Η καλύτερη συμφωνία της χρονιάς δεν επιτεύχθηκε στη Σιγκαπούρη

Του Leonid Bershidsky (*)

Την περασμένη Τρίτη, μια διεθνής σύγκρουση που κρατά δεκαετίες έφτασε κοντά στη λύση της, και δεν ήταν η κορεατική. Στη σκιά της συνάντησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, η οποία δεν οδήγησε πουθενά, επιτεύχθηκε μια μείζων συμφωνία μεταξύ δύο ηγετών που δεν είναι διεθνείς διασημότητες: του πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξη Τσίπρα και του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ.

Η διαμάχη που συμφώνησαν να τερματίσουν χρονολογείται από το 1991 και περιλαμβάνει το όνομα «Μακεδονία», που η Ελλάδα επιμένει ότι η πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία δεν μπορεί να χρησιμοποιεί γιατί η πραγματική Μακεδονία, η πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βρίσκεται στη βόρεια Ελλάδα. Η διαμάχη για το όνομα δεν είναι κάποιο σκοτεινό ζήτημα που αφορά τοπωνύμια. Είναι ένα από τα τελευταία εμπόδια για την ένταξη ολόκληρης της Βαλκανικής ζώνης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Αν η συμφωνία περάσει παρά την αξιοσημείωτη πολιτική αντίδραση και στις δύο χώρες, θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για την επούλωση των πληγών του γιουγκοσλαβικού πολέμου. Στο προσεχές μέλλον, η πρώην Γιουγκοσλαβία μπορεί να επανενωθεί – όχι ως μια ενιαία χώρα, αλλά ως μια ομάδα φιλικών χωρών-μελών της ΕΕ με ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη μετακίνηση πληθυσμών μεταξύ τους και απουσία συνόρων.

Η διαμάχη για το όνομα της Μακεδονίας ξεκίνησε όταν ο Γιόζιπ Μπροζ Τίτο ίδρυσε την κομμουνιστική

Αν η συμφωνία περάσει παρά την αξιοσημείωτη πολιτική αντίδραση και στις δύο χώρες, θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για την επούλωση των πληγών του γιουγκοσλαβικού πολέμου. Στο προσεχές μέλλον, η πρώην Γιουγκοσλαβία μπορεί να επανενωθεί – όχι ως μια ενιαία χώρα, αλλά ως μια ομάδα φιλικών χωρών-μελών της ΕΕ με ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη μετακίνηση πληθυσμών μεταξύ τους και απουσία συνόρων.

του Γιουγκοσλαβία αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό που φαίνεται ότι ήλπιζε ήταν ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, που ξεκίνησε το 1946, να φέρει τη βόρεια Ελλάδα στην ομοσπονδία του ως μέρος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Χιλιάδες Σλαβομακεδόνες στη βόρεια Ελλάδα συγκρότησαν μια δύναμη υπό κομμουνιστική ηγεσία για να συμβάλουν σε αυτόν τον στόχο. Ηττήθηκαν όμως, και πολλοί από αυτούς διέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Εκεί, χάρις στην πολιτική του Τίτο, δημιουργήθηκε μια μακεδονική εθνική ταυτότητα με στόχο την ενοποίηση αυτών των ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους θεωρούσαν μέχρι τότε τους εαυτούς τους περισσότερο Βούλγαρους παρά μέλη μιας χωριστής εθνότητας.

Μετά την αποτυχία των σχεδίων του Τίτο και την οριστικοποίηση των συνόρων των γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών, η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανεχθεί μια χωριστή Μακεδονία. Τη δεκαετία του 1990 επέβαλε οικονομικό αποκλεισμό στη χώρα και μπλόκαρε τις βλέψεις της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το νέο κράτος, από την πλευρά του, υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει όνομα: η μακεδονική ταυτότητα που διαμορφώθηκε όσο υπήρχε η Γιουγκοσλαβία ήταν η μόνη που είχε αυτός ο λαός.

Η εθνικιστική κυβέρνηση του Νίκολα Γκρουέφσκι, που κυβέρνησε τη χώρα από το 2006 ως το 2016, ακολούθησε μια προκλητική πολιτική, δίνοντας στο αεροδρόμιο και μια μεγάλη λεωφόρο των Σκοπίων το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με την απομάκρυνση του Γκρούεφσκι από την κυβέρνηση (καταδικάστηκε τον Μάιο σε δύο χρόνια φυλακή για διαφθορά), οι θέσεις της χώρας έγιναν πιο ήπιες. Ο Ζάεφ εργάστηκε για την επίλυση της διαμάχης και την απελευθέρωση της πορείας της χώρας προς τους δυτικούς στρατιωτικούς και πολιτικούς συνασπισμούς. O Τσίπρας, πάλι, αποδείχθηκε ασυνήθιστα συνεργάσιμος για έλληνας ηγέτης.

