Η κατάρα των δημοψηφισμάτων

Του Μελέτη Ρεντούμη

 Η Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες έζησε και ζει πολύ κρίσιμες στιγμές καθώς με τις αποφάσεις για καίρια ζητήματα του κάθε κράτους μέλους επηρεάζεται συνολικά η αξιοπιστία και η συνοχή της ΕΕ και της Ευρωζώνης.

Το μεγάλο γεγονός των τελευταίων ημερών που κατέληξε σ’ένα αρνητικό αποτέλεσμα για την ΕΕ δεν είναι άλλο από το Ιταλικό δημοψήφισμα.

Πιο συγκεκριμένα ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, θέλοντας ν’αναδειχθεί κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού στην  Ιταλία, αποφάσισε να προσωποποιήσει το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης που έθεσε στο δημοψήφισμα, απαιτώντας επί της ουσίας από τους Ιταλούς πολίτες να υπερψηφίσουν την μεταρρύθμιση.

Όπως ήταν για τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές αναμενόμενο, η αντισυστημική ψήφος επικράτησε για μία ακόμη φορά και έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για την Ιταλία, αφενός να προχωρήσει σε σημαντικές τομές στην περιφερειακή διοίκηση και την διακυβέρνηση, αφετέρου να υπάρξει πολιτική σταθερότητα στο να εγκριθούν συγκεκριμένα μέτρα για την μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Είναι η τρίτη φορά σε λιγότερο από δύο χρόνια που η Ευρώπη και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δέχονται αρνητικά αποτελέσματα από τους πολίτες, μετά το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, το Brexit και τώρα το Ιταλικό δημοψήφισμα.

Κάθε χώρα από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις είχε θέσει τους δικούς της λόγους για να ορίσει ένα ερώτημα σε δημοψήφισμα, το οποίο κατέληγε τελικά να εγκλωβίσει τα κόμματα και τους πολιτικούς ηγέτες που τα έφεραν στην επιφάνεια, ως μια λυτρωτική λύση στα οικονομικά και θεσμικά προβλήματα των κρατών μελών και κατ’επέκταση των ίδιων των πολιτών.

Κατά την άποψη του γράφοντος, όλα τα πραγματοποιηθέντα δημοψηφίσματα στην ΕΕ μέχρι στιγμής, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο και επιβράδυναν σημαντικά τόσο την ίδια την πορεία των κρατών μελών, όσο και την σύγκλιση της ΕΕ προς μια νέα ολοκλήρωση.

Ο Α.Τσίπρας, ο Μ.Ρέντσι αλλά και ο D.Cameron, έχουν και οι τρεις ένα κοινό διττό χαρακτηριστικό στον τρόπο που προσέγγισαν τα δημοψηφίσματα στις χώρες τους. Αφενός την ευθυνοφοβία, αφετέρου τον λαϊκισμό τον οποίο ενώ κατηγορούσαν στους πολιτικούς τους αντιπάλους, τελικά κατέληξαν να τον εκπροσωπούν με τον καλύτερο τρόπο, προτρέποντας ουσιαστικά τους πολίτες, να εξαντλήσουν την δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία τους για την κυβέρνηση μέσω ενός δημοψηφίσματος ψηφίζοντας αντισυστημικά.

Οι περισσότεροι πολιτικοί, ξεχνούν δυστυχώς ότι το δημοκρατικό πολίτευμα στηρίζεται στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και όχι στην άμεση δημοκρατία όπου για σύνθετα τεχνικά ζητήματα καλούνται ν’αποφασίσουν οι πολίτες έχοντας είτε άγνοια, είτε ασυμμετρία πληροφόρησης.

Το γεγονός επίσης ότι όλα σχεδόν τα ερωτήματα καταλήγουν ως κυβερνητικά διλήμματα ή ως ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, εξαφανίζει το περιεχόμενο και την ουσία της ερώτησης και μετατρέπει το εκλογικό σώμα σε αγέλη είτε προς την μία ή προς την άλλη πλευρά.

Πόσοι από τους έλληνες πολίτες άραγε κατάλαβαν την ουσία της συμφωνίας που επιχειρούσε ν’ανατρέψει ο Α. Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015;

Πόσοι στην Βρετανία είχαν αντιληφθεί ποια είναι η συνεισφορά της ΕΕ στο Βρετανικό ΑΕΠ μέσω της χρηματοδότησης των μεγάλων έργων υποδομής;

Και τελικά, πόσοι Ιταλοί πολίτες γνώριζαν και γνωρίζουν το περιεχόμενο της συνταγματικής μεταρρύθμισης Ρέντσι, που ενώ ορθά σε μεγάλο βαθμό ήθελε επιτάχυνση των αποφάσεων με μείωση του ρόλου της Γερουσίας και των περιφερειών, εν τέλει παρουσιάστηκε ως ένα συγκεντρωτικό σύστημα κάποιου μονάρχη που τελικά καταψηφίστηκε;

Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι ο μεγαλύτερος εχθρός αυτή τη στιγμή στην ΕΕ είναι τα ίδια τα κράτη μέλη που την απαρτίζουν και κυρίως όσοι πολιτικοί επιλέγουν τον δρόμο μίας άλλης άγνωστης οδού για την λύση των προβλημάτων, που στ’ όνομα της λαϊκής κυριαρχίας τελικά απειλείται η ίδια η πορεία της χώρας με σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου μέσω πειραματισμών και πολιτικής αστάθειας.

Τα δημοψηφίσματα είναι ένα συμπληρωματικό μέσο άσκησης εξουσίας και δεν μπορεί ν’αποτελούν το άλλοθι ενός πολιτικού που επειδή νιώθει εγκλωβισμένος αποφασίζει με εύσχημο τρόπο είτε να κυριαρχήσει είτε ν’αποδράσει από την πολιτική ζωή της χώρας του.

Ευελπιστούμε ότι στο εγγύς μέλλον θα πρυτανεύσει η σοβαρότητα και θ’αποσαφηνισθούν συγκεκριμένες λύσεις πάνω στα ευρωπαϊκά θέματα απ’όλους τους εμπλεκόμενους θεσμούς, χωρίς τον κίνδυνο αλυσιδωτών αντιδράσεων μέσα από την δίνη των δημοψηφισμάτων.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.