη στον Τσίπρα.

Αυτό είναι κάτι που θα κριθεί  πριν την 25η  Ιουνίου. Θα επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών και θα λειτουργήσει ως θεμελίωση του νέου ΣΥΡΙΖΑ μετεκλογικά.