Η συμφωνία που οι δύο πρωθυπουργοί πέτυχαν την Τρίτη προβλέπει τη μετονομασία της ΠΓΔΜ σε Severna Makedonija, ή Βόρεια Μακεδονία. Το κρίσιμο σημείο όμως είναι ότι ο λαός της θα μπορεί να λέγεται μακεδονικός και η γλώσσα του μακεδονική. Οι παραχωρήσεις αυτές είναι απαράδεκτες για την ελληνική αντιπολίτευση, ακόμη και τη φιλελεύθερη πλευρά της.

Είναι βολικό ότι οι περισσότερες παραχωρήσεις φαίνεται να προέρχονται από την ελληνική πλευρά, καθώς στην Ελλάδα η συμφωνία χρειάζεται μόνο έγκριση από το κοινοβούλιο και ο Τσίπρας μάλλον μπορεί να την αποσπάσει, παρόλο που οι εθνικιστές κυβερνητικοί του εταίροι δεν συμφωνούν. Στην άλλη πλευρά, η λύση απαιτεί συνταγματική αλλαγή και δημοψήφισμα το φθινόπωρο, όπου το παλιό κόμμα του Γκρούεφσκι θα καταγγείλει την προτεινόμενη συμφωνία.

Αν οι ψηφοφορίες έχουν το αποτέλεσμα που επιθυμούν Τσίπρας και Ζάεφ, η Βόρεια Μακεδονία θα μπορέσει να ζητήσει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, κάτι που ικανοποιεί τον ΓΓ της Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ, αφού θα είναι άλλο ένα πλήγμα κατά της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια. Το πιο σημαντικό όμως για τη χώρα είναι ότι θα μπορέσει να ζητήσει την ένταξή της στην ΕΕ, κάτι που όλες οι άλλες πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες με εξαίρεση το Κόσοβο έχουν ήδη κάνει.

Η ΕΕ διαπραγματεύεται την ένταξη του Μαυροβουνίου και της Σερβίας, που αν πραγματοποιήσουν επαρκείς προόδους μπορεί να το πετύχουν μέχρι το 2025. Το έγγραφο της ΕΕ που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο προβλέπει ότι μπορούν υπό προϋποθέσεις και οι υπόλοιπες χώρες – Η Βοσνία, το Κόσοβο και ενδεχομένως η ΠΓΔΜ – να προλάβουν. Δεδομένου ότι οι δύο υπόλοιπες πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες, η Σλοβενία και η Κροατία, έχουν ήδη ενταχθεί στην ΕΕ, η πιθανότητα ενοποίησης της πρώην κομμουνιστικής ομοσπονδίας σε μια τελείως καινούργια βάση, υπό την αιγίδα της ΕΕ, είναι πλέον ορατή.

Η ΕΕ μπορεί να επικριθεί για πολλά πράγματα, εξακολουθεί όμως να προωθεί την ειρήνη στην Ευρώπη. Η ένταξη όλων των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών θα είναι μια όμορφη κορύφωση μιας τραγικής ιστορίας που περιλαμβάνει πάνω από 130.000 θανάτους.

Οι μεταγιουγκοσλαβικές χώρες έχουν διαμάχες ακόμη και στο εσωτερικό της ΕΕ. Η Σλοβενία και η Κροατία έχουν μια διαμάχη για μεθοριακά και αλιευτικά θέματα την οποία δεν έχουν μπορέσει μέχρι στιγμής να επιλύσουν διάφοροι μηχανισμοί της ΕΕ. Αυτές οι διαμάχες όμως δεν οδηγούν τουλάχιστον σε ένοπλες συγκρούσεις, αποσταθεροποιητικούς οικονομικούς αποκλεισμούς και κλείσιμο συνόρων. Η ΕΕ έχει εν γένει μια εκτονωτική επίδραση στις διαμάχες: δεν εξαφανίζονται, αλλά εκδηλώνονται σε αργή κίνηση. Αυτό ακριβώς χρειάζεται η Γιουγκοσλαβία 27 χρόνια μετά την πτώση του τελευταίου νεκρού των πολέμων της.

(*) Ο Λεονίντ Μπερσίντσκι είναι αρθρογράφος του Bloomberg

(Πηγή: Bloomberg – ΑΠΕ ΜΠΕ)