Η κυρία Στουρνάρα, ο Βαξεβάνης, ο νόμος και οι δημοσιογράφοι

Toυ Γ. Λακόπουλου

Η εφημερίδα Documento του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη είναι καινούργια. Μόλις 13 Κυριακές ως τώρα κρεμάστηκε στα περίπτερα. Δεν πάει άσχημα -με βάση τα δεδομένα της εποχής- αλλά είναι νωρίς για να αποφανθεί κανείς για τη βιωσιμότητά της.

Το βέβαιο είναι ότι στα 13 φύλλα που κυκλοφόρησαν ως τώρα η ύλη της ήταν προϊόν δημοσιογραφικής εργασίας. Έρευνες, ρεπορτάζ, αποκαλύψεις σκανδάλων αιχμηρά σχόλια. Όχι θεωρίες και πολιτικοί ισχυρισμοί με κάποιο κομματικό πρόσημο.

Άλλοι βρίσκουν ενδιαφέρουσα και ελκυστική αυτή την προσέγγιση της επικαιρότητας.  Άλλοι τη συνδέουν με την οφθαλμοφανή πολιτική ταυτότητα της εφημερίδας και την απορρίπτουν. Κανείς όμως δεν μπορεί να πει ότι παράγεται με βάση το  πολιτικό μάρκετινγκ και την προπαγάνδας, κομμάτων, επιχειρηματιών και άλλων συστημάτων.

Η εκδοτική πολιτική του Βαξεβάνη συντάσσεται με την γενική κυβερνητική αντίληψη. Αλλά η εφημερίδα του είναι πραγματική εφημερίδα. Καλή ή κακή, ανάλογα πώς την αξιολογεί ο καθένας, αλλά εφημερίδα.

Με το ύφος και τις επιλογές της, αλλά με χαρακτηριστικά εντύπου που γράφεται από δημοσιογράφους όχι από πολιτικούς υποστηρικτές ενός κόμματος ή πολιτικούς  αντιπάλους ενός άλλου. Έχει ρεπορτάζ και όχι πολιτικό σχόλιο ως πρώτο θέμα. Κάνει ενημέρωση- έστω επιλεκτικά και κατά την κρίση της – αλλά όχι προπαγάνδα. Έχει δημοσιογραφικές πηγές, όχι επαφές δημοσίων σχέσεων.

Είναι αντιφατικό να βάλλεται ο Βαξεβάνης ως “πιστόλι του ΣΥΡΙΖΑ” από εκείνους που δηλώνουν σταυροφόροι κομμάτων και οικογενειών. Από όσους είναι σύμβουλοι κομμάτων και πολιτικών παραγόντων, ή επιχειρηματικών συστημάτων που επιδιώκουν να φύγει αυτή η κυβέρνηση για να  έλθει μια άλλη της αρεσκείας τους.

Το μόνο ερώτημα για την εφημερίδα Documento σ’ αυτά τα 13 φύλλα που κυκλοφόρησε ως τώρα είναι αν όσα γράφει είναι ακριβή ή όχι. Αν οι συντάκτες της λένε την αλήθεια, όχι γιατί τη λένε. Αν έχουν ντοκουμέντα και στοιχεία και όχι γιατί να κοινοποιούν. Αν προβάλλουν ευλόγως όσα βαρύνουν συγκεκριμένους παράγοντες του δημοσίου βίου, όχι γιατί δεν προβάλλουν και όσα βαρύνουν και κάποιους άλλους.

Αν οσα γράφει και αποκαλύπτει  η εφημερίδα  είναι ακριβή της ανήκει ο έπαινος. Αν δεν είναι πρέπει να πληρώσει το κόστος της ανακρίβειας. Εκεί βρίσκεται η ουσία. Συνεπώς το θέμα ειναι να ψάξουμε για το φεγγράρι όχι για το δάκτυλο.

Η δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι είναι να στρατεύονται για να φύγει μια κυβέρνηση ή για να μείνει. Η εφημερίδα τους μπορεί να υποστηρίζει τη μια ή την άλλη παράταξη- και το Documento έχει την επιλογή του και δεν το κρύβει. Αλλά  οι συντάκτες του υπογράφουν κείμενα με δημοσιογραφικό περιεχόμενο. Ακριβή ή όχι αναλαμβάνουν τη ευθύνη τους έναντι των αναγνωστών τους και φυσικά έναντι του νόμου.

Τον νόμο επιστράτευσε η κυρία Λίνα Νικολοπούλου-Στουρνάρα υποβάλλοντας μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση κατά του εκδότη της συγκεκριμένης εφημερίδας προκειμένου να συλληφθεί και να δικαστεί με αυτόφωρη διαδικασία, για πρωτοσέλιδο δημοσίευμα που την αφορούσε.

Δεν απάντησε, δεν διέψευσε, δεν περίμενε να κρίνει την διαχείριση της διάψευσης από τη εφημερίδα, αλλά ζήτησε τη σύλληψη και παραπομπή του Βαξεβάνη σε δίκη.

Η κυρία δεν έκανε κάτι παράνομο. Ούτε κάτι πρωτότυπο- προηγήθηκαν και άλλοι. Εφόσον υφίσταται αυτός νόμος, εναπόκειται στον πολίτη να ζητήσει την εφαρμογή του, ακόμη και αν το κάνει καθ’ υπερβολή και χωρίς να συντρέχουν οι πραγματικοί λόγοι που είχε κατά  νου ο νομοθέτης -όπως προέκυψε από την απόφαση του Δικαστηρίου.

Αυτό όμως είναι υπόθεση που αφορά την κυρία Στουρνάρα και τον αντίδικό της, πλέον, εκδότη.

Υπάρχει όμως κάτι που αφορά το σύνολο των δημοσιογράφων, την ίδια τη δημοσιογραφία και κατ’ επέκταση και το πολιτικό σύστημα ως εγγυητή της ελευθερίας της ενημέρωσης: η επιλεκτική αντιμετώπιση της εφαρμογής του συγκεκριμένου νομού.

Τα μέσα ενημέρωσης  και εν γένει το μιντιακό σύστημα σιώπησαν κατά τρόπο που υποδήλωσε συμπάθεια προς την προσφεύγουσα και όχι προς την εφημερίδα. Ομοίως και τα κόμματα, πλην του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν πρέπει να εγκαταλειφθεί το αίτημα να αποσυρθεί αυτός ο νόμος, ας το δηλώνουν καθαρά όσοι το πιστεύουν. Αλλά η επιλεκτική ευαισθησία για την εφαρμογή του βλάπτει τη δημοσιογραφία- και την πολιτική. Ευλόγως διαμαρτύρεται ο Βαξεβάνης για τη σιωπή.

Δεν μπορεί στη μια περίπτωση η αξίωση για αυτόφωρο να είναι παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου και στην άλλη να είναι υποδόρια επικρότηση του “καλά να πάθει”.  Όσες φορές συμβαίνει αυτό από μέσα ενημέρωσης είναι σαν να βάζουν τα χέρια του και να βγάζουν τα μάτια τους